Θα ήταν μια αρχή. Η αρχή μιας προσπάθειας να αποβάλλουμε ως κοινωνία την αντιπάθεια που τρέφουμε για τον άνδρα και τη γυναίκα αστυνομικό. Αντιπάθεια που οδηγεί ακόμη και στην ακραία ψυχολογική συμπεριφορά, της ταύτισης του προσώπου που ασκεί το επάγγελμα του αστυνομικού με την ιδεολογική και συναισθηματικά φορτισμένη απέχθεια προς την Αστυνομία. Βαρειά η αρρώστια, τι να πεις…
Αντιπάθεια πιθανόν για το «φαίνεσθαι», περισσότερο υποκριτική, ώστε να συμβαδίζει με την παρωχημένη τάση που ήθελε την Αστυνομία μακρύ χέρι ενός αυταρχικού, καταπιεστικού, ανελεύθερου κράτους. Στερεότυπο της ιδεοληπτικής Αριστεράς που δεν ανταποκρίνεται προφανώς στα σημερινά δεδομένα.
Μπόλιασε όμως, δεκαετίες τώρα, το μυαλό πολλών ανθρώπων που τους γέμισε με δηλητηριώδη «φίδια»…
Έκφραση «ευσεβών πόθων» πιθανότατα οι σκέψεις αυτές. Θαύματα δεν περιμένω. Θα μπορούσε ενδεχομένως μια μικρή αρχή να γίνει εάν πετούσαμε από την καθομιλουμένη τη λέξη που προσβάλλει κι εμάς τους πολίτες και τους επαγγελματίες αστυνομικούς.
Δεν σημαίνει ότι η κατάργηση της λέξης «μπάτσος» και των… συνοδευτικών αποκρουστικών εκφράσεων, θα σημάνει αυτομάτως την αλλαγή της κριτικής ματιάς στην Αστυνομία, ούτε θα αμβλύνει την απαίτηση για περισσότερη εκπαίδευση του προσωπικού της, ούτε θα φιμώσει την αντίδραση για κάποιες ατομικές συμπεριφορές που υπερβαίνουν τα καθήκοντα της.
Τουλάχιστον όμως θα μείωνε την τεχνητή αποστροφή και τον κοινωνικό αυτοματισμό που προφανώς παύουν να ενεργοποιούνται στην πρώτη απειλή κινδύνου ή στους συνήθεις (εύκολους) διαπληκτισμούς, κοινώς «τσαμπουκάδες», οπότε κρίνεται απαραίτητη η επέμβαση της Αστυνομίας. Τότε μεταλλάσσεται ξαφνικά σε «καλή»!
Για τον Χρήστο Κουρουνιώτη και τον Γιώργο Λυγγερίδη, τους δύο άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας που σκοτώθηκαν εκτελώντας το καθήκον τους δεν οργανώθηκαν ούτε πορείες συμπαράστασης, ούτε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας για την ακραία βία στη μια περίπτωση είτε για την ακραία παραβατικότητα που στάθηκαν οι αιτίες του θανάτου τους, φυσικά ούτε και συναυλίες μνήμης.
Όπως συνήθως συμβαίνει, με την πάροδο του χρόνου, θα ξεχαστούν. Καταγεγραμμένοι στο βιβλίο των Πεσόντων της ΕΛΑΣ, θα μείνουν σαν μια κάποια ανάμνηση από το μακρινό παρελθόν. Θα τους ξεχάσει ακόμη κι η Πολιτεία, αλλά κι η ίδια η Υπηρεσία τους. Με το τραύμα της απώλειας και τον πόνο θα ζήσουν μόνο τα πρόσωπα της οικογένειας τους και του στενού περιβάλλοντος.
Μια ιδέα θα ήταν, η ίδια η Ελληνική Αστυνομία να τολμήσει το «άνοιγμα» της προς την κοινωνία. Πρώτα και καλύτερα να τονίσει πως η ζωή του Αστυνομικού «μετράει» το ίδιο με τη ζωή του πολίτη. Πως οι δύο αστυνομικοί που σκοτώθηκαν τον Δεκέμβριο ήταν κι αυτοί παιδιά της ίδιας κοινωνίας, όπως ο νεαρός που δεν σταμάτησε το αυτοκίνητο του στον αστυνομικό έλεγχο, όπως κι αυτός που μέσα από ένα αγελαίο μπουλούκι πέταξε τη ναυτική φωτοβολίδα εναντίον των «μπάτσων».
Ώστε από δίπλα, κράτος, κυβέρνηση, εκπαίδευση, διανόηση κι όποιοι άλλοι έχουν το θάρρος να εκφραστούν δημοσίως πως ο αστυνομικός δεν είναι το «ανδρείκελο» στο οποίο πετούμε εύφλεκτα μπουκάλια, πέτρες και φωτοβολίδες για να… το κάψουμε!
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τα απλά. Αργότερα, όταν… ωριμάσει κι άλλο η κοινωνία, συνεχίζουμε με τα θεωρητικά της νόμιμης βίας του Κράτους κλπ, που όσο και να επαναλαμβάνονται δεν πιάνουν τόπο!