Η εξασφάλιση στέγης μέσω είτε αγοράς είτε ενοικίασης έχει, ίσως, γίνει περισσότερο δύσκολη από ποτέ, ακόμη και με την εποχή της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε αρκετά νοικοκυριά είχαν απόθεμα ρευστότητας από τις καλές εποχές, ενώ οι τιμές των ακινήτων βρίσκονταν στο ναδίρ, γεγονός που δημιουργούσε σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες έστω κι αν η καταναλωτική εμπιστοσύνη και η ψυχολογία της αγοράς δεν δημιουργούσαν τις κατάλληλες συνθήκες για την πραγματοποίηση deals.
Σήμερα όμως, ο υψηλότατος πληθωρισμός ροκανίζει τη ρευστότητα-εφόσον υπάρχει διαθέσιμη- με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη για την αγορά ενός ακινήτου να περιορίζεται. Και περιορίζεται ακόμη περισσότερο εάν λάβουμε υπόψη την άνοδο των τιμών που είναι το αποτέλεσμα της ισχυροποίησης της ζήτησης για ακίνητα που θεωρούνται ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο εν μέσω πληθωρισμού.
Με άλλα λόγια, η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, σε συνδυασμό με την άνοδο των αξιών, καθιστά την αγορά ακινήτου άπιαστο όνειρο για μεγάλη κατηγορία του πληθυσμού. Θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση άμεσα; Οι ειδικοί απαντούν αρνητικά καθώς όσο ο πληθωρισμός βρίσκεται στα ύψη, τόσο το real estate θα αποτελεί «hot» επενδυτικό προορισμό με στόχο τη διασφάλιση της αξίας του χρήματος.
Ωστόσο, το αντίβαρο στη δυσκολία απόκτησης σπιτιού με ίδια κεφάλαια θα μπορούσε να είναι ο τραπεζικός δανεισμός. Και πάλι το εγχείρημα φαντάζει δύσκολο, καθώς λόγω της αύξησης των επιτοκίων, το κόστος χρήματος έχει γίνει μεγαλύτερο και άρα το ποσό της χρηματοδότησης είναι σημαντικά μεγαλύτερο.
Όπως αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυσή της η τράπεζα Πειραιώς, στις ανοδικές φάσεις του κύκλου των ακινήτων οι τράπεζες χαλαρώνουν τα πιστωτικά τους κριτήρια επιτρέποντας στα νοικοκυριά να αυξήσουν τη δανειστική τους μόχλευση γεγονός το οποίο όταν η πορεία του κύκλου αντιστραφεί, οδηγεί σε αύξηση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων και κατά συνέπεια πτώση του τραπεζικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Τέλος σε περιόδους άνθισης των συναλλαγών δημιουργούνται πολλαπλές πηγές δημοσίων εσόδων, οι οποίες περιορίζονται δραστικά μόλις αντιστραφεί η πορεία των τιμών και των συναλλαγών.
Εξάλλου, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στην Ελλάδα, η αγορά μιας κατοικίας 100 τετραγωνικών μέτρων το 2020 αντιστοιχούσε στα εισοδήματα περίπου 13 ετών ενός μέσου ελληνικού νοικοκυριού έναντι περίπου 11,7 ετών το 2000. Η χώρα μας βρίσκεται στην έκτη υψηλότερη θέση στην κατηγορία αυτή μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ μετά τη Νέα Ζηλανδία, την Κορέα, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και την Αυστρία. Αντίθετα, στις ΗΠΑ απαιτούνται μόλις 4,1 χρόνια για την απόκτηση κατοικίας σήμερα (από 3,6 το 2000), στη Φινλανδία 6,7 χρόνια και στην Ιταλία 8,7 χρόνια (από 8,5).
Δεν είναι τυχαίο ότι η δυσκολία απόκτησης κατοικίας είναι ιδιαίτερα μεγάλη στους νέους έως 34 ετών. Το ποσοστό των Ελλήνων της συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας που διαθέτουν δικό τους σπίτι, χωρίς αυτό να έχει προέλθει από κληρονομιά ή γονική παροχή, δεν ξεπερνάει το 13%. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Για να γίνουν αυτά αντιληπτά στην πράξη, εάν κάποιος αποταμιεύει 1.000 ευρώ, θα χρειαστεί έξι χρόνια για να συγκεντρώσει το ποσό των 72.000 ευρώ. Εάν ακόμη λάβουμε υπόψη ότι η τιμή πώλησης ανά τ.μ. για διαμερίσματα σχετικής παλαιότητας και σε περιοχές θεωρούμενες ως «προσιτές», κυμαίνεται από 1.300 έως 1.500 ευρώ, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις μηνιαίες απολαβές ενός καλοπληρωμένου, ως ένα βαθμό, εργαζόμενου. Απαιτούνται, δηλαδή, περίπου έξι χρόνια αποταμίευσης του συνόλου των απολαβών -χωρίς δηλαδή ο εργαζόμενος να πραγματοποιεί καμία δαπάνη διαβίωσης- για την απόκτηση ενός διαμερίσματος αξίας 90.000 ευρώ με επιφάνεια 70 τ.μ.
Μήπως το ενοίκιο είναι ο πιο εύκολος δρόμος για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς παρά τη σχετική βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, τα ενοίκια παραμένουν δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με τις μέσες μηνιαίες απολαβές ενός μισθωτού. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι απαιτούνται, τουλάχιστον 500 ευρώ για την ενοικίαση ενός μικρού διαμερίσματος στην Αθήνα, ποσό που, χωρίς τις υπόλοιπες δαπάνες (ρεύμα, ύδρευση, κοινόχρηστα) αποτελεί σχεδόν το 40% ενός εργαζόμενου που δεν είναι νεοεισερχόμενος και εισπράττει απολαβές 1.200 ευρώ.
Με άλλα λόγια, μέσω είτε ενοικίου είτε αγοράς, το όνειρο της στέγης δύσκολο στοίχημα. Αυτό όταν το μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης και κατά συνέπεια το γεγονός ότι η πλειονότητα των ιδιοκτητών δεν πληρώνει στεγαστικό δάνειο, ήταν οι παράγοντες που στήριξαν τα νοικοκυριά στο peak της οικονομικής κρίσης.