Ομοσπονδιακή Ευρώπη; Καθόλου εύκολο

«Ή τώρα γινόμαστε Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή έχουμε χάσει το τρένο οριστικά». Με αυτή τη φράση, η οποία ακούστηκε πρόσφατα σε μια ομιλία της, η Ντόρα Μπακογιάννη συμπύκνωσε τις ανησυχίες μεγάλου μέρους της ηπείρου μας για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επισημαίνοντας ότι τα «ξυπνητήρια» έχουν χτυπήσει εδώ και καιρό χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, υπογράμμισε πως εάν η Ευρώπη δεν προχωρήσει σε πραγματική ενοποίηση, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις και θα κινδυνεύσει να χάσει κάθε δυνατότητα να διατηρηθεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Στον ίδιο τόνο, επανέλαβε την ανάγκη κοινής αμυντικής στρατηγικής, συνεργασίας στην αμυντική βιομηχανία, πραγματικής ενιαίας αγοράς και αποτελεσματικής αξιοποίησης των τεράστιων αποταμιεύσεων που λιμνάζουν εντός της ΕΕ. Όπως είπε, η τωρινή αμηχανία της Ένωσης είναι μονοπάτι παρακμής, και αν δεν ξεπεραστούν ριζωμένα ταμπού σχετικά με την εθνική κυριαρχία και την οικονομική ολοκλήρωση, δύσκολα θα αποφευχθεί η παρακμή.

Παρά τα εύλογα επιχειρήματα υπέρ της πλήρους ομοσπονδιοποίησης, δεν λείπουν οι ενστάσεις και οι ανησυχίες ότι μια τέτοια εξέλιξη ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Πρώτον, αρκετοί επικαλούνται το ιστορικό παράδειγμα των υπερβολικά κεντρικά σχεδιασμένων συστημάτων ως προειδοποίηση. Σε προηγούμενες δεκαετίες, συστήματα με ασφυκτικό κρατικό έλεγχο στην οικονομία και υπερσυγκέντρωση εξουσιών απέτυχαν να ενθαρρύνουν την καινοτομία και να σεβαστούν τη διαφορετικότητα των επιμέρους περιοχών. Η ΕΕ, σε μια υπερομοσπονδιακή εκδοχή της, θα μπορούσε να διολισθήσει σε υπερβολική γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα νέες στρεβλώσεις και περισσότερες αναστολές για τις εθνικές κοινωνίες που θέλουν να διατηρήσουν τις ιδιαιτερότητές τους.

Δεύτερον, η ιδέα ότι οι πολίτες θα δεχτούν χωρίς μεγάλες αντιστάσεις την εκχώρηση επιπλέον κυριαρχίας αποτελεί υπεραπλούστευση. Τα έθνη-κράτη στην Ευρώπη διαθέτουν βαθιές ρίζες στην ιστορία και την εθνική ταυτότητα. Πολλοί θεωρούν ότι η σημερινή έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ευρωπαϊκές δομές (οι οποίες συχνά κατηγορούνται για γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό) θα διογκωθεί, αν οι πολίτες αντιληφθούν πως «χάνεται» ο εγχώριος έλεγχος σε καίρια ζητήματα άμυνας, βιομηχανίας, ακόμη και εξωτερικής πολιτικής. Η δημοκρατική νομιμοποίηση των υπερεθνικών θεσμών είναι μέχρι σήμερα εύθραυστη, καθώς οι εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο δεν φαίνεται να δημιουργούν ένα αίσθημα πανευρωπαϊκής «εθνικής» συμμετοχής. Άρα, η συμβατότητα μιας ομοσπονδιακής δομής με τη λαϊκή βούληση παραμένει υπό αμφισβήτηση.

Τρίτον, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια πραγματική ομοσπονδία, χρειάζεται εκπόνηση συνταγματικού κειμένου αντίστοιχου με εκείνο που διαμόρφωσε τις ΗΠΑ μετά την Αμερικανική Επανάσταση. Πρόκειται για απαιτητική υπόθεση που προϋποθέτει πολιτικές ηγεσίες με το ηθικό και πνευματικό κύρος να πείσουν τα κράτη-μέλη να συγχωνεύσουν τόσο ριζικά τα συμφέροντά τους. Σήμερα, όμως δεν υπάρχουν στην ευρωπαϊκή σκηνή «πατέρες» τέτοιας οραματικής εμβέλειας. Η ανησυχία είναι ότι θα έχουμε μια Ένωση με την τυπική μορφή ομοσπονδίας, που όμως θα κυβερνάται από μέτριες ηγεσίες και αμφιλεγόμενες γραφειοκρατικές δομές, θυμίζοντας περισσότερο την ΕΣΣΔ παρά τις ΗΠΑ.

Πάνω σε αυτές τις ενστάσεις, αρκετοί προτείνουν μια πιο ήπια προσέγγιση της ολοκλήρωσης: βήμα-βήμα ενίσχυση του ελεύθερου εμπορίου, σύγκλιση επιλεγμένων πολιτικών, ίσως και μια σταδιακή εναρμόνιση στη φορολογία ή την άμυνα, αλλά χωρίς ριζική μεταμόρφωση. Εντούτοις, η διαρκής επιφυλακτικότητα γεννά και το ρίσκο της παράλυσης. Όταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βλέπουν χρονοβόρες διαπραγματεύσεις δίχως ουσιαστική πρόοδο, διογκώνεται ο ευρωσκεπτικισμός και οι πιο ριζοσπαστικές φωνές κερδίζουν έδαφος.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, ανεξάρτητα από το πόσο δραματική μπορεί να ακούγεται η ρητορική για «χαμένο τρένο», η Ευρώπη όντως στέκεται μπροστά σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι. Ή θα τολμήσει ένα μεγάλο ομοσπονδιακό βήμα όπως προτείνουν αρκετοί οραματιστές, ή θα επιλέξει άλλο δρόμο που θα επιτρέψει πιο ευέλικτο συντονισμό, χωρίς βέβαια να εγκλωβιστεί στο σημερινό «μισό-μέτρο». Όποια και αν είναι η επιλογή, το σίγουρο είναι πως η ΕΕ πρέπει να αλλάξει. Πιθανότατα τα πράγματα να γίνουν καλύτερα είτε έχουμε περισσότερη, είτε λιγότερη ΕΕ, αρκεί να ξεφύγουμε από αυτό το ενδιάμεσο στάδιο.