Ταυτίζουμε την κλοπή έργων τέχνης με μία εγκληματική πράξη καθότι αντίκειται και τιμωρείται από το νόμο, πόσω μάλλον όταν η κλοπή άφορά έργα που ανήκουν σε συλλογές μουσείων, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν συγκεκριμένο σκοπό. Διότι, με την κλοπή οποιουδήποτε έργου από αυτά, στερείται από τη συλλογή του ένα κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, στερείται και από τους ανθρώπους εκείνους που επισκέπτονται ένα μουσείο για να βυθιστούν στο σύμπαν της τέχνης. Ας μη λησμονούμε και το ρόλο της τέχνης –συνεπώς οποιουδήποτε έργου τέχνης– στην πνευματική και κριτική μας «ανάπτυξη».
Υπό τη δική μας οπτική, με την κλοπή ενός ή περισσότερων έργων από μία μουσειακή συλλογή, παύουν –μεταξύ άλλων– η επικοινωνία που δημιουργείται ανάμεσα στο έργο και το κοινό όπως και κάτι από τις πολλαπλές ερμηνείες που μπορεί να δεχτεί το έργο κατά τη φυσική παρατήρησή του, λόγω ακριβώς της «αύρας» που υπάρχει κατά τη διά ζώσης παρατήρηση.
Όσο για τις πολλαπλές ερμηνείες, έγκειται στο ότι στην τέχνη είναι δύσκολο να υπάρξει καθολική υποκειμενικότητα, συνεπώς καθένας από εμάς «διαβάζει» ένα έργο με βάση τις δικές του προσλαμβάνουσες που συσχετίζονται με τα «διαβάσματα» και τα βιώματά του.
Συνεπώς, με την κλοπή του έργου το «θύμα» δεν είναι μόνο ένα –το έργο το οποίο βιαίως αποκόπτεται και χάνει το ρόλο του και ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό. Είναι επίσης ο καλλιτέχνης που συναισθάνεται (εάν είναι εν ζωή) πόνο για την απώλεια του δημιουργήματός του μη γνωρίζοντας σε ποια χέρια βρίσκεται, είναι το κοινό που έχει στερηθεί το έργο, είναι το μουσείο που έχει χάσει ένα του κομμάτι, δεδομένου ότι κάθε μουσείο είναι οι συλλογές και τα έργα του.
Τα ερωτήματα τα οποία τίθενται σε αυτό το σημείο είναι τα κίνητρα του θύτη –ή καλύτερα– του δράστη. Ένα υπερβολικό και νοσηρό ενδιαφέρον για την κατοχή έργων καταστρέφοντας το ρόλο τους, μία κίνηση παράνομων οργανώσεων ή συμμοριών για εμπόριο τέχνης;
Κατά πόσο είναι δυνατή και ποια προσχήματα δημιουργούνται για τη διακίνηση έργων τέχνης που έχουν αποκτηθεί με κλοπή, δεδομένου ότι υπάρχουν προσβάσιμες βάσεις δεδομένων κλεμμένων έργων τέχνης; Και εάν ο δράστης συλληφθεί και έχοντας ακόμη υπό την κατοχή του τα έργα, θα τα επιστρέψει; Εάν τα έχει ήδη πουλήσει; Ποια θα είναι η ποινή του ή θα μετριάσει η ποινή την πληγή της πράξης και την όποια φθορά έχουν υποστεί;
Ως παρατηρητές, θα δεχτούμε καλή τη πίστει ότι η πράξη εκείνη –η κλοπή– ήταν αποτέλεσμα αγάπης προς την τέχνη; Και στην περίπτωση που είναι έτσι, δεν είναι εγωϊστικό το συναίσθημα εκείνο που παρακινεί την κλοπή έργου ώστε να βρίσκεται μόνο σε ένα ζευγάρι χέρια στερώντας το από το σύνολο;
Τα παραπάνω γράφτηκαν με αφορμή την ποινή –εξαετή κάθειρξη με αναστολή, ηλεκτρονική επιτήρηση με συσκευή γεωεντοπισμού (βραχιολάκι) και την απαγόρευση απομάκρυνσης από την οικία του πέραν των 3 χιλιομέτρων– που επιβλήθηκε (20/1) από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων στον 50χρονο ελαιοχρωματιστή Γιώργο Σαρματζόπουλο, ο οποίος το 2012 είχε κλέψει τρία έργα από την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ). Κατά την ομολογία του, προέβη στην κλοπή των έργων λόγω αγάπης του για την τέχνη.
Όπως έχει γίνει γνωστό, παρέμενε ελεύθερος έως το 2021 οπότε και συνελήφθη και υπέδειξε στις αρχές το σημείο όπου είχε κρύψει τους δύο πίνακες: το «Γυναικείο Κεφάλι» (1939) του Πάμπλο Πικάσο και το έργο «Μύλος» (1905) του Πιτ Μοντριάν. Όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα της ΕΠΜΑΣ, το «Γυναικείο κεφάλι» αποτέλεσε δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στο πλαίσιο της δωρεάς των Γάλλων Καλλιτεχνών, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ζεύγους Μιλλιέξ μετά τον Πόλεμο.
Και τα δύο έργα, του Πικάσο και του Μοντριάν, παρουσιάζονται από το φθινόπωρο του 2022 στην Αίθουσα Δυτικοευρωπαϊκής Τέχνης, στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο πίνακας του Πικάσο (αριστερά) και του Μοντριάν (δεξιά) που είχαν κλαπεί το 2012 από την Εθνική Πινακοθήκη. Η λήψη έγινε κατά τη συνέντευξη Τύπου (Ιούνιος 2021) του τότε υπ. Προστασίας του Πολίτη, Μιχ. Χρυσοχοΐδη, και της υπ. Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, για την ανεύρεση των δύο πινάκων. Πηγή: Eurokinissi / Τατιάνα Μπόλαρη
Όσο για το τρίτο έργο, ένα σχέδιο θρησκευτικού θέματος (17ος αι.) που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουγκλιέμο Κάτσα (Μονκάλβο) ο δράστης ισχυρίστηκε ότι καταστράφηκε. Ενώ, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ένα τέτοιο σχέδιο είχε εμφανιστεί προς πώληση στην Φλωρεντία.
Σχετικά με την εκτίμηση των έργων που είχαν κλαπεί, υπενθυμίζουμε ότι η Διευθύντρια Συλλογών της ΕΠΜΑΣ, Ευτυχία Αγαθονίκου, είπε στο δικαστήριο ότι η αξία του πίνακα του Πικάσο είχε αποτιμηθεί στα 2 εκατ. ευρώ, ο πίνακας του Μοντριάν στις 200.000 ευρώ και το σχέδιο του Μονκάλβο στα 1.000 ευρώ. Κατά την ίδια, τα έργα υπέστησαν ζημιές που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι: «Η μη αναστρέψιμη ζημιά φάνηκε στον έλεγχο. Υπήρξε ζημιά στη συνοχή των χρωμάτων. Πρέπει να είναι σε ειδικές συνθήκες για να μην επέλθει ζημιά, αυτά τα έργα».
Κεντρική φωτογραφία: Λήψη από την Αίθουσα Δυτικοευρωπαϊκής Τέχνης της Εθνικής Πινακοθήκης, στο κέντρο το «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο. Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου