Χαβιέρ Μιλέι: Ο πρώτος ηγέτης της μετά την εποχή της «μετα-αλήθειας»;

Στις τελευταίες δεκαετίες, ο παγκόσμιος πολιτικός διάλογος συχνά περιγραφόταν με τον όρο “post-truth”, δηλαδή μια εποχή όπου τα συναισθήματα και οι εντυπώσεις υπερίσχυαν των γεγονότων και της ρεαλιστικής επιχειρηματολογίας. Η άνοδος ηγετών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ και πολλών αντισυστημικών πολιτικών σχημάτων σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική ενίσχυσε την ιδέα ότι οι πολίτες αναζητούν απλώς κάποιον «να τους λέει αυτά που θέλουν να ακούσουν», ξεπερνώντας την τεχνοκρατική «γλώσσα της αλήθειας». Ωστόσο, η περίπτωση του Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή φαίνεται να αντικρούει, εν μέρει, αυτή τη γραμμική εξήγηση. Ο Μιλέι ενσαρκώνει ένα φαινόμενο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως η επόμενη εξέλιξη της εποχής post-truth: μολονότι είναι ριζοσπαστικός και αντισυστημικός, ταυτόχρονα επιδεικνύει πολιτική τεχνογνωσία και μια σχεδόν αντιλαϊκιστική επιμονή σε σκληρές αλήθειες, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος.

Το πρώτο στοιχείο που φέρει την υπογραφή της νέας αυτής τάσης είναι η διττή ταυτότητα του Μιλέι. Από τη μία, το ύφος του είναι πληθωρικά αντισυστημικό: μιλά με ωμότητα, επιτίθεται στα «κατεστημένα συμφέροντα», δείχνει να αγνοεί την παραδοσιακή ευγένεια της πολιτικής σκηνής. Από την άλλη, οι πολιτικές που έχει εφαρμόσει υπερβαίνουν τον απλό λαϊκισμό: έκλεισε 13 υπουργεία, απέλυσε 30.000 δημοσίους υπαλλήλους, περιέκοψε σημαντικά δαπάνες σε τομείς όπως οι συντάξεις, η εκπαίδευση, η υγεία και ο πολιτισμός. Παρότι κάποιος θα τον περίμενε ως «λαϊκιστή» να υπόσχεται παροχές και να στοχεύει στην εύνοια της εκλογικής βάσης, εκείνος προτίμησε μια τολμηρή στρατηγική λιτότητας-εξαιρετικά αντιδημοφιλή στη θεωρία. Πρόκειται για μια τακτική που δείχνει πως δε φοβάται να πει ή να κάνει το «δυσάρεστο», κάτι που μια καθαρά λαϊκιστική προσέγγιση θα απέφευγε.

Το δεύτερο στοιχείο συνδέεται με την οικονομική εξειδίκευση του Μιλέι. Δεν είναι απλώς ένας τηλεοπτικός δημαγωγός που εκμεταλλεύεται την αγανάκτηση των πολιτών. Οι ριζοσπαστικές πολιτικές του στηρίζονται σε συγκεκριμένες οικονομικές θεωρήσεις: σκληρή περιστολή δημοσίων δαπανών, περιορισμός του κράτους, δόγμα νομισματικής πειθαρχίας. Μπορεί να ακούγεται «αιρετικός» σε μια Αργεντινή όπου, παραδοσιακά, ο περονισμός έχει ριζώσει προσεγγίσεις αναδιανομής και κρατικών επιδοτήσεων. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί εφαρμογή μιας συνεκτικής, αν και ριζοσπαστικής, οικονομικής φιλοσοφίας, η οποία σκοπεύει στη συνολική «ίαση» του κράτους και δεν υπόσχεται ανώδυνο δρόμο. Αυτή η πιο τεχνοκρατική -και ριζοσπαστική- προσέγγιση κάνει τον Μιλέι να ξεχωρίζει από άλλους «αντι-καθεστωτικούς» που δίνουν έμφαση κυρίως σε πολιτισμικές ή εθνικές αντιθέσεις. Εδώ διαφαίνεται μια διαφορετική εκδοχή «εμπειρογνωμοσύνης», συνδυασμένη με το κλασικό αντισυστημικό αφήγημα.

Το τρίτο στοιχείο αφορά τη σχέση του με την αλήθεια. Στο «post-truth» πλαίσιο, συχνά οι πολιτικοί εκμεταλλεύονται τη σύγχυση και το θυμικό των ψηφοφόρων, μη διστάζοντας να διαστρεβλώσουν πληροφορίες. Ο Μιλέι, αντίθετα, προσεγγίζει τους ψηφοφόρους με σχεδόν ωμή ειλικρίνεια για τα επώδυνα μέτρα: «θα υπάρξει λιτότητα, θα πονέσει, αλλά πιστεύω ότι έτσι η οικονομία θα γιατρευτεί». Αυτό τον διαχωρίζει από τον απλό λαϊκισμό: εκεί που ένας συμβατικός λαϊκιστής θα απέφευγε να πει ρητώς «θα κόψω τον προϋπολογισμό της παιδείας», ο Μιλέι το δηλώνει ευθέως, επιμένοντας ότι αυτή είναι η μόνη λύση για να μειωθεί το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον σχετικά με τον Μιλέι είναι ότι 0τα ποσοστά δημοτικότητάς του παραμένουν δυνατά, με πρόσφατες δημοσκοπήσεις να ανεβάζουν την εμπιστοσύνη στο εθνικό κράτος από το 24% στο 43%. Πρόκειται για μια αντίφαση μόνο αν την κοιτάξει κανείς επιφανειακά. Στην πραγματικότητα, πολλοί πολίτες ανακουφίζονται από το γεγονός ότι, επιτέλους, έχουν έναν ηγέτη που τους «λέει τα πράγματα όπως είναι» — είτε συμφωνούν με τις λύσεις του είτε όχι.

Τέταρτο, η συνάρθρωση των παραπάνω παραμέτρων συγκροτεί μια καινοφανή πολιτική ταυτότητα: ένας ηγέτης που προέρχεται από τον χώρο της οικονομικής θεωρίας και «μιλάει τη γλώσσα της αγοράς» (και την επιβάλλει με ακραίο τρόπο), που προβάλει το ίδιο ακριβώς «αντι-ελίτ αφήγημα» όπως οι λαϊκιστές, αλλά το συνδυάζει με αντικομφορμισμό και αλήθειες δίχως ωραιοποιήσεις. Αν ο λαϊκισμός στηρίζεται συχνά στο αφήγημα «θα σας λύσω τα προβλήματα χωρίς κόστος», ο Μιλέι αντιστρέφει αυτήν την εξίσωση, επαναλαμβάνοντας περίπου το «θα σας λύσω τα προβλήματα με μεγάλο κόστος, αλλά έτσι πρέπει να γίνει». Είναι κάτι ανατρεπτικό: ενώ ικανοποιεί την ανάγκη του κοινού να ακούει «κάτι διαφορετικό από το κατεστημένο», δεν του χαρίζει κανενός είδους παραμυθία.

Δεν είναι τυχαίο που, παρά τα σφοδρά πλήγματα στα κοινωνικά προγράμματα, η δημοσκοπική εμπιστοσύνη αυξήθηκε. Οι πολίτες εκτιμούν ότι έχουν έναν ηγέτη που, τουλάχιστον, μπαίνει στην αρένα χωρίς να «μασάει τα λόγια του». Με αυτή την έννοια, ο Μιλέι ίσως πράγματι εγκαινιάζει μια νέα φάση: την εποχή όπου η συντριπτική προσφορά πληροφορίας δεν οδηγεί σε περαιτέρω ψεύδη, αλλά σε μία εκδοχή ριζικά κυνικής ειλικρίνειας.