Ο Ντόναλντ Τραμπ έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα ζήτημα που πολλοί επιλέγουν να αγνοούν: Τη βαθιά δομική ανισορροπία που χαρακτηρίζει το ΝΑΤΟ. Στη συνέντευξή του στην εκπομπή Meet the Press, επανέλαβε με σαφήνεια τη θέση του ότι οι σύμμαχοι πρέπει να καλύπτουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, διαφορετικά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανεξετάσουν τη συμμετοχή τους στη Συμμαχία. Αν και οι δηλώσεις του προκαλούν συχνά έντονες αντιδράσεις, θίγουν ζητήματα που αφορούν τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη του ΝΑΤΟ.
Η θέση του Τραμπ ότι οι χώρες–μέλη πρέπει να «πληρώνουν τους λογαριασμούς τους» δεν είναι ούτε πρωτοφανής ούτε άδικη. Η Συμμαχία έχει εδώ και χρόνια συμφωνήσει πως κάθε μέλος οφείλει να δαπανά τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ του για αμυντικές δαπάνες. Ωστόσο, για χρόνια πολλές χώρες – ιδίως πλούσιες ευρωπαϊκές – απέτυχαν να τηρήσουν αυτή τη δέσμευση. Το 2014, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα κάλυπταν τον στόχο, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιπες χώρες απολάμβαναν τα οφέλη της συμμαχίας χωρίς να συμμετέχουν δίκαια στο κόστος της. Σήμερα, λόγω της επιμονής του Τραμπ και της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία, ο αριθμός των χωρών που εκπληρώνουν τον στόχο έχει αυξηθεί στις 23.
Η στάση αυτή των Ευρωπαίων συμμάχων, που συνδύαζε αλαζονεία και καιροσκοπισμό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να επωμιστούν το συντριπτικό βάρος της αμυντικής χρηματοδότησης του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, οι ίδιες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν προστατευτικές εμπορικές πολιτικές που πλήττουν την αμερικανική οικονομία. Η αντίφαση είναι προφανής: από τη μία, οι Ευρωπαίοι προσδοκούν αμερικανική στρατιωτική προστασία, ενώ από την άλλη επιβάλλουν φραγμούς στις αμερικανικές εξαγωγές και ασκούν ηθικοπλαστική κριτική στις ΗΠΑ για κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές. Αυτό το «διπλό πλήγμα» που περιγράφει ο Τραμπ είναι ενδεικτικό της έλλειψης ισορροπίας και δικαιοσύνης στη σχέση των δύο πλευρών του Ατλαντικού.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ πέτυχε να αυξήσει τις συνεισφορές των χωρών–μελών κατά περισσότερα από 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή η επιτυχία αποδεικνύει ότι η σκληρή διαπραγματευτική του τακτική είχε αποτελέσματα και ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είναι σε θέση να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες όταν αντιλαμβάνονται πως οι εναλλακτικές τους είναι περιορισμένες. Αν και συχνά δέχεται κριτική για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη Συμμαχία, οι ενέργειές του ανέδειξαν την υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από την αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τη λογική του 1949. Εκείνη την εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το αδιαμφισβήτητο κέντρο της Δύσης, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τις κατεστραμμένες οικονομίες και κοινωνίες τους. Σήμερα, οι εποχές έχουν αλλάξει. Η Ευρώπη είναι οικονομικά ισχυρή και πρέπει να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί, όχι μόνο για την ασφάλεια της ηπείρου αλλά και για τη διατήρηση της ίδιας της Συμμαχίας.
Η κριτική του Τραμπ στο ΝΑΤΟ δεν υπονομεύει απαραίτητα τη Συμμαχία, όπως συχνά διατείνεται ορισμένος πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος. Αντίθετα, θίγει βασικά ζητήματα που είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ΝΑΤΟ. Σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικές προκλήσεις αυξάνονται και η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων μετατοπίζεται, η Συμμαχία πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Αυτό σημαίνει περισσότερη αμοιβαιότητα, περισσότερη δικαιοσύνη και μεγαλύτερη διαφάνεια.
Η αλήθεια είναι πως η αμερικανική κοινωνία έχει κουραστεί να χρηματοδοτεί μια Συμμαχία που συχνά αντιμετωπίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως δεδομένες και έχει αρχίσει να δείχνει σημάδια κόπωσης από τον ρόλο του παγκόσμιου χρηματοδότη και αστυνόμου. Οι Αμερικανοί πολίτες βλέπουν τους φόρους τους να διοχετεύονται σε πολέμους, στρατιωτικές βάσεις και συμμαχίες που δεν θεωρούν ότι συνεισφέρουν άμεσα στην ευημερία τους. Αυτό το αίσθημα έχει γίνει πιο έντονο στις τελευταίες δεκαετίες, καθώς οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν εσωτερικές προκλήσεις όπως η πολιτική πόλωση, η κρίση στις υποδομές και οι ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια και υγεία.