Η επιφύλαξη πολλών Αμερικανών πολιτών και πολιτικών απέναντι σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) ή το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), έχει βαθιές ρίζες στην ιδεολογία, την πολιτική κουλτούρα και την ιστορική εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά το γεγονός ότι οι ίδιες οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ή στη χρηματοδότηση αρκετών εξ αυτών των οργανισμών, η αμερικανική κοινή γνώμη παραμένει αρκετά δύσπιστη όταν πρόκειται να αναγνωρίσει την αυθεντία ή την αποτελεσματικότητά τους.
Αν και τα αίτια είναι σύνθετα, μπορούν να εντοπιστούν σε συγκεκριμένες πτυχές της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας, στην έμφαση στην εθνική κυριαρχία και στην ανησυχία ότι οι διεθνείς θεσμοί επηρεάζονται από γεωπολιτικούς συσχετισμούς που δεν εξυπηρετούν υποχρεωτικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ένας θεμελιώδης παράγοντας είναι η παράδοση του αμερικανικού εξαιρετισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες γεννήθηκαν μέσα από ένα απελευθερωτικό κίνημα που αποτίναξε την εξουσία του βρετανικού θρόνου, ανέπτυξαν μια συνταγματική δημοκρατία βασισμένη σε επιλεγμένες αρχές του Διαφωτισμού και εξελίχθηκαν σε παγκόσμια υπερδύναμη κατά τον 20ό αιώνα. Μεγάλο μέρος της αμερικανικής συλλογικής ταυτότητας στηρίζεται στη λογική ότι οι ΗΠΑ αποτελούν μια μοναδική «πολιτική και ηθική εμπειρία» στην ανθρώπινη ιστορία, που λειτουργεί ως φάρος για άλλους λαούς.
Η ιδέα αυτή πυροδοτεί την αίσθηση ότι η αμερικανική δημοκρατία και το σύστημά της δεν χρειάζεται «επιτήρηση» ή «καθοδήγηση» από υπερεθνικούς οργανισμούς. Επιπλέον, ορισμένοι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν τις συμβάσεις και τις συνθήκες που προτείνουν τα Ηνωμένα Έθνη ή άλλοι φορείς ως περιορισμούς στην εθνική τους αυτοδιάθεση που αρκετά συχνά προσκρούουν και στο Σύνταγμα της χώρας.
Ένας δεύτερος λόγος σχετίζεται με την εντύπωση ότι οι διεθνείς οργανισμοί δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί ή αξιόπιστοι. Ο τρόπος με τον οποίο ο ΠΟΥ χειρίστηκε διάφορες υγειονομικές κρίσεις (συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας του COVID-19) προκαλεί αμφιβολίες για το κατά πόσο ο οργανισμός λειτουργεί με ουδέτερο και καθαρά επιστημονικό τρόπο ή αν επηρεάζεται από τα συμφέροντα συγκεκριμένων μεγάλων δυνάμεων που μάλιστα είναι εχθρικές ή ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ (π.χ. Κίνα).
Παρομοίως, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ θεωρείται από πολλούς Αμερικανούς ότι αδυνατεί να επιλύσει κρίσιμες συγκρούσεις (Συρία, Ουκρανία, Υεμένη κ.λπ.), ενώ η Γενική Συνέλευση παρουσιάζεται ως αναποτελεσματική ρητορική αρένα. Αυτή η αίσθηση αναποτελεσματικότητας γίνεται εντονότερη, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεισφέρουν σε μεγάλο βαθμό στον προϋπολογισμό αυτών των οργανισμών και οι πολίτες τους δεν βλέπουν αποτελέσματα που να δικαιολογούν τις δαπάνες.
Παράλληλα, υπάρχει και η ανησυχία ότι οι διεθνείς θεσμοί μπορούν να εργαλειοποιηθούν γεωπολιτικά εις βάρος των αμερικανικών συμφερόντων. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, για παράδειγμα, έρχεται συχνά στο επίκεντρο της κριτικής λόγω της στάσης του έναντι του Ισραήλ, ενώ πολλοί Αμερικανοί φοβούνται ότι ενδέχεται να εκδώσει διώξεις εναντίον αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού ή πολιτικών ηγετών, αγνοώντας την εθνική δικαιοδοσία και τις δικές τους νομικές διαδικασίες. Αυτή η ανησυχία δεν αφορά μόνο τη διάσταση της εθνικής κυριαρχίας, αλλά εντείνεται από την πεποίθηση ότι ορισμένες χώρες εντός των διεθνών οργανισμών ασκούν πιέσεις προκειμένου να «τιμωρήσουν» ή να «ελέγξουν» τις Ηνωμένες Πολιτείες, είτε ως πράξη συμβολικής πολιτικής είτε σε ανταπόδοση για άλλες αντιπαραθέσεις.
Ένας τέταρτος παράγοντας είναι η εσωτερική πολιτική πόλωση στις ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι τείνουν συχνά να επιδεικνύουν εντονότερο σκεπτικισμό απέναντι σε οργανισμούς που θεωρούνται «παγκοσμιοποιητικοί», υποστηρίζοντας ότι αυτοί οι θεσμοί αποδυναμώνουν την εθνική κυριαρχία ή προωθούν ατζέντες αντίθετες στα αμερικανικά συμφέροντα.
Ωστόσο, και μέρος των Δημοκρατικών κρατάει αποστάσεις, κυρίως όταν βλέπει οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ να αποτυγχάνουν στη διαχείριση ανθρωπιστικών κρίσεων ή να μην επιδεικνύουν αποφασιστικότητα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εσωτερική αυτή διάσταση ενισχύει το αίσθημα ότι δεν υπάρχει συμφωνία στο εσωτερικό της χώρας για το πώς πρέπει να διαμορφώνεται η σχέση των ΗΠΑ με τους διεθνείς θεσμούς.
Κρίσιμο ρόλο παίζει και η «τραυματική» εμπειρία των αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων. Από τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, όπου η διοίκηση Μπους βρέθηκε σε αντιπαράθεση με το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μέχρι τους διχασμούς για την παρέμβαση στη Λιβύη επί Ομπάμα, η αμερικανική κοινωνία έχει βιώσει την πολυπλοκότητα των παγκόσμιων θεσμών που άλλοτε εγκρίνουν επεμβάσεις κι άλλοτε τις απορρίπτουν, δημιουργώντας ένα αίσθημα ασυνέπειας. Επιπλέον, η αδυναμία αυτών των θεσμών να αποτρέψουν ή να επιλύσουν γρήγορα διάφορες συγκρούσεις, σε συνδυασμό με την εντύπωση ότι συχνά λειτουργούν με αναποτελεσματικές γραφειοκρατικές διαδικασίες, επιβεβαιώνει την αμερικανική καχυποψία.
Τελικά, η αμερικανική δυσπιστία απέναντι σε οργανισμούς όπως ο ΠΟΥ, ο ΟΗΕ ή το ΔΠΔ δεν είναι μονοδιάστατη. Στηρίζεται τόσο σε πολιτισμικούς παράγοντες – την έμφαση στην ανεξαρτησία, τον ιστορικό ρόλο των ΗΠΑ ως «προστάτιδας» της δημοκρατίας – όσο και σε πρακτικές εμπειρίες. Η πολυεθνική συνεργασία που ευαγγελίζονται αυτοί οι οργανισμοί δεν είναι, για πολλούς Αμερικανούς, η αυτονόητη απάντηση στα προβλήματα του κόσμου. Αντιθέτως, η καχυποψία ότι παγκόσμιοι θεσμοί μπορεί να λειτουργούν σε βάρος των αμερικανικών συμφερόντων, σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι σπανίως επιφέρουν πραγματικές λύσεις, διαμορφώνει μια διαρκή αμφιβολία. Γι’ αυτό, όσες φορές η εκάστοτε αμερικανική κυβέρνηση δείχνει μεγαλύτερη διάθεση συνεργασίας με διεθνείς φορείς, θα συναντήσει μια ευρεία μερίδα ψηφοφόρων (κι από τις δύο πλευρές) που θα απαιτήσουν αποδείξεις αποτελεσματικότητας, διαφάνειας και δικαιοσύνης, προτού παραχωρήσουν κομμάτι της εθνικής τους κυριαρχίας σε υπερεθνικούς μηχανισμούς.