Ελπίζω να τελείωσε η συζήτηση για τις διαγραφές και τα λογότυπα, για τα woke και τα αντι-woke και να δούμε τα ζητήματα που βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, διαμορφώνουν την πολιτική τους συνείδηση. Διότι είναι γνωστό πως - όσο και αν ακούγεται κυνικό - τελικά, μπροστά στην κάλπη, μετρά η τσέπη του ψηφοφόρου.
Αντιλαμβάνομαι πως μια κατηγορία σχολιαστών φρίττει με αυτή την ιδέα, αλλά διόλου τυχαία οι περισσότεροι εξ αυτών υποστηρίζουν μικρά, περιθωριακά κόμματα. Οι εκλογές κερδίζονται ή χάνονται από την οικονομία. Όσοι πιστεύουν πως ο Τραμπ νίκησε λόγω του αντι-woke λόγου του, είναι βαθιά νυχτωμένοι.
Στην Ελλάδα, διαβάζω πως έχουμε θεαματικά καλές ειδήσεις, τουλάχιστον στο επίπεδο κάποιων στατιστικών στοιχείων. Ένα εξ αυτών, ο δείκτης της ανεργίας, έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών. Πληροφορούμαι, λοιπόν, ότι κινείται κάτω από το 10%, στην περιοχή του 9,6-9,7%, με προοπτική, κατά το 2025, να σταθεροποιηθεί στο 9%. Να υπενθυμίσω πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέλαβε την ανεργία στο 17,5%.
Τι σημαίνει αυτό; Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και άνδρες βγήκαν από το κοινωνικό περιθώριο και έγιναν ενεργοί οικονομικά και κοινωνικά πολίτες. Ξαναβρήκαν την αυτοπεποίθησή τους, διότι μπορούν και συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα. «Μα αμείβονται με πολύ λίγα χρήματα», είναι ο συνηθισμένος αντίλογος. Συμφωνώ, θα μπορούσα να πω ότι κάθε αρχή είναι και δύσκολη, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η πενιχρή αρχή είναι προτιμότερη από το μαράζι της ανεργίας. Απλά πράγματα.
Και γιατί μειώνεται δραστικά η ανεργία; Διότι γίνονται επενδύσεις. Και γιατί γίνονται επενδύσεις; Διότι υπάρχει ένα σε, γενικές γραμμές, φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, που γίνονται προσπάθειες να βελτιωθεί κι άλλο, και διότι η πατρίδα μας - παρά τα πολύ συγκεκριμένα μειονεκτήματα που έχει - προσφέρεται για επενδύσεις, κυρίως στις υπηρεσίες. Σε όλα υπάρχουν εξηγήσεις, αρκεί να βάλουμε λίγο το μυαλό μας να σκεφτεί και κυρίως να ξεκολλήσουμε από συμπεριφορές και ιδέες που γεννήθηκαν και θέριεψαν στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Διάβασα και κάτι άλλο. Η έγκυρη οικονομική εφημερίδα Handelsblatt έγραψε πως «η Ελλάδα θα πρέπει να αναθεωρήσει το σχέδιο προϋπολογισμού, γιατί έχει πλέον πάρα πολλά χρήματα». Όσο απλουστευτικό και αν ακούγεται αυτό, εν τούτοις έχει σοβαρή δόση αλήθειας καθώς «η συνολική υπέρβαση των φορολογικών εισπράξεων το 2024 έφτασε μέχρι στιγμής τα 3,5 δισεκατομμύρια. Από αυτά, το 1,8 δισεκατομμύρια προέρχεται από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, εκτιμά το οικονομικό επιτελείο…» (Καθημερινή 19/11).
Όλα αυτά ακούγονται πολύ καλά. Επειδή, όμως, δεν είμαι οικονομικός σχολιαστής, εκείνο που έχει σημασία από τη δική μου οπτική είναι, πώς όλο αυτό το θετικό κλίμα, τελικά θα το εισπράξει ο πολίτης. Πόσο θα βελτιώσει τη ζωή του. Διότι η σκέτη ευημερία των αριθμών, μόνον τους τεχνοκράτες απασχολεί και όχι όλους. Στην πολιτική, αυτό που μετρά είναι πώς μοιράζεται η πίτα. Και εδώ θα δοκιμαστεί η κυβέρνηση στον χρόνο που απομένει μέχρι τις εκλογές.
Τα νούμερα πάνε καλά. Αυτό ας το εισπράξουν και οι πολίτες.