Το πρόβλημα είναι ότι σκαλώνουμε στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Είτε βιωματικά μέσα στην καθημερινότητα, είτε με εμπεριστατωμένες μελέτες συμφωνούμε στη διάγνωση. Ότι στην ελληνική αγορά έχουμε μη δικαιολογημένες, με βάσει τα εισοδήματα των πολιτών και την αγοραστική τους δύναμη, τιμές σε τυποποιημένα και λοιπά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης. Συνήθως ακολουθεί αμηχανία. Διαχρονική κατάσταση. Σαν να ξέρουν, οι γνωρίζοντες τι πρέπει να κάνουν, αλλά επειδή δεν μπορούν ή ενδεχομένως δεν θέλουν, οι «δομές» της αγοράς μένουν ως έχουν! Μέχρι την επόμενη έκθεση…
Διαπιστώνεται με μια ακόμη νέα έκθεση, της Τράπεζας της Ελλάδος, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε στην «Κ», ότι στη χώρα μας οι τιμές στα τυποποιημένα προϊόντα κυμαίνονται πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 110%. Μαθαίνουμε ότι σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία κι η Πορτογαλία γίνεται κατορθωτό να πωλούνται τα προϊόντα αυτά κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Την ίδια «μοίρα» της ακρίβειας με την Ελλάδα μοιράζονται η Ιρλανδία, η Αυστρία και το Βέλγιο, που…αριστεύει με ποσοστό 118% πάνω από τον μέσο όρο. Εμείς, στο βάθρο της 2ης θέσης…
Οι μελετητές της ΤτΕ, Α. Καρακίτσιος, Θ. Κοσμά, Δ. Μαλλιαρόπουλος, Γ. Παπαδόπουλος, Π. Πέτρουλας εκτιμούν πως εάν εξομοιωνόταν η δομή της ελληνικής αγοράς αλλά κι οι καταναλωτικές συμπεριφορές των πολιτών, με τα αντίστοιχα δεδομένα της Ευρωζώνης, θα απέφερε μείωση 17 ποσοστιαίων μονάδων κατά μέσο όρο στη διαφορά των τιμών.
Συμπεραίνουν οι συγγραφείς πως «υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης, με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς της λιανικής πώλησης και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα έχουν στόχο να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό»!
Όλα αυτά εξαιρετικά. Άλλη μια επιστημονική εργασία, βασισμένη σε στοιχεία από τα κράτη της Ευρωζώνης καταδεικνύει κάτι που από χρόνια είναι πια βεβαιωμένη κατάσταση. Τα περίφημα «δομικά» προβλήματα της ελληνικής αγοράς. Τα οποία εάν συνδυαστούν με πρακτικές πολυεθνικών εταιρειών σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, πιθανότατα δημιουργούν τις ασφυκτικές συνθήκες στον Έλληνα καταναλωτή.
Το κλασικό ερώτημα που ακολουθεί συνήθως τις παρόμοιες διαπιστωτικές εργασίες είναι «ναι, αλλά τι κάνουμε τώρα»; Κι έχω την αίσθηση ότι εκεί μένουμε. Δεν κάνουμε βήμα παρακάτω, μέχρι να έρθει η επόμενη κρίση που θα φέρει την επόμενη έκθεση. Και δεν θα διαφέρει από την προηγούμενη, χωρία καμία διάθεση να μειώσω την επιστημονική συμβολή σ’ ένα μεγάλο πρόβλημα.
Το πρόβλημα έγκειται στην πολιτική, προφανώς, κι όχι στους μελετητές… Αρμόδιοι κυβερνητικοί που αναλαμβάνουν το δύσκολο, είναι αλήθεια, λόγω σύγκρουσης μεγάλων συμφερόντων πεδίο της αγοράς κι αν ακόμη έχουν τη διάθεση να προχωρήσουν, τελικά μην μπορούν. Αλλιώς, δεν γίνεται, αυτά τα «δομικά» προβλήματα με κάποιον τρόπο θα είχαν βρει μια κάποια βελτίωση.
Αντιλαμβάνομαι και τη δυσχερή θέση των πολιτικών. Πρέπει να εξηγήσουν και πως άραγε να το εξηγήσουν, ότι το συμφέρον της μιας πλευράς κοντράρει με το συμφέρον της άλλης κι όλα μαζί τα συμφέροντα καταλήγουν να εφορμούν στη…τσέπη του καταναλωτή! Η «συμφωνία κυρίων» μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων και της εκάστοτε κυβέρνησης, δεν έχει καταφέρει παρά μόνο να παρουσιάσει κάποιο πρόσκαιρο αποτέλεσμα. Δεν αντιμετωπίζει το «δομικό» πρόβλημα. Προσφέρει μια ανακούφιση της στιγμής και δεν διαταράσσει τις εμπεδωμένες συνήθειες της αγοράς. Για να μην δαιμονοποιούμε τα «μεγάλα» συμφέροντα, η ελληνική αγορά σε όλες τις κλίμακες με αντίστοιχες «δομές» κινείται και με τον ίδιο τρόπο παράγει τα κέρδη της. «Αυτά τραβάει ένας μικρός τόπος, με μια μικρή αγορά» δεν λέμε μεταξύ μας και κοροϊδευόμαστε;…
Κατά τ’ άλλα έχουμε θεσμικά όργανα, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Προσδοκούμε πολλά μέχρι να προσγειωθούμε. Καταλήγουμε συνήθως στην έλλειψη προσωπικού και στην ανάγκη να ενισχυθεί ώστε να αυξήσει την απόδοση της.
Κι ύστερα έρχονται τα όνειρα θερινής νυχτός…