Η πρόσφατη προειδοποίηση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας, αποτελεί μια ισχυρή επιβεβαίωση όσων εδώ και χρόνια προειδοποιούσαν για τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού κοινωνικοοικονομικού μοντέλου. Σε ομιλία της στο Παρίσι, η Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να συντηρήσει το γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας, να επενδύσει επαρκώς στην άμυνα και να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα της χαμηλής ανάπτυξης.
Αυτές οι δηλώσεις, που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες στα μέσα του προηγούμενου μήνα, δεν αποτελούν έκπληξη για όσους υποστήριζαν τη σημασία της οικονομικής ελευθερίας, της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Σημαντικοί οικονομολόγοι, think tanks, και μεμονωμένοι πολιτικοί είχαν από καιρό επισημάνει, ότι η υπερβολική εξάρτηση από τη φορολογία, η αυξανόμενη γραφειοκρατία και οι υπερβολικές ρυθμίσεις θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης.
Η Ευρώπη έχει παγιδευτεί σε ένα φαύλο κύκλο. Επενδύει σε ένα κοινωνικό κράτος που χρηματοδοτείται από ολοένα και υψηλότερους φόρους, ενώ αγνοεί την ανάγκη για θεμελιώδεις διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενίσχυαν την παραγωγικότητα και την επιχειρηματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή εξασθένηση της οικονομικής δυναμικής και η αποτυχία της να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις αναδυόμενες ασιατικές οικονομίες.
Η Λαγκάρντ αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Ευρώπη παραμένει υπερβολικά εκτεθειμένη σε γεωπολιτικούς κινδύνους και σε πιθανούς εμπορικούς πολέμους, ιδίως μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Εξήγησε ότι η γηραιά ήπειρος εξαρτάται περισσότερο από το διεθνές εμπόριο, από ό,τι άλλες περιοχές, ενώ υπολείπεται σε κρίσιμες τεχνολογίες που θα καθορίσουν το μέλλον, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη.
Αυτές οι ανησυχίες δεν είναι θεωρητικές. Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ, η μέση ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρώπης, μέχρι το 2029, αναμένεται να περιοριστεί στο 1,45%, σε σύγκριση με το 2,29% των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η διαφορά δεν είναι απλώς ζήτημα στατιστικής, αλλά υποδηλώνει ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες χάνουν σταθερά έδαφος σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους.
Η κρίση που περιγράφει η Λαγκάρντ είναι το αποτέλεσμα δεκαετιών επιλογών που προκρίνουν την αναδιανομή, έναντι της δημιουργίας πλούτου. Τα κρατικά συνταξιοδοτικά συστήματα, βασισμένα στην αναδιανομή, έχουν καταστεί μη βιώσιμα, καθώς ο πληθυσμός γηράσκει και οι δημογραφικές πιέσεις αυξάνονται. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή εμμονή με την «ισότητα» και τη ρύθμιση της αγοράς, έχει μειώσει τα κίνητρα για καινοτομία και επενδύσεις. Η ευρωπαϊκή οικονομία είναι πλέον εξαιρετικά δυσκίνητη.
Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ένα καταιγιστικό κύμα ρυθμίσεων και φορολογικών επιβαρύνσεων, ενώ το κόστος της πράσινης μετάβασης επιβαρύνει περαιτέρω τις ήδη αδύναμες παραγωγικές δομές. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές ηγεσίες αδυνατούν να αντιληφθούν, ότι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα και η παραγωγή πλούτου αποτελούν τη μόνη βιώσιμη βάση για την κοινωνική συνοχή και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Αντίθετα, σαν τους βιολιστές του Τιτανικού, συνεχίζουν να περιθωριοποιούν όλες τις φωνές που μοιράζονται τα δυσάρεστα νέα - ότι ο «σοσιαλφιλελευθερισμός», που αποτελεί το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα της Ευρώπης, έχει αρχίσει να θυμίζει περισσότερο το πρώτο του συνθετικό παρά το δεύτερο.
Οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς έχουν εδώ και χρόνια, προειδοποιήσει για αυτά τα προβλήματα. Η οικονομική ελευθερία δεν είναι απλώς μια ιδεολογική θέση, αλλά ένα πρακτικό εργαλείο για την επίλυση συστημικών προβλημάτων. Ένα περιβάλλον που προωθεί την επιχειρηματικότητα, περιορίζει τη γραφειοκρατία και ενθαρρύνει τις επενδύσεις, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για βιώσιμη ανάπτυξη.
Η προειδοποίηση της Λαγκάρντ δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί απλώς ως μια οικονομική ανάλυση, αλλά ως ένα κάλεσμα για δράση. Αντί να συνεχίσουμε, ως ήπειρος, να ακολουθούμε ένα μοντέλο που αποδεδειγμένα οδηγεί σε στασιμότητα, η Ευρώπη πρέπει να υιοθετήσει ένα νέο όραμα, που θα βασίζεται στη δημιουργία, και όχι στην αναδιανομή του πλούτου.