Η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την πρώτη στιγμή στάθηκε στο πλευρό της Ουκρανίας, όταν δέχτηκε την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων. Δεν παζάρεψε, δεν αμφιταλαντεύτηκε και αυτή στάση της αναγνωρίστηκε από το στρατόπεδο των Δυτικών, με σημαντικά οφέλη. Στο κάτω - κάτω σε αυτό το στρατόπεδο ανήκουμε από το τέλος του Β΄Π.Π., γιατί αυτή ήταν η θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Στη συνέχεια, κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης προσπάθησαν να τηρήσουν κάποιες ισορροπίες με τη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία στη συνέχεια. Αναφέρομαι στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Καραμανλή. Το μεν ΠΑΣΟΚ έκανε εξωτερική πολιτική με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό, ενώ η απόπειρα του Κώστα Καραμανλή να αναπροσανατολίσει, έστω μερικά, την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν τελεσφόρησε.
Να μη λησμονήσω και τον Α. Τσίπρα, ο οποίος στην Αγία Πετρούπολη αναζητούσε για την πατρίδα μας νέα λιμάνια, αλλά όταν ζήτησε από τον Βλαντιμίρ Πούτιν δανεικά 5 δισεκατομμύρια δολάρια, αυτός όχι μόνον δεν του τα έδωσε, αλλά ενημέρωσε πάραυτα Ολάντ και Μέρκελ. Αν ο Α. Τσίπρας λάμβανε υπόψη πώς φέρθηκε η Ρωσία στην Κύπρο, έναν ιστορικό εταίρο, στην τραπεζική κρίση του 2013, θα ξανασκεφτόταν την αναζήτηση νέων λιμένων.
Η γενική εκτίμηση είναι πως τη Ρωσία δεν την ενδιέφερε η Ελλάδα ώστε να διαταράξει τις σχέσεις της, πολιτικές και οικονομικές, με την Ε.Ε. Αυτά στις ανέφελες εποχές, τότε που η Μέρκελ τάιζε τη ρωσική οικονομία.
Από το 2016 η Ρωσία του Πούτιν έκανε την επιλογή να έχει προνομιακές σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν, παρότι σε δύο καίρια μέτωπα, αυτό της Συρίας και αυτό της Λιβύης, ήταν απέναντι. Κύριος στόχος του Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως και του πάλαι ποτέ κραταιού σοβιετικού συστήματος, είναι η υπονόμευση της νατοϊκής συμμαχίας. Απόδειξη η πώληση των S-400 στην Τουρκία και η κωλυσιεργία της στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τη στάση που τήρησε στην εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία και με τον στρατηγικό ρόλο που προσέλαβε το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης για τον ανεφοδιασμό της Ουκρανίας, έχει μπει στο στόχαστρο της Ρωσίας του Πούτιν.
Αυτό φαίνεται πρωτίστως με την ενδυνάμωση εκείνων των φωνών στην πολιτική και στην Εκκλησία που τάσσονται κατά της ανεπιφύλακτης υποστήριξης στην Ουκρανία. Ένα μίγμα κομμουνιστών, θρησκόληπτων, συνωμοσιολόγων, έχει αρθρώσει πολιτικό λόγο προς αυτή την κατεύθυνση, όπως φάνηκε και στην αρνητική στάση που τήρησαν στην προχθεσινή επίσκεψη στην Ελλάδα του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Είτε από σκοπιμότητα είτε από ανοησία δεν καταλαβαίνουν πως οι υπαναχωρήσεις δεν αποφέρουν κέρδη, πολύ δε περισσότερο όταν αυτές ευνοούν τη Ρωσία, η οποία έχει κάνει τις στρατηγικές επιλογές της, ενώ μέσα από ακραία κόμματα επιχειρεί να αναδιατάξει τον πολιτικό χάρτη στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Η πατρίδα μας οφείλει - και αυτό κάνει - να ακολουθήσει με συνέπεια την πολιτική που χάραξε στο Ουκρανικό, μια πολιτική που ταυτίζεται απόλυτα με το πώς αντιμετωπίζει τη ρωσική εισβολή ο Δυτικός κόσμος. Τα ζιγκ - ζαγκ και τα δύο βήματα μπροστά ένα βήμα πίσω, μόνο ζημίες προξενούν.