«Δώρα» Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας: Μία ελληνική συνήθεια που κοστίζει ακριβά

Τα λεγόμενα «δώρα» Χριστουγέννων και Πάσχα, μαζί με το επίδομα αδείας, θεωρούνται εδώ και δεκαετίες κεκτημένο δικαίωμα στην ελληνική αγορά εργασίας. Διάφορες προτάσεις επαναφοράς τους στον δημόσιο τομέα συζητούνται έντονα τελευταία, παρουσιάζοντας την εντύπωση ότι οι εργαζόμενοι κερδίζουν από αυτήν την πρακτική. Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά τον τρόπο λειτουργίας αυτών των τριών «μπόνους», αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι πραγματικά δώρα, δεν ωφελούν τους εργαζόμενους όσο πιστεύουμε και δημιουργούν πρόσθετα διοικητικά βάρη.

Στην καθομιλουμένη, «δώρο» είναι κάτι που σου προσφέρει κάποιος οικειοθελώς, χωρίς να υποχρεούται. Ένα δώρο φέρει το στοιχείο της έκπληξης και της γενναιοδωρίας· δεν υπάρχει νομική υποχρέωση ή συμβατική δέσμευση για αυτό. Αντίθετα, τα «δώρα» Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας δεν είναι καθόλου προαιρετικά. Επιβάλλονται νομοθετικά και αποτελούν υποχρεωτικό κομμάτι της συνολικής αμοιβής του εργαζομένου. Ως εκ τούτου, πρόκειται για επιπλέον καταβολές που διασφαλίζονται από τον νόμο και όχι για χρηματικές παροχές χάρη στην καλή θέληση των εργοδοτών.

Αν το σκεφτούμε προσεκτικά, αυτά τα «μπόνους» λειτουργούν ουσιαστικά σαν ένα άτοκο δάνειο από τους εργαζόμενους προς τους εργοδότες: για μεγάλο διάστημα του έτους, οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν μέρος των μισθολογικών υποχρεώσεών τους και συγκεντρώνουν τα ποσά σε τρεις συγκεκριμένες περιόδους. Αν σε έναν ιδανικό κόσμο ο εργαζόμενος έπαιρνε τα χρήματά του κάθε μήνα κανονικά, θα μπορούσε να τα διαχειριστεί ή να τα επενδύσει με τον δικό του ρυθμό. Ωστόσο, σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, το να «συγκεντρώνεται» η αμοιβή σε τρεις επιπλέον δόσεις σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι χάνουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν αυτά τα ποσά από νωρίς. Με άλλα λόγια, τα «δώρα» σού επιστρέφουν το δικό σου εισόδημα αργότερα, έχοντας ήδη χάσει αξία εξαιτίας του πληθωρισμού.

Επιπλέον, η ύπαρξη επιπλέον μισθών ή «δώρων» δημιουργεί πρόσθετο διοικητικό φορτίο. Οι λογιστές, οι οικονομικές διευθύνσεις και τα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού καλούνται να υπολογίσουν και να καταβάλλουν δύο επιπλέον (ή τρεις, αν συνυπολογίσουμε το επίδομα αδείας) μισθούς ανά έτος, μέσα από πολύπλοκους αλγόριθμους που αφορούν αναλογία ημερών εργασίας, επιδομάτων, κ.ά. Όλο αυτό συνεπάγεται έξοδα διαχείρισης, φόρτο για τις επιχειρήσεις και έλλειψη διαφάνειας για τον ίδιο τον εργαζόμενο, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται πάντα πώς προκύπτει το ακριβές ποσό. Επομένως, τα «δώρα» δεν διευκολύνουν ούτε τον εργοδότη ούτε τον εργαζόμενο· απλώς προσθέτουν γραφειοκρατία και αχρείαστες διατυπώσεις.

Όταν κάποιος λαμβάνει το βασικό μισθό για 9 μήνες, ενώ τους άλλους 3 μήνες έχει «ενίσχυση» από δώρα κι επίδομα αδείας, η διαχείριση των προσωπικών του οικονομικών γίνεται πιο πολύπλοκη. Προκύπτει αστάθεια κι έτσι εντείνεται το φαινόμενο πολλοί άνθρωποι να βασίζονται στα «δώρα» για να καλύψουν συσσωρευμένα χρέη ή ανάγκες. Αυτό διογκώνει την πίεση και δυσχεραίνει τον προγραμματισμό του οικογενειακού προϋπολογισμού.

Το ουσιαστικό πρόβλημα βρίσκεται στις ρίζες του συστήματος: αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους σαν ανήλικους, που «καλύτερα να πάρουν μια γερή δόση τρεις φορές τον χρόνο, μπας και χαρούν», παρά να έχουν σταθερότερο εισόδημα κάθε μήνα. Ο σωστότερος τρόπος θα ήταν η πλήρης ενσωμάτωση αυτών των πληρωμών στον τακτικό μισθό, μοιράζοντάς τις αναλογικά στις 12 μηνιαίες αποδοχές. Με αυτόν τον τρόπο, ο εργαζόμενος θα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάζει καλύτερα τα οικονομικά του και να μην υφίσταται την οικονομική αποδυνάμωση (ιδίως σε καιρούς πληθωρισμού) λόγω της «απώλειας χρόνου». Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις θα απαλλαγούν από πρόσθετη λογιστική πολυπλοκότητα.

Η επιβολή των «δώρων» και του επιδόματος αδείας είναι μια παρωχημένη πρακτική που παραμένει στο ελληνικό εργασιακό πλαίσιο χωρίς να προσφέρει ουσιαστικό όφελος. Αντιθέτως, δημιουργεί υποχρεωτική συγκέντρωση ενός τμήματος μισθού, αστάθεια στα προσωπικά οικονομικά, γραφειοκρατικό φόρτο, ενώ συντηρεί και την ψευδαίσθηση της εργοδοτικής ή κρατικής «γενναιοδωρίας». Η αληθινή μεταρρύθμιση θα ήταν η κατάργηση αυτής της ιδιαίτερης κατηγοριοποίησης και η ενσωμάτωσή τους στο μηνιαίο μισθό, ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται οι ίδιοι τα χρήματά τους, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, και με λιγότερες οικονομικές ανισορροπίες. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο, αν η κυβέρνηση προτίθεται να προβεί σε τέτοιου είδους αυξήσεις, που θα ήταν μεγάλο σφάλμα από δημοσιονομικής πλευράς, θα ήταν προτιμότερο αντί για δώρα να δώσει ισόποσες αυξήσεις.