Η (ορειχάλκινη) γυναικεία φιγούρα στο Μνημείο Γενοκτονίας Ποντιακού Ελληνισμού (πλατεία Αγ. Σοφίας, Θεσσαλονίκη) που απαθανατίζεται στην παραπάνω φωτογραφία, δεν κοιτάζει το θεατή κατάματα – το βλέμμα της είναι στραμμένο προς το έδαφος και η τοποθέτηση του αριστερού της χεριού στο κεφάλι της υποδηλώνει έκφραση πόνου και συνάμα απελπισίας. Είναι καθισμένη, σαν να ετοιμάζεται όμως να σηκωθεί ή μόλις είχε καθίσει. Το δεξί της χέρι κρατά έναν μπόγο – σύμβολο των ξεριζωμένων, γεμάτο με όσα αντικείμενα και αναμνήσεις τοποθέτησε ένα ζευγάρι χεριών σε μια στιγμή άτακτης φυγής.
Το κοινό μπορεί να παρατηρήσει το βλέμμα της αν σταθεί κάτω από αυτό, και ευθύς, ο αμφιβληστροειδής του θα στραφεί στην παράσταση στο ορειχάλκινο τμήμα της βάσης του γλυπτού, δημιουργία της Ελισάβετ Βάλβη. Εξίσου δραματική κι η ιστορία που ξετυλίγεται στην παράσταση: μία γυναίκα θρηνεί τον νεκρό δίπλα της, μία άλλη γυναίκα που εγκαταλείπει την πατρίδα κρατώντας το παιδί από το χέρι και τρέχοντας να σωθεί. Στο μεταξύ, η επιγραφή «Των μαρτύρων, των ηρώων, των αγωνιστών του Πόντου Αιωνία η μνήμη», στην άλλη πλευρά του γλυπτού, ορίζει το πλαίσιο, το λόγο δημιουργίας και τοποθέτησης του Μνημείου Γενοκτονίας Ποντιακού Ελληνισμού στην πλατεία Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη.
«Το υπαίθριο γλυπτό, ανήκει σε όλους και προσβλέπει στη γενική αποδοχή. […] Τοποθετείται στο χώρο, που γίνεται το άμεσο περιβάλλον του, και τελικά αντιμετωπίζει τον θεατή, καλείται να τραβήξει την προσοχή του, να ''συνομιλήσει'' μαζί του και να κριθεί στην αισθητική του», σημειώνει η Ζέτα Αντωνοπούλου για τη δημόσια γλυπτική και τα μνημεία, στην εισαγωγή του βιβλίου της «Τα γλυπτά της Αθήνας. Υπαίθρια γλυπτική 1834-2004» (εκδ. «Ποταμός», 2003).
Ο σκοπός της δημόσιας γλυπτικής και των μνημείων δεν δέχεται χωρικών περιορισμών. Το κοινό που περιδιαβαίνει την πλατεία Αγίας Σοφίας στέκεται και συνομιλεί με τη γυναικεία φιγούρα, η οποία θα μπορούσε να συμβολίζει τη μητέρα ή και την πατρίδα.
Πηγή φωτ.: Eurokinissi/ Ραφάηλ Γεωργιάδης
Η αναφορά στο Μνημείο Γενοκτονίας Ποντιακού Ελληνισμού γίνεται με αφορμή τη σημερινή (19 Μαΐου) 105η «μαύρη» επέτειο από τη γενοκτονία των Ελλήνων των Πόντου. Η ημερομηνία είναι κομβική, καθώς στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, κατ’ άλλους ιστορικούς ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε τους 350.000.
Όπως ήδη γνωρίζουμε, η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται στις σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923 και που, σύμφωνα με την εθνική θέση, αποτελούν γενοκτονία η οποία θα πρέπει να αναγνωριστεί διεθνώς αλλά και από την ίδια την Τουρκία.
Ποικίλες είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τις πράξεις των Νεότουρκων: η εκτόπιση, η εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο, οι εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις.
Τη γενοκτονία η Βουλή των Ελλήνων την αναγνώρισε το 1994, οπότε και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου έχει επίσης οριστεί και αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS), ενώ έχει τύχει αναγνώρισης και από μερικές διεθνείς οργανώσεις και φορείς, όπως οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες Φοιτητές. Στη Γενοκτονία αναφέρονται και ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ.
Με τη σειρά τους, τα κατά τόπους μνημεία και δημόσια γλυπτά συμβάλλουν ώστε το γεγονός να μη λησμονηθεί. Εν προκειμένω, στο Μνημείο Γενοκτονίας Ποντιακού Ελληνισμού στην πλατεία Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη, κατατίθενται κάθε χρόνο (στις 19/5) στεφάνια από τους εκπροσώπους των κυβερνητικών και τοπικών Αρχών, εκπροσώπους των ομοσπονδιών, συλλόγων και φορέων Ποντίων και παλιννοστούντων, καθώς και εκπροσώπους νομικών προσώπων που επιθυμούν να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις μνήμης.
Πηγή φωτ.: Eurokinissi/ Ραφάηλ Γεωργιάδης
Αναφορικά με την πόλη όπου βρίσκεται το εν λόγω μνημείο, τη Θεσσαλονίκη, υπενθυμίζουμε ότι εκεί είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός Ελλήνων προσφύγων του Πόντου (Μαύρη Θάλασσα).
«Σήμαντρα Θητείας – Γλώσσες Μαθητείας»
Ο ξεριζωμός γίνεται γνωστός και μέσω της διήγησης, ένα τέτοιο συλλογικό τραύμα είναι πρωτίστως ατομικό και με τα κατάλληλα μέσα μετουσιώνεται. Οι διηγήσεις γίνονται εικόνες, όπως έπραξε ο Πόντιος στην καταγωγή γλύπτης, Παναγιώτης Τανιμανίδης, δημιουργώντας έργα που αυτή την περίοδο εκτίθενται υπό το γενικό τίτλο «Σήμαντρα Θητείας – Γλώσσες Μαθητείας», στο Πολιτιστικό Κέντρο Αλίμου (Λεωφ. Ιωνίας 96, Άλιμος).
«Πάντα θυμόμουν τα λόγια του πατέρα μου για τις πρώτες ώρες του ξεριζωμού: "ενα κύμα μας πήρε και μας πέταξε απ' τον Πόντο στον Πειραιά και μόλις φθάσαμε άρπαξ' η μάνα μας δύο ξέσκεπα βαρέλια, ένα από μούστο κι ένα από παστές σαρδέλες, και μας έχωσε μέσα να βγάλουμε τη νύχτα, που κράτησε κοντά μια βδομάδα, και γλείφαμε τον ξεραμένο μούστο και το αλάτι για να χορτάσουμε ...". Αυτές οι δύο εικόνες ήταν η αφορμή για να ακουμπήσω με την εικαστική μου γλώσσα αυτό το πέρασμα ανάμεσα σε δύο πατρίδες "συμπληγάδες" και να γονατίσω στον "χορό" και στον "χώρο" αυτής της διαδρομής. Τα "σήμαντρα θητείας" είναι οι εσωτερικές φωνές μας που κάποια στιγμή εκπαραθυρώνονται, γίνονται όρκος, σκοπός, πατρίδα», όπως είχε σημειώσει ο Παναγιώτης Τανιμανίδης κατά τα εγκαίνια της έκθεσης την οποία επιμελείται ο Μάνος Στεφανίδης.
Κεντρική φωτ.: Λήψη του Μνημείου Γενοκτονίας Ποντιακού Ελληνισμού στην πλατεία Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη. Πηγή φωτ.: Eurokinissi/ Ραφάηλ Γεωργιάδης