«Τι γίνεται με τις αρκούδες;» ρωτά ο Ιρανός σκηνοθέτης Τζαφάρ Παναχί (γενν. 1960). «Δεν υπάρχουν αρκούδες. Ανοησίες. Οι ιστορίες πλάθονται για να μας φοβίζουν» του απαντά ο συνομιλητής του. Προηγουμένως, ένας άλλος κάτοικος ενός χωριού, στα σύνορα του Ιράν με όμορη χώρα, είχε υποδείξει στον Παναχί να μην πλησιάσει το δρόμο πλησίον των συνόρων, γιατί σε εκείνον το δρόμο υπάρχουν αρκούδες και είναι επικίνδυνα. Ο κάτοικος εκείνος είχε ηγετικό ρόλο στο χωριό, οι δε αρκούδες-ιστορίες φόβου θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως προκαταλήψεις, πόσω μάλλον στην κοινωνία του Ιράν και στην προκειμένη ταινία, στην οποία εκτυλίσσονται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες, με κυρίαρχα τα συναισθήματα του φόβου λόγω του καθεστώτος και της οποιασδήποτε μη ελευθερίας που θέτει στους πρωταγωνιστές το δίλημμα της παραμονής ή της μη φυγής, η οποία επίσης συνεπάγεται μία άλλη φυλακή.
Η ταινία φέρει τον τίτλο «Αρκούδες δεν υπάρχουν» δείχνοντάς μας ακριβώς ότι οι προκαταλήψεις είναι δημιουργήματα συγκεκριμένου σκεπτικού ανθρώπων, ώστε να φοβίζουν άλλους ανθρώπους, να δεσμεύουν τη ζωή τους ενίοτε και να καθορίζουν πότε θα της κόψουν το νήμα. Η οπτική αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Παναχί λόγω της σύγκρουσής του με το ιρανικό καθεστώς βρίσκεται την παρούσα χρονική περίοδο φυλακισμένος στο Ιράν –και έτσι δεν παρευρέθηκε στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου και προβλήθηκε (4/11) σε πανελλήνια πρώτη η συγκεκριμένη ταινία. Και παρότι ο ίδιος στο στόχαστρο του καθεστώτος, έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία, ως πράξη αντίστασης που εμπεριέχει ανησυχίες πρωτίστως για την απουσία ατομικών ελευθεριών.
Τα εξ ημισίας γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Τουρκία με τις εξ αποστάσεως σκηνοθετικές οδηγίες του Παναχί, ο οποίος τα τελευταία χρόνια βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό ανά διαστήματα, του έχει απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα και αντιμετωπίζει διάφορα εμπόδια γυρίζοντας συχνά ταινίες στο περιβάλλον του σπιτιού του. Έτσι και η μία εκ των δύο ιστοριών της ταινίας εκτυλίσσεται στο μέρος όπου διέμεινε προσωρινά, με τον ίδιο να παρατηρεί εξονυχιστικά και να εκφέρεται λακωνικά για όσα βλέπει και ακούει.
Άνδρες της κοινωνίας του ζητούν να τους παραχωρήσει φωτογραφία που έχει απαθανατίσει την αγκαλιά δύο «παράνομων» εραστών, καθότι στη συγκεκριμένη γυναίκα «ορίστηκε τη στιγμή που της έκοψαν τον ομφάλιο λώρο ποιον άνδρα θα παντρευτεί». Η απόδειξη ζητείται για την τιμωρία των εραστών, μόνο που ο Παναχί αρνείται την κατοχή τέτοιας φωτογραφίας και του ζητούν να ορκιστεί· δίνει το δικό του όρκο καταγράφοντας με την κάμερά του τη στιγμή κατά την οποία ενώπιον των ανδρών καταδικάζει πρακτικές της κοινωνίας. Και εκείνη τη στιγμή, «ο άνδρας στον οποίο έχει οριστεί να νυμφευτεί εκείνη την γυναίκα», εξαγριώνεται και ζητά να σταματήσει η καταγραφή. Στο πρόσωπό του βλέπουμε το καθεστώς, το οποίο προσπάθησε να φιμώσει τον Παναχί.
Στην παράλληλη ιστορία πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι που ζει σε ένα χωριό κοντά στα πορώδη σύνορα μεταξύ Ιράν και Αζερμπαϊτζάν, και προσπαθεί να φύγει για το Παρίσι με κλεμμένα διαβατήρια, ενώ τους ακολουθεί ένα κινηματογραφικό συνεργείο βάσει των σκηνοθετικών οδηγιών του Παναχί που δίνονται μέσω βιντεοκλήσης.
Το τέλος των ιστοριών έχει κοινή κατάληξη. Το ζευγάρι που προσπαθεί να γλιτώσει από το συνοικέσιο και τα κουτσομπολιά του χωριού αποφασίζει να περάσει τα σύνορα αλλά δεν τα καταφέρνει –τους βρίσκουν νεκρούς, μέσα στα αίματα. Σπαραγμός επικρατεί και για το ζευγάρι της παράλληλης ιστορίας: η γυναίκα μπορεί να διαφύγει με κλεμμένο διαβατήριο αλλά εκείνο που έδωσε λαθρέμπορος στον σύντροφό της είναι πλαστό. Οπότε εκείνος δεν μπορεί να διαφύγει, εκείνη αυτοκτονεί –κάτι που είχε αποπειραθεί και στο παρελθόν.
Η δύναμη των προκαταλήψεων και οι μηχανισμοί της εξουσίας δολοφονούν τους πολίτες της χώρας, η δε ελευθερία που έχει αναιρεθεί είναι εκείνη την οποία προσπαθεί να υπερασπιστεί ο Παναχί μέσα από την προσωπική του «φωνή», τις ταινίες του. Και παρότι στις «Αρκούδες δεν υπάρχουν» δεν ήταν φυσική παρουσία στα γυρίσματα, έδινε το στίγμα του στα γυρίσματα με τη συμμετοχή του μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, όπως το WhatsApp, όπως ανέφερε μετά το πέρας της προβολής της ταινίας η Ιρανή ηθοποιός και πρωταγωνίστρια της ταινίας, Μίνα Καβανί, η οποία ζει αυτοεξόριστη στο Παρίσι.
«Η τελευταία σκηνή δείχνει το αδιέξοδο που έχουν νέες και νέοι στο Ιράν. Θέλουν και πρέπει να φύγουν για να ζητήσουν έστω και φαντασιακά να έχουν μια ευκαιρία, μια νέα ζωή, μια νέα πραγματικότητα. Αλλά, στην πραγματικότητα, φεύγουν από τη μια φυλακή για να μπουν σε μια άλλη, καθώς υπάρχει αδιέξοδο», ανέφερε η Μίνα Καβανί και προσέθεσε ότι κατ’ εκείνη «στην σκηνή κυριαρχεί η αδικία».
Αδικία και οργή είναι δύο μόνο λέξεις για τους μηχανισμούς εξουσίας στο Ιράν όπως και τις πρακτικές εκπροσώπων της εξουσίας (λ.χ. αστυνομία ηθών) με αντίλογο τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας μετά το θάνατο της Μαχσά Αμινί.
Μία μικρή αφίσα με το πρόσωπό της παρουσιάστηκε στο τέλος μιας παρέμβασης γυναικών ακτιβιστριών, στη σκηνή του «Ολύμπιον», λίγα λεπτά προτού προβληθούν οι «Αρκούδες δεν υπάρχουν». Προηγουμένως, μία γυναίκα εκφωνούσε λόγο για την παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών, δίπλα της δύο γυναίκες κρατούσαν πανό που ανέγραφε: «Woman, Life, Freedom». Μία ακόμη αφορμή να δούμε όσα συμβαίνουν στις γυναίκες στο Ιράν, καθότι οι πρακτικές της εξουσίας «εγγράφονται» στα σώματά τους. Κάτι στο οποίο επικεντρώνεται και η ματιά του Παναχί, υπενθυμίζοντάς μας ότι για τους κατοίκους κάποιων χωρών η πατρίδα είναι συνώνυμη της φυλακής και οι μηχανισμοί εξουσίας ως οι χειροπέδες και οι αλυσίδες με τις οποίες προσπαθούν να τους φιμώσουν.
Κεντρική φωτογραφία: Στιγμιότυπο από την ταινία «Αρκούδες δεν υπάρχουν». Πηγή: Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης / Thessaloniki International Film Festival