Μαθήματα από τη λογοκρισία της πανδημίας

Η πανδημία του COVID-19 ανέδειξε πόσο γρήγορα μπορεί να εξελίσσεται η επιστημονική συναίνεση και πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της δημόσιας υγείας και την ελευθερία της έκφρασης. Στην αρχή, οι περισσότερες κυβερνήσεις και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έσπευσαν να εντοπίσουν και να περιορίσουν ό,τι θεωρούσαν «επικίνδυνη παραπληροφόρηση».

Οι αποφάσεις αυτές συχνά βασίζονταν σε αρχικές ενδείξεις ή σε επείγουσες εκκλήσεις για συμμόρφωση με τις επίσημες οδηγίες· ωστόσο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ορισμένες από αυτές τις δήθεν «εσφαλμένες» απόψεις είχαν στοιχεία αλήθειας, ή ήταν απλώς πρόωρες εικασίες που αργότερα επαληθεύτηκαν εν μέρει ή πλήρως από νεότερα δεδομένα. Το αποτέλεσμα ήταν να στιγματιστούν άτομα που μπορεί απλώς να έθεταν ερωτήματα για την προέλευση του ιού, την αποτελεσματικότητα των διάφορων τύπων μασκών, τον ρόλο της φυσικής ανοσίας ή τις πιθανές κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις των παρατεταμένων lockdown. Μεγάλο μέρος αυτών των ζητημάτων φάνηκε εκ των υστέρων ότι απαιτούσε πιο λεπτομερή συζήτηση, χωρίς επίσημους αφορισμούς ή αυτοματοποιημένες ποινές αποκλεισμού.

Το πρόβλημα δεν ήταν απλώς η εκάστοτε πολιτική ή οι επιστημονικές παραδοχές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκαν μέτρα λογοκρισίας σε μια χρονική περίοδο που η ίδια η επιστήμη βρισκόταν σε συνεχές μεταβαλλόμενο πεδίο. Διάφορες θεωρίες, από το «lab leak» μέχρι το κλείσιμο των σχολείων και την αβεβαιότητα γύρω από την πραγματική επίδραση των lockdown, αντιμετωπίστηκαν σε αρκετές περιπτώσεις ως «επικίνδυνες» προτού υπάρξει ξεκάθαρη διάψευση ή επιβεβαίωση από τα στοιχεία.

Το ίδιο συνέβη και με τις συζητήσεις για τη διαφορά μεταξύ φυσικής και εμβολιαστικής ανοσίας, καθώς και με τις επισημάνσεις ότι άνθρωποι που έχουν εμβολιαστεί μπορούν παρόλα αυτά να μεταδώσουν τον ιό σε ορισμένες συνθήκες. Ενδιαφέρον έχει ότι, μόλις βγήκαν στο φως περισσότερες μελέτες και οι επίσημες ανακοινώσεις άλλαξαν ύφος, πολλά από αυτά που αρχικά θεωρούνταν «παραπληροφόρηση» τελικά ενσωματώθηκαν σε μια πιο ώριμη και πολυεπίπεδη προσέγγιση.

Ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τη δυσκολία λήψης αποφάσεων, ειδικά σε μια πρωτόγνωρη κρίση. Οι πλατφόρμες και οι αρχές επιφόρτισαν τον εαυτό τους με την προστασία του κοινού από κινδύνους που δεν είχαν ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως. Ωστόσο, η όποια καλή πρόθεση δεν αναιρεί τις αρνητικές συνέπειες που προέκυψαν: άνθρωποι - ακόμα και ειδικοί - που συμμετείχαν σε καλόπιστο διάλογο στιγματίστηκαν, προέκυψε πόλωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη μεγάλης μερίδας του πληθυσμού προς τους θεσμούς.

Στην πράξη, η προσέγγιση που επιλέξαμε δεν απέτρεψε απαραίτητα τη διάδοση ανακριβειών· αντίθετα, συχνά αναζωπύρωσε το αίσθημα ότι όποιος αποκλίνει από την «επίσημη γραμμή» φιμώνεται από μια ανώτερη αρχή. Αυτό ενίσχυσε λαϊκιστικά και συνομωσιολογικά σενάρια που θέλουν την εξουσία να κρύβει πληροφορίες ή να εξυπηρετεί σκοπιμότητες.

Καθώς τα γεγονότα του COVID-19 σταδιακά υποχωρούν, προκύπτει μια κρίσιμη ανάγκη: να γίνει απολογισμός των πρακτικών λογοκρισίας που εφαρμόστηκαν, όχι τόσο για να επιρριφθούν ευθύνες με το βλέμμα στο παρελθόν, αλλά για να αποφευχθούν αντίστοιχα λάθη στο μέλλον. Η ιστορία δείχνει ότι όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται εν θερμώ, υπάρχει ο κίνδυνος να χαρακτηρίζονται «ψευδείς» ειδήσεις που απλώς δε συμβαδίζουν με το κυρίαρχο αφήγημα της στιγμής.

Σε κάθε περίπτωση, μια πιο διαφανής διαδικασία θα είχε βοηθήσει να διαχωριστούν οι σκοπίμως κακόβουλες ψευδείς πληροφορίες από τις ειλικρινείς διαφωνίες ή τις πρωτότυπες ιδέες που τροφοδοτούν την επιστημονική έρευνα. Ακόμα και σε συνθήκες πανικού ή επιτακτικής δημόσιας υγείας, η ευκολία με την οποία εφαρμόστηκαν μαζικοί αποκλεισμοί και επισημάνσεις ως «πλαστές ειδήσεις» ή «ψευδοεπιστήμη» απέδειξε πόσο εύθραυστο μπορεί να είναι το όριο ανάμεσα στη δημόσια προστασία και τον αντιπαραγωγικό αυταρχισμό.

Τέλος, η επιστημονική κοινότητα καλείται να διασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια γύρω από τα ποσοστά βεβαιότητας σε θέματα που επηρεάζουν άμεσα τη ζωή των πολιτών και τις πολιτικές αποφάσεις για τη δημόσια υγεία. Η μετάδοση της πληροφορίας δεν πρέπει να παρουσιάζεται σαν μία απόλυτη «αλήθεια» ή ένα «ψεύδος», αλλά να αναδεικνύει το εύρος της πιθανότητας και της αβεβαιότητας που συνοδεύει οποιαδήποτε ερευνητική διαδικασία. Όταν οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι οι ειδικοί κρατούν κρυφά τα όρια του τι είναι τεκμηριωμένο και τι παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση, χάνουν την εμπιστοσύνη τους, και αυτό οδηγεί σε περαιτέρω σύγχυση και κλονισμό των θεσμών.