Όσοι έχουν επιδιώξει να αγοράσουν σπίτι, θα έχουν, ενδεχομένως διαπιστώσει ότι η προσφορά είναι περιορισμένη και αφορά κατά βάση-ιδίως στις περιπτώσεις μικρών ακινήτων έως 80 τ.μ.- κακής ποιότητας ιδιοκτησίες, αυτά που αποκαλούνται επί το λαϊκότερο…χρέπια.
Μάλιστα, ακόμη και όταν οι βραχυχρόνιες ενοικιάσεις επλήγησαν λόγω της πανδημίας, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες επέλεξαν να υιοθετήσουν στάση αναμονής μέχρι να γυρίσει η αγορά, παρά να βάλουν πωλητήριο στα ακίνητά τους, όπως έπρατταν, συνήθως, υπερδανεισμένα νοικοκυριά.
Με άλλα λόγια, η προσφορά φθηνών ακινήτων με τιμή πώλησης έως 100 χιλ. ευρώ, ήταν, είναι και θα…παραμένει χαμηλή, ελλείψει αποθέματος αλλά και λόγω του ότι στην Ελλάδα υπάρχει σημαντικός αριθμός ακινήτων που παραμένουν κενά.
Σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εθνικών Οργανώσεων που εργάζονται με τους αστέγους, η Ελλάδα ανήκει μαζί με την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία στις χώρες όπου μία στις τέσσερις ιδιοκτησίες είναι κενές.
Εάν λάβουμε υπόψη την αναλογία αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ένας πολύ μεγάλος αριθμός ακινήτων έχει βγει εκτός αγοράς προκειμένου να αξιοποιηθεί για τουριστική χρήση, γίνεται αντιληπτό γιατί η υπάρχουσα προσφορά δεν αρκεί για να καλυφθεί η ζήτηση.
Όπως, εξάλλου, αναφέρει, σε πρόσφατη μελέτη του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ένα χαρακτηριστικό που ευνόησε την ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα σχετιζόταν με την ύπαρξη μεγάλου αποθέματος κενών κατοικιών.
Σύμφωνα με την Απογραφή Πληθυσμού-Κατοικιών 2011 της ΕΛΣΤΑΤ, οι κενές κατοικίες που καταγράφηκαν στη χώρα το έτος αυτό ανέρχονταν σε 2.249.8135, αριθμός που αναλογούσε σε 35,3% του συνόλου των κανονικών κατοικιών. Η συγκεκριμένη αναλογία κενών κατοικιών ήταν την περίοδο εκείνη η υψηλότερη μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ, με υψηλά ποσοστά κενών κατοικιών να παρουσιάζονται επίσης στην Πορτογαλία (31,9%), τη Μάλτα (31,8%), τη Βουλγαρία (31,4%) και την Κύπρο (31,1%) και χαμηλά ποσοστά κενών κατοικιών να καταγράφονται στην Πολωνία (2,5%), το Ηνωμένο Βασίλειο (3,6%) και το Λουξεμβούργο (7,2%).
Με τα δεδομένα αυτά, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορεί κάποιος να ικανοποιήσει τις στεγαστικές του ανάγκες. Η απάντηση είναι δύσκολη, όπως εκτιμούν οι ειδικοί. Ο λόγος; Πολύ απλά επειδή κάθε χρόνο είναι και…χειρότερα όσον αφορά την αναζήτηση κατοικίας.
Αρχικά, η άνθηση του τουρισμού κατέστησε το εγχείρημα ολοένα και πιο δύσκολο, καθώς τα- ως ένα βαθμό εύκολα- έσοδα των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων ενθαρρύνουν τους ιδιοκτήτες να αποσύρουν τα ακίνητα από την αγορά των μακροπρόθεσμων μισθώσεων. Η «μανία» του Aibnb εκτόξευσε και τα ενοίκια για όσα σπίτια διατίθενται για μακροχρόνια ενοικίαση.
Και ενώ η αγορά βρήκε σημείο ισορροπίας, η «τράπουλα» ανακατεύτηκε ξανά λόγω της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους, του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων. Ο πληθωρισμός στις τιμές των πρώτων υλών αύξησε τις τιμές πώλησης των νεόδμητων ακινήτων, ενώ η εξίσωση δεν βγήκε για κάποιες τεχνικές εταιρίες που αναγκάστηκαν να «παγώσουν» έργα κατασκευής νέων κατοικιών.
Και το project αναζήτηση στέγης γίνεται ακόμη πιο δύσκολο επειδή το κόστος χρήματος αυξάνεται και άρα η άντληση χρηματοδότησης για την αγορά κατοικίας τείνει να γίνει λιγότερο συμφέρουσα.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, μία άμεση διέξοδος για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών είναι η συγκατοίκηση που είναι διαδομένη ευρέως, εδώ και πολλά χρόνια, στην Ευρώπη και κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στην Ελλάδα. Επίσης, η διερεύνηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης και εναλλακτικών τρόπων εξασφάλισης κατοικίας, όπως είναι το μοντέλο αγοράς σπιτιού μέσω ενοικίου (rent to buy) ενδέχεται να κυριαρχήσουν.
Εν μέσω όλων αυτών, η αγορά αναμένει ανακοινώσεις για τη Στρατηγική Κοινωνικής Στέγασης (Πρόγραμμα «Σπίτι μου») που είναι προϋπολογισμού 1,74 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα έχει ως ωφελούμενους περισσότερους από 137.000 πολίτες.
Στο επίκεντρο του συγκεκριμένου πακέτου μέτρων βρίσκονται τα χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια με επιτόκιο της τάξεως του 1%, ενώ υπολογίζεται ότι θα χορηγηθεί δανεισμός αξίας μισού δισ. ευρώ σε περίπου 10.000 δικαιούχους που πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια.