Το πρώτο εργαστήριο που επισκέφθηκα ήταν του Κώστα Σπυριούνη. Θυμάμαι ακόμη την πυκνή ατμόσφαιρα που τύλιγε τα έργα του με τα νεοκλασικά σπίτια, μάρτυρες της θητείας του ζωγράφου στον Γιάννη Τσαρούχη. Τα αρχοντικά αυτά, βγαλμένα στον χώρο μεμονωμένα, κρατούσαν την χειρονομία του δασκάλου του στο ξάπλωμα του χρώματος, σαν το ραδινό χρώμα του Πειραιά να είχε γίνει χωμάτινο.
Με κανέναν τρόπο, όμως, δεν εντάσσονταν στον ιστό της πόλης. Καθώς ορθώνονταν μνημειακά, έρημα από ζωή, τα σπίτια αυτά προσλάμβαναν μια υπόσταση άχρονη, όπου το μόνο στοιχείο που τα συνέδεε με τον επίγειο κόσμο φαινόταν να είναι τα καλώδια και οι πυλώνες.
Με το ίδιο αίσθημα ο Σπυριούνης επεκτείνει σήμερα την «ενδοχώρα» του σε τοπία θαλασσινά που αναπολούν τους κολυμβητές του θέρους. Τα τοπία αυτά αποκόπτονται από το μεσογειακό κλίμα, δεν έχουν το πλούσιο, κορεσμένο από τις ηδονικές όψεις του ελληνικού καλοκαιριού χρώμα, όπου το βλέμμα μας είναι συνηθισμένο.
Αντιθέτως, διατηρούν σαν φωτογραφικά αρνητικά της μακρινής τους παρουσίας, τα υπολείμματα μιας ανάμνησης. Ο εικαστικός κόσμος του ζωγράφου στήνει τη σκηνογραφία ενός αιώνιου καλοκαιριού, όπου οι λουόμενοι άφησαν το ίχνος τους και περιήλθαν στην κατάσταση του φάσματος.
«Πάντα ήθελα να ζωγραφίσω το καλοκαίρι του τόπου μας, τα καταγάλανα νερά, τα γυαλιστερά βότσαλα, την άμμο, τα πεύκα και τις σκιές τους… αλλά η νοσταλγία για όλα αυτά, με οδήγησε να ζωγραφίσω, τις τελευταίες μέρες, το τέλος του καλοκαιριού, την αντίστροφη μέτρηση για τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου, τις παραλίες που ερημώνουν από κολυμβητές, τα παραθαλάσσια τοπία… πόσο γρήγορα χάνεται το καλοκαίρι!» λέει ο ίδιος.
Ο ζωγράφος δουλεύει από παλιά μακρόστενες επιφάνειες, στις οποίες χαίρεται κανείς τη λιτότητα της έκφρασης. Έχουν δοθεί με αληθινή ζωγραφική ευαισθησία, χωρίς καμία επίδειξη συμβατικής μαεστρίας. Με το γυμνασμένο και στοχαστικό του μάτι, ο Σπυριούνης δεν αφήνεται στην περιγραφή της ανάμνησης του τοπίου, αλλά μας δίνει μια μουσική φράση, έναν αντίλαλο που κάνει αυτούς τους μικρούς, σφιχτούς πίνακες προσωπικά οράματα με αλήθεια.
Το χρώμα του κινείται στις χαμηλές κλίμακες ενός γκρίζου που απορρίπτει κάθε αναγωγή στις τυπικές λύσεις του παρελθόντος. Το επισημαίνουμε γιατί η συγκρατημένη παλέτα του Σπυριούνη φαίνεται πως προσθέτει και μια σελίδα στο θαλασσινό τοπίο, θέμα αγαπημένο και με παράδοση στην ελληνική ζωγραφική σκηνή.
«Καί τό θέρος ἤδη παρῆλθεν…» στην γκαλερί Σκουφά, Σκουφά 4 στο Κολωνάκι. Έως 11 Φεβρουαρίου.