Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου το πολιτικό σκηνικό των Ηνωμένων Πολιτειών διαμορφώνεται ξανά από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Οι επιλογές του για το υπουργικό του συμβούλιο, καθώς και η στρατηγική που έχει υιοθετήσει, παρουσιάζουν σαφείς διαφοροποιήσεις σε σχέση με το 2016. Τότε, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Τραμπ, μιας και δεν ήταν μέρος της πολιτικής τάξης, ήταν να επιλέξει μία ομάδα 4-5 ανθρώπων της εμπιστοσύνης του και να υλοποιήσει τις εισηγήσεις τους σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις. Αυτή η στρατηγική του στοίχισε αρκετά και έγινε εμφανής με τις απανωτές αλλαγές ανθρώπων σε κρίσιμες θέσεις και υπουργεία. Σήμερα επιλέγει συνεργάτες με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Το επιτελείο του Τραμπ που πλέον έχει ανακοινωθεί στη δημοσιότητα και θα περάσει από τη διαδικασία έγκρισης της Γερουσίας, αποτελείται από άτομα που έχουν αποδείξει πρωτίστως την αφοσίωσή τους στον ίδιο τον Τραμπ και δευτερευόντως την αξία τους, τη γνώση και το όραμά τους για τον τομέα που επιλέχθηκαν. Οι επιλογές αυτές, που συνδυάζουν τυφλή αφοσίωση στον Τραμπ και διάφορους βαθμούς ικανότητας, διαμορφώνουν έναν δυναμικό και προσαρμοσμένο στις ανάγκες του Τραμπ συνασπισμό, ο οποίος διαφέρει σημαντικά από το παρελθόν.
Το 2016, ο Τραμπ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικά κινήματα άλλων, όπως το Tea Party και το συντηρητικό κίνημα. Αυτή τη φορά, όμως, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο δικό του κίνημα, MAGA (Make America Great Again), το οποίο έχει καλλιεργήσει και ενδυναμώσει εδώ και οκτώ χρόνια. Η εμπειρία που απέκτησε στον πολιτικό στίβο του έχει δώσει τη δυνατότητα να σχηματίσει ξεκάθαρη εικόνα για το πώς λειτουργεί η Ουάσινγκτον και ποιοι μπορούν να είναι αξιόπιστοι σύμμαχοι. Αυτό αποδεικνύεται από την απόφασή του να μην συμπεριλάβει τον Μάικ Πομπέο σε καμία θέση ευθύνης, παρά το γεγονός ότι ο Πομπέο ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους συνεργάτες του στο παρελθόν.
Στο τακτικό πεδίο, μία από τις πιο έξυπνες στρατηγικές κινήσεις του Τραμπ ήταν η διαχείριση της υποψηφιότητας του Ματ Γκέιτζ για τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα. Ο Τραμπ και η ομάδα του χρησιμοποίησαν την πρόταση αυτή ως ένα εργαλείο αποπροσανατολισμού και στρατηγικής πίεσης. Σύμφωνα και με τη σχετική ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο Newsweek, η υποψηφιότητα του εξαιρετικά αμφιλεγόμενου Γκέιτζ χρησιμοποιήθηκε για να προκαλέσει αντιδράσεις από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς αντιπάλους του, αποσπώντας την προσοχή από άλλους, πιο κρίσιμους διορισμούς. Το αποτέλεσμα ήταν να παρασύρει τους αντιπάλους του σε μία συζήτηση που δεν είχε ουσιαστική βάση μιας και ο Γκέιτς απέσυρε την υποψηφιότητά του, ενώ ο Τραμπ συνέχισε να διορίζει ανθρώπους που σε κανονικές συνθήκες θα προκαλούσαν τεράστιες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το προφίλ των νέων επιλογών του Τραμπ για το υπουργικό συμβούλιο αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό και τον συνασπισμό που τον ανέδειξε ξανά στην εξουσία. Από λευκούς της εργατικής τάξης, μέχρι συντηρητικούς με έντονη φιλοϊσραηλινή στάση, καθώς και πρώην Δημοκρατικούς που ανήκουν στον αντι-καθεστωτικό (anti-establishment) χώρο, όπως ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι και η Τάλσι Γκάμπαρντ, ο Τραμπ επιχειρεί να συγκεντρώσει ένα πολυσυλλεκτικό σύνολο που να αντανακλά το εύρος της πολιτικής του βάσης. Αυτό δείχνει την πρόθεσή του να κινηθεί πέρα από τα παραδοσιακά όρια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και να ενισχύσει τη σύνδεσή του με διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, ενδεχομένως αποσκοπώντας στην ολοκλήρωση του εκλογικού μετασχηματισμού που ξεκίνησε με την εκλογή του το 2016.
Από όλους τους διορισμούς, ξεχωρίζει θετικά ο Ίλον Μασκ και ο Βιβέκ Ραμασουάμι που θα ηγηθούν του DOGE (Department of Government Efficiency). Οι δύο αυτοί καινοτόμοι έχουν ήδη αποδείξει την ικανότητά τους να επιφέρουν αλλαγές και να βελτιώνουν διαδικασίες στον επιχειρηματικό κόσμο. Μία αντίστοιχη συμβολή τους στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής για τη μείωση της γραφειοκρατίας, του μεγέθους του κράτους, και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του αμερικανικού δημοσίου. Αντίθετα, ανησυχίες εγείρονται για τον διορισμό της Τάλσι Γκάμπαρντ στη θέση της Διευθύντριας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI). Η Γκάμπαρντ έχει κερδίσει την εκτίμηση του Τραμπ για τις αντισυστημικές της απόψεις, οι επικριτές της όμως υπογραμμίζουν ότι η προσέγγισή της σε κρίσιμα θέματα, όπως η εθνική ασφάλεια, η σχέση της με τη Ρωσία και οι θέσεις που εξέφρασε στο παρελθόν αναφορικά με τη Συρία μπορεί προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς.
Ο νέος αυτός συνασπισμός που διαμορφώνεται υπό την καθοδήγηση του Τραμπ δείχνει έναν ηγέτη που έχει ωριμάσει πολιτικά και έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Αν και υπάρχουν πολλοί και σοβαροί κίνδυνοι και αβεβαιότητες, η νέα θητεία του Τραμπ υπόσχεται να φέρει σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών.