Τον Διονύση Σαββόπουλο είχα την τύχη να γνωρίσω στην γκαλερί Σκουφά πριν την πανδημία. Εκεί, παρουσίαζε έργα του ο Αλέξης Κυριτσόπουλος με τον τίτλο «Σκιτσοσαββοπαιδοζωγραφιές», φανερώνοντας την παρουσία του τραγουδοποιού στη ζωγραφική του κι όχι απλώς στα κλασικά εξώφυλλα των δίσκων που μας έχει χαρίσει.
Θέλοντας να μάθω την ιστορία τους, ο Σαββόπουλος πήγε πίσω στο χρόνο, στα στέκια όπου οι δύο βρίσκονταν με τους νεαρούς τότε Ανδρέα Στάικο, Στέλιο Ράμφο, Κοσμά Ψυχοπαίδη (τον μεγαλύτερο αδελφό του Γιάννη) κ.α. Με τον αέρα της νιότης, πολλοί από τη μαγική παρέα έφυγαν για το Παρίσι και το στέκι μεταφέρθηκε στο καφέ Saint-Claude, ακριβώς απέναντι απ’ το Saint-Germain.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στα μέσα του '60
«Εκεί μαζευόμασταν οι Έλληνες και τη βγάζαμε με ένα καφέ ως το βράδυ καθότι άνεργοι», αφηγείται ο Σαββόπουλος. «Υπήρχε ένα φλιπεράκι, ερχόταν κι ο Αλέκος ο Φασιανός πάντα με ένα καφέ. Εγώ δεν έμαθα ποτέ μου γαλλικά, ενώ αυτοί ξέρανε (ρίχνοντας βλέμμα στον Κυριτσόπουλο). Το μόνο που έμαθα ήταν de pies s’il vous plaît (ψιλά/κέρματα παρακαλώ) για να παίξω το φλιπεράκι ή gauloises s’il vous plaît για να καπνίσω.
Πραγματικά, νοσταλγώ εκείνο το καφενείο. Και μετά από χρόνια διαβάζω το περίφημο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Τα ρόδινα ακρογιάλια». Εκεί, ένας από τους ήρωες έχει το παρατσούκλι «Αγάλος», γιατί είχε πάει στη Γαλλία και ήθελαν να τον κάνουν καθολικό. Αυτός αρνήθηκε λοιπόν, και τον ελέγανε Αγάλο στη Σκιάθο.
Είχε πέσει σε αμαρτίες με παλιογυναίκες και τα συναφή και σύχναζε σε ένα καφενείο, στον Άγιο Κλαύδιο, ακριβώς απέναντι, λέει, από την εκκλησία του αγίου Γερμανού. Ήταν το ίδιο καφενείο! Αισθάνθηκα σα να είμαστε με τον Αλέκο τον Κυριτσόπουλο στο Saint-Claude και να μπαίνει ο Παπαδιαμάντης! Ερχόντουσαν κι άλλοι ωραίοι, ο Τσαρούχης…»
Με τα λάβαρα της εξέγερσης
Τα χρόνια της σκληρής φτώχειας που περιγράφει ο Σαββόπουλος, δεν πλούτιζε μόνο η μαγική παρέα, αλλά θέρμαινε και η πύρινη ατμόσφαιρα που οδήγησε στο Γαλλικό Μάη. «Όταν έγινε ο Μάης το ’68, κλείσανε τα πάντα. Έφυγα την ημέρα της μεγάλης αντιδιαδήλωσης του Ντε Γκώλ. Εμείς σιτιζόμασταν στο φοιτητικό με ένα φράγκο, αλλά με τα γεγονότα είχε κλείσει κι αυτό.
Είχε παραλύσει όλη η πόλη! Δεν ξέραμε πια τι να κάνουμε εκεί πέρα. Κι έφυγα με την Άσπα με οτοστόπ πάλι, οπότε και ξαναπήρα το φορτηγό στη ζωή μου. Κατευθυνθήκαμε στο Μιλάνο, όπου έμενε η αδελφή της ως να δούμε τι θα κάνουμε. Και φτάσαμε εκεί πέρα, αλλάζοντας συνεχώς αυτοκίνητα, διότι η Άσπα παρακαλούσε συχνά για στάση ώστε να κάνει εμετό – ήταν έγκυος και δεν το ξέραμε!
… Ξαναγυρίζω πίσω στο Παρίσι και τον Τσαρούχη που ερχόταν στο Saint-Claude. Οι δικοί μας, λοιπόν, μαζευτήκανε μαζί με άλλους και κατέλαβαν τη Beaux-Arts. Οι άλλες μειονότητες που συμμετείχαν στην κατάληψη, όπως οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι, έφερναν και καμιά διασημότητα που είχε μετοικήσει στο Παρίσι. Οι Έλληνες, λοιπόν, πήρανε τον Τσαρούχη στην Καλών Τεχνών. Λέει ο κυρ-Γιάννης (αφηγείται ψευδίζοντας, όπως ο Τσαρούχης):
– Και τώ(γ)α εσείς θα μένετε εδώ συνέχεια;
- (με γροθιά ανασηκωμένη υποδυόμενος τους εξεγερμένους) Ναι, εδώ θα μείνουμε!
- Και δε θα φύγετε ποτέ;
- Όχι, κανείς δε θα μας πάρει από εδώ!
- Και σε όλη σας τη ζωή εδώ θα…;
- Ναι, άμα χρειαστεί!
- Μα εδώ οι μεγαλύτε(γ)οι ζωγάφοι δε βλέπαν την ώ(γ)α για να σηκωθούν να φύγουν κι εσείς θέλετε να μείνετε!… για πάντα;
Ανάμεσα στις μορφές που κατέβασαν τους φοιτητές στους δρόμους, εκείνος που κολακεύτηκε ίσως περισσότερο από όλους με το να πιστεύει ότι κινεί τα νήματα, πρέπει να ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Τον συγγραφέα που ενέπνευσε το περιστέρι της ειρήνης στον Πικάσο, άκουσε ο Ελίας Κανέττι να μιλάει σε φοιτητική συγκέντρωση στο προαύλιο της Σορβόννης και σκέφτηκε πως «ελάχιστοι συγγραφείς θα μπορούσαν να ασκήσουν τέτοια εκπληκτική γοητεία στους φοιτητές».
Οι φοιτητές στους δρόμους του Παρισιού το '68
Τι ήταν όμως ο ηλικιωμένος Σαρτρ για ένα πλήθος εικοσάρηδων φοιτητών, που οι περισσότεροι μάλλον δεν είχαν καν διαβάσει; Ο ίδιος ομολόγησε σε συγκέντρωση της άκρας Αριστεράς, την οποία και προτιμούσε ως ακροατήριο (οι Μαοϊστές τον έκαναν διευθυντή σύνταξης στο περιοδικό La cause du Peuple):
«Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσα να κάνω για σας – αλλά στα 63 μου, το περισσότερο που μπορώ είναι να ευχηθώ να μου δοθεί αρκετός χρόνος για να δω την επανάσταση…». Μπορούμε να τον φανταστούμε με το δερμάτινο σακάκι (πιο φθαρμένο από του Γιάνη Βαρουφάκη), έχοντας στο πλευρό του το νεαρό Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ να χαιρετίζει με τη γροθιά υψωμένη κάθε Αριστερό δικτάτορα, από τους Στάλιν, Μάο και Τίτο, ως τους Κάστρο και Χο Τσι Μινχ, απογειώνοντας τα πλήθη.
Λίγο νεότερός του ο Τσαρούχης ήταν το Γαλλικό Μάη 58 χρόνων. Η απολαυστική περιγραφή του Σαββόπουλου δεν επιδέχεται παρερμηνείες. Το πάθος του ενθουσιώδους πλήθους των Ελλήνων φοιτητών που νιώθει ενθαρρυμένο, ακόμη και καθαγιασμένο, από τη φήμη και την παρουσία του καταξιωμένου δημιουργού, πρέπει να πάγωσε μπροστά στο απορημένο πρόσωπο του Τσαρούχη.
Η σκηνή προκάλεσε και στον ίδιο βαθιά εντύπωση και τη διανθίζει με εικόνες στο βιβλίο του «Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». Να πώς θυμάται ο Τσαρούχης τη συνάντηση με τους φοιτητές:
«Ο Μάης ζητούσε. Οι επαναστάσεις γίνονται απ’ αυτούς που δίνουν. Έτυχε να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών γυρεύοντας ένα τελάρο που είχα δανείσει σε κάποιον. Με πήραν για αστυνομικό! Ένας Έλληνας που με ήξερε, τους εξήγησε πως ήμουν ακίνδυνος! Έπιασα συζήτηση μαζί τους. Ήταν περήφανοι που κατέλαβαν τη σχολή τους. Στο τέλος αρχίσαμε να μιλάμε. Τους είπα πως «ό,τι καλύτερο είχε η γαλλική ζωγραφική, απέφυγε αυτή τη σχολή!
Διαδηλώσεις στο Παρίσι για την ελληνική Δικτατορία (φωτ.: Σίμος Τσαπνίδης)
Ο Ματίς, ο Ρουώ, όλοι αυτοί πέρασαν για μια βδομάδα μόνο από δω και σεις θέλετε να την καταλάβετε για πάντα. Πρέπει να την εγκαταλείψετε και να μην ξαναγυρίσετε. Όποιος καταλαμβάνει μια σχολή είναι πιο πιθανό να γίνει αρτηριοσκληρωτικός καθηγητής παρά ένας ανανεωτής.
Υπήρχαν δυο γραμμόφωνα. Το ένα έπαιζε Ξενάκη και το άλλο Σοπέν... Μια φασαρία χωρίς προηγούμενο, πολλά τσιγάρα, σηκώθηκα κι έφυγα. Κατάλαβα ότι με το να κολλάς χαρτιά και να γράφεις συνθήματα με λαδομπογιά δεν αλλάζουν οι καταστάσεις. Πρέπει ν’ αλλάξουν τα μυαλά και οι προκαταλήψεις».
Ο Τσαρούχης δεν χαρίστηκε στους φοιτητές, δεν υπήρξε ο «δικός» τους Σαρτρ. Μιλώντας, όμως, για τη μοίρα της Σχολής με το πηγαίο και διαβρωτικό χιούμορ του, δείχνεται βαθιά πολιτικός καθώς λέει: «όποιος καταλαμβάνει μια σχολή είναι πιο πιθανό να γίνει αρτηριοσκληρωτικός καθηγητής παρά ένας ανανεωτής». Εκεί, δείχνει με αστραφτερή σαφήνεια την πορεία μετατροπής της επανάστασης σε δόγμα, τη μετάβαση από τη διόρθωση του κακού στον ολοκληρωτισμό.
Τι έχει μείνει, λοιπόν, από εκείνες τις μέρες; «Απ΄ το γαλλικό Μάη και από εκείνα τα κινήματα γενικώς του ’60… πολιτικά απέτυχε», θα πει ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Όλες εκείνες οι κινήσεις απέτυχαν πολιτικά. Πολιτιστικά όμως άφησαν μεγάλο καρπό. Όλα αυτά που ονομάζουμε ανθρώπινα δικαιώματα, η ισότητα των φύλων, οι μειονότητες κι όλες οι μεγάλες φυσιογνωμίες εκείνων των κινημάτων έμειναν σαν σύμβολα. Ο Τσε δεν έκανε αυτό που ήθελε να κάνει… έφυγε από την Κούβα! Τα νερά της φουσκοθαλασσιάς τραβήχτηκαν, αλλά το σημάδι στο βράχο που φτάσανε αυτά τα νερά, υπάρχει εσαεί∙ είναι εκεί το σημάδι.
- Εσείς έτσι αισθάνεστε, σπόρος αυτής της γενιάς;
- Εγώ έτσι αισθάνομαι, αλλά νομίζω και ο Αλέκος μαζί, περιέχουμε μια παράδοση μέσα μας∙ μια, νομίζω, ελληνική παράδοση. Έναν τρόπο σκέψης, δηλαδή μια αισθητική, η οποία έχει να κάνει με τον τόπο μας. Πιστεύουμε, νομίζω, στο συγκεκριμένο. Και μάλιστα, θεοποιούμε το συγκεκριμένο. Και αισθανόμαστε, επειδή είμαστε Έλληνες, ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον: να ιεροποιείς το συγκεκριμένο, ενώ το θεϊκό πρέπει να εξανθρωπίζεται».
Αίθουσα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο της Λυόν κατά τη διάρκεια της φοιτητικής εξέγερσης, Μάης του 1968
Εδώ, νομίζω, ο Διονύσης Σαββόπουλος συνάντησε τον Γιάννη Τσαρούχη και οι φωνές τους συντονίστηκαν, πέρα από τη διαφορά του χρόνου. Όσα ακολούθησαν μετά τη συνάντησή μας – πανδημία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία – δείχνουν μια συμπυκνωμένη ιστορικά εποχή που εγκυμονεί κάτι καινούργιο.
Ο Γαλλικός Μάης στο μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να μοιάζει αρχαιολογία. Κι ερώτημα είναι πώς θα ακούγεται ο λόγος του Τσαρούχη, όταν μιλούσε για την αλήθεια της επανάστασης στο κείμενο με τους φοιτητές:
«Αν τα σχολεία είναι κακά, πρέπει να μην πηγαίνουμε σ’ αυτά και να σκεφτόμαστε διαφορετικά απ’ αυτά. Αν μέσα σου γίνει μια αληθινή επανάσταση, μιλώντας σε δύο μόνο φοιτητές στο πεζοδρόμιο, έξω απ’ τη σχολή, μπορεί ν’ αλλάξεις την όψη του κόσμου για πολλούς αιώνες».
Κεντρική φωτογραφία: Ο Γιάννης Τσαρούχης στο προάστιο του Παρισιού Villeneuve des Sablons, όπου ζωγράφιζε από το 1967 έως το 1982 (φωτ. Γιώργος Τουρκοβασίλης).