Πίσω από το προπέτασμα της ευρωπαϊκής αγοράς, η πραγματικότητα των δασμών και των ρυθμίσεων συχνά αποκαλύπτει ένα επίπεδο προστατευτισμού που έρχεται σε αντίθεση με τον δηλωμένο στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου.
Η ΕΕ ιδρύθηκε πάνω στην ιδέα ότι τα κράτη-μέλη θα μοιράζονταν μια ενιαία εσωτερική αγορά, ελεύθερη από εσωτερικούς φραγμούς, ενώ ταυτόχρονα θα αναλάμβαναν κοινή δράση για να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες εμπορίου με τον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, πέρα από τις ολοένα και περισσότερες διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει, η Ένωση διατηρεί ένα σύστημα κοινού εξωτερικού δασμολογίου, καθώς και εκτενείς ρυθμιστικές προδιαγραφές που δυσκολεύουν την είσοδο ξένων αγαθών και υπηρεσιών.
Η ΕΕ υποστηρίζει ότι η εμπορική της πολιτική βασίζεται σε αρχές όπως η ασφάλεια των καταναλωτών, η προάσπιση της υγείας και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Πολλοί επικριτές όμως επισημαίνουν ότι αυτές οι δικαιολογημένες ανησυχίες χρησιμοποιούνται και ως πρόσχημα για να εφαρμοστούν μέτρα που εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό υπέρ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΕ επηρεάζει άμεσα τις τιμές εισαγόμενων προϊόντων, ιδίως σε κλάδους όπως η κλωστοϋφαντουργία, τα υποδήματα, τα αυτοκίνητα και διάφορα είδη τροφίμων. Όταν μια τρίτη χώρα επιθυμεί να εξάγει στην Ευρώπη, βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με δασμούς που μπορούν να καταστήσουν τα προϊόντα της υπερβολικά ακριβά για τον μέσο Ευρωπαίο καταναλωτή.
Αυτό λειτουργεί ως πλεονέκτημα για τους εγχώριους παραγωγούς, οι οποίοι αποφεύγουν ευθέως τον ανταγωνισμό από φθηνότερες αγορές. Η ύπαρξη αυτών των τεχνητών φραγμών μειώνει την πίεση για διαρκή καινοτομία και τήρηση χαμηλότερων τιμών από τη μεριά των ευρωπαϊκών εταιρειών, ενώ συγχρόνως μεταθέτει το επιπλέον κόστος στον τελικό αγοραστή.
Πέρα από τα καθαρά δασμολογικά μέτρα, η Ένωση εφαρμόζει πολυάριθμους κανονισμούς και πρότυπα που σχετίζονται με την ποιότητα, την ασφάλεια, το περιβάλλον και την υγεία. Τυπικά, η εισαγωγή τροφίμων προϋποθέτει αυστηρούς ελέγχους για φυτοφάρμακα, γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, συστατικά και ετικέτες, ενώ για βιομηχανικά προϊόντα απαιτείται πιστοποίηση συμμόρφωσης σε συγκεκριμένα τεχνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια.
Τα επιχειρήματα υπέρ αυτών των πολιτικών είναι συχνά πειστικά, αφού κανείς δεν επιθυμεί ανεξέλεγκτη διακίνηση επικίνδυνων ή κακής ποιότητας αγαθών. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες από τις ρυθμίσεις αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως δυσανάλογες, υπερβολικά σύνθετες, ή ακόμα και φωτογραφικές σε βαθμό που δημιουργούν περιττά εμπόδια για συγκεκριμένους παραγωγούς εκτός ΕΕ.
Οι πιο ασθενείς οικονομίες δεν έχουν τη δυνατότητα να σηκώσουν το κόστος της συμμόρφωσης και, κατά συνέπεια, αποκλείονται από μια αγορά με πάνω από 400 εκατομμύρια καταναλωτές. Παράδειγμα έντονου προστατευτισμού αποτελεί και η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ, η οποία επιδοτεί τους Ευρωπαίους αγρότες ώστε να μπορούν να διατηρούν υψηλό επίπεδο παραγωγής. Αυτές οι επιδοτήσεις, σε συνδυασμό με δασμούς και ποσοτικούς περιορισμούς σε ορισμένα εισαγόμενα αγροτικά είδη, ωφελούν μεν τους εγχώριους παραγωγούς, αλλά ταυτόχρονα νοθεύουν τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά.
Χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου που θα μπορούσαν να εξάγουν φθηνότερα τρόφιμα ή πρώτες ύλες δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, ενώ παράλληλα ο Ευρωπαίος φορολογούμενος επιβαρύνεται με μεγάλο κόστος για να διατηρηθεί αυτό το σύστημα. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική μετατρέπεται έτσι σε ένα ισχυρό εργαλείο προστασίας της ευρωπαϊκής γεωργίας, προκαλώντας συχνά τριβές με εμπορικούς εταίρους. Αυτή η πολιτική έχει πλεονεκτήματα, όπως η διατήρηση ζωντανών των αγροτικών κοινοτήτων και η σχετική επισιτιστική ασφάλεια, ωστόσο δεν παύει να επιβεβαιώνει ότι η ΕΕ μπορεί να εμφανίζεται ως θιασώτης της ανοικτής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί στρεβλές πρακτικές που εμποδίζουν τις αρχές ελευθερίας του εμπορίου.
Τα υπέρ και τα κατά αυτής της στάσης είναι ξεκάθαρα. Από τη μία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι δασμοί και οι κανονισμοί στηρίζουν τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή της Ένωσης, συμβάλλουν στη διασφάλιση ποιοτικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά, προλαμβάνουν την απώλεια θέσεων εργασίας και διατηρούν τη βιωσιμότητα ευαίσθητων κλάδων. Από την άλλη, συνεπάγονται υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, μειωμένη ποικιλία σε ορισμένα αγαθά, εμπορικές διενέξεις με άλλες χώρες και αναπαραγωγή μιας κουλτούρας έμμεσου προστατευτισμού που υπονομεύει τη ρητορική περί ελεύθερης αγοράς.
Ο αντίλογος σε αυτό το μοντέλο υποστηρίζει ότι η ΕΕ θα κέρδιζε περισσότερα αν επιδίωκε μια πιο ειλικρινή πολιτική ελευθέρωσης του εμπορίου, καθώς ο πραγματικός ανταγωνισμός οδηγεί σε καλύτερα προϊόντα και υπηρεσίες. Παραμένει όμως γεγονός ότι η Ένωση αρέσκεται να επικαλείται την ανοιχτή οικονομία, ενώ έχει στη φαρέτρα της δασμούς, επιδοτήσεις, αυστηρές πιστοποιήσεις και ένα δαιδαλώδες ρυθμιστικό πλαίσιο που συχνά λειτουργούν ως εργαλεία προστατευτισμού.
Όταν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στηλιτεύουν τις δασμολογικές απειλές της αμερικανικής κυβέρνησης, συνήθως θυμούνται τις αρχές της ορθής αγοράς και της ευγενούς άμιλλας. Η πραγματικότητα όμως δείχνει ότι δεν απέχουν και πολύ από το να εφαρμόζουν ανάλογες πολιτικές: Απλώς οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί προστασίας μπορεί να εμφανίζονται πιο «εξευγενισμένοι» ή τεχνοκρατικοί, διανθισμένοι με λογικές περί περιβαλλοντικής προστασίας και υγειονομικής ασφάλειας. Και αυτό είναι ένα περιτύλιγμα που έχει μεγάλη πέραση στη γηραιά ήπειρο.