Της Αννίτας Αποστολάκη
Η ανακοίνωση ότι το Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με το Σπίτι της Κύπρου, θα παρουσιάσουν την έκθεση, Μαρία Λοϊζίδου, deshabille, σε επιμέλεια του Yves Sabourin, στο Κέντρο διατήρησης παραδοσιακών τεχνικών και κλωστοϋφαντουργίας ΜΕΝΤΗΣ ήρθε ως κάτι πολύ φυσιολογικό για όσους γνωρίζουν το έργο της Λοϊζίδου. Όπως μας είπε και η ίδια, ήταν κάτι που ονειρευόταν εδώ και πολύ καιρό. Άλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της καλλιτεχνικής πρακτικής της Μαρίας Λοϊζίδου είναι η ύφανση, τόσο γλυπτών ή μερών των γλυπτών της όσο και ιστοριών.
Ο παλιός βιοτεχνικός χώρος της νηματουργίας ΜΕΝΤΗΣ, λοιπόν, ο οποίος έχει δωριστεί στο Μουσείο Μπενάκη, είναι υπό μία έννοια ένα φυσικό περιβάλλον για τη Λοϊζίδου. Γι' αυτό, τα έργα που έχει εγκαταστήσει σε αυτόν είναι απολύτως ενταγμένα στο χώρο και έχουν προκύψει οργανικά από την τριβή της καλλιτέχνιδος και του επιμελητή με το χώρο και τα υλικά του. Έτσι, η επιμελητική πρόταση deshabille (μτφ. άντυτο, ανεπεξέργαστο) επικεντρώνεται στην κατανόηση του χώρου και του φορτίου του, μιας βιοτεχνίας passementerie σε δράση, μέσω κοινών πρακτικών.
Μια τέτοια ήταν και η επαναλειτουργία της βιοτεχνίας Μέντη από το Μουσείο Μπενάκη ως Κέντρο Διατήρησης Παραδοσιακών Τεχνικών και Κλωστοϋφαντουργίας, που προέκυψε μέσα από την ανάγκη για την ανάδυση και ανάδειξη χώρων σε συνθήκες κρίσης. Για τους συντελεστές της έκθεσης, ο χώρος αυτός δεν επιδιώκει την ανάπλαση μιας παλιάς ταυτότητας, αλλά τη διάνοιξη μιας κοινωνικής συζήτησης και νέων προοπτικών τόσο για το αντικείμενο όσο και για τις παραδοσιακές χειρωνακτικές πρακτικές με τις οποίες αυτό είναι συνδεδεμένο. “Παραδοσιακές, όχι φολκλόρ”, όπως επεσήμανε ο επιμελητής της έκθεσης Yves Sabourin, ο οποίος ειδικεύεται στη σχέση της σύγχρονης τέχνης με το ύφασμα, την υφαντική, το κέντημα, τη ραπτική και την tapisserie. Ο Sabourin πιστεύει ότι η παράδοση δεν είναι κάτι παλιό και ξεπερασμένο, αλλά κάτι που ζει στο παρόν, καθώς έχει παρεισφρήσει στον τρόπο ζωής μας και είναι άμεσα συνδεδεμένο με καθημερινές πρακτικές μας.
Το νόημα του τόπου της έκθεσης, μέσα από το νέο του επαναπροσδιορισμό, είναι αυτό που συγκρατεί τις δομές που επιτρέπουν ένα άλλο συμβάν. Όπως, για παράδειγμα, η ασφυκτική συνθήκη που η τρέσα εξυπηρετούσε σε πολλές περιπτώσεις, για να προσθέσει κύρος σε μια εξουσιαστική επιβολή, δεν περιόρισε κάθε είδους ποιητική παραγωγή. Την ποιητική αυτή φροντίδα στην παραγωγή, η οποία είναι ίδια με την παραγωγή ενός έργου τέχνης, προσπαθεί να διασφαλίσει η πρόταση deshabille, για να δημιουργήσει μια ανοικτή συνθήκη για ένα δημιουργικό διάλογο για τη χρήση του χώρου, του υλικού και του μέσου στο μέλλον.
Ο επιμελητής, μαζί με την εικαστικό, εργάστηκαν ως φροντιστές στο χώρο, τοποθετώντας τα έργα με τέτοιο τρόπο ώστε αναδεικνύουν τις λειτουργίες του, στέκοντας ως εργαλεία κατανόησης της δομής της χειρωνακτικής εργασίας. Τοποθετημένες στο χώρο αβίαστα, σαν προέκταση του υφιστάμενου υλικού, οι νέες εγκαταστάσεις της Μαρίας Λοϊζίδου, επιχειρούν κυρίως να λειτουργήσουν ως εργαλεία στήριξης και προβολής μιας ενέργειας που συσσωρεύθηκε στο χώρο για 144 χρόνια. Με τη διευκόλυνση του θεατή να παρατηρήσει τα συσσωρευμένα στρώματα παραγωγής passementerie της βιοτεχνίας Μέντη, επιχειρούν να προβάλλουν την υλικότητα του αντικειμένου σαν έργο ζωής που ενώνει τους ανθρώπους, μέσα από ένα σύστημα παραγωγής αφήγησης για όσα ξέχασαν, αλλά και για αυτά που έρχονται.
Μαζί με τα έργα που αξιοποιούν άμεσα τα υλικά του χώρου του Μέντη, όπως μία λευκή τρέσα που αναφύεται από τα μηχανήματα και παραπέμπει σε καλωδιωμένη κεραία που μας συνδέει με γνώριμα ακούσματα και παράγει τα ενδεχόμενα νέων προοπτικών, ο επισκέπτης ανακαλύπτει και ένα χειροποίητο βιβλίο που παίρνει τη φόρμα του cahier francais. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα προσωπικό αλφάβητο, ένα άλλο abecedaire, όπως αυτά που στοιβάζονται στον χώρο του Μέντη και βρίσκεται προφυλαγμένο σε μια προθήκη ως ένα βιβλίο συγγραφής των υποχρεώσεων μιας καθημερινότητας σε αμφισβήτηση.
Παράλληλα, ο χώρος ενεργοποιείται από μια ηχητική εγκατάσταση, που αποτελείται από αφηγήσεις για ήπιες μορφές βίας, που η Λοϊζίδου συγκεντρώνει από ανθρώπους από το 2012 μέσω κοινωνικού δικτύου. Οι αφηγήσεις αυτές έχουν μεταφραστεί και ακούγονται και στα αγγλικά, για να είναι κατανοητές και από διεθνείς επισκέπτες -πρόκειται,άλλωστε, για ιστορίες που δεν έχουν γεωγραφικούς περιορισμούς. Ο έντονος ήχος των μηχανών της βιοτεχνίας σε λειτουργία που τις συνοδεύει,σχεδόν υπερκαλύποντάς τις, θυμίζει τους έντονους ρυθμούς και ήχους της πόλης, παρασύροντας σε σκέψεις για το πόσο αξεδιάλυτο κομμάτι της καθημερινής ζωής αποτελούν αυτές οι ιστορίες, -αν και αθέατες-, αλλά και πόσο ανακουφιστικό είναι να έρχονται στο φως και να ξεϋφαίνονται, δίνοντας έτσι χώρο και υλικό για τη δημιουργία κάτι νέου.
Διάρκεια έκθεσης: 31 Μαρτίου – 29 Ιουλίου 2017