Η ελληνοαμερικανική μου ταυτότητα προσφέρει μια ιδιαίτερη οπτική πάνω στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας. Από τη μία πλευρά, η Αμερική αποτελεί το χαρακτηριστικό παράδειγμα του «melting pot», μιας κοινωνίας όπου διαφορετικές κουλτούρες, εθνικότητες και φυλές συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν. Από την άλλη, η Ελλάδα παραμένει μια σχετικά ομοιογενής κοινωνία, με την παράδοση και την ιστορική συνέχεια να αποτελούν τον πυρήνα της συλλογικής ταυτότητας. Αντίθετα, με τις ακραίες απόψεις υπέρ ή κατά της πολυπολιτισμικότητας, η πραγματικότητα δείχνει ότι η επιτυχία της εξαρτάται από τον τρόπο εφαρμογής της και, κυρίως, από τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας.
Η πολυπολιτισμικότητα συχνά παρουσιάζεται ως ιδανικό που προάγει τη διαφορετικότητα και εμπλουτίζει την κοινωνική ζωή. Ωστόσο, υπάρχουν παραδείγματα όπου η εφαρμογή της προκάλεσε διχασμό και ένταση. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, οι προσπάθειες επιβολής πολυπολιτισμικών πολιτικών χωρίς επαρκή συναίνεση είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία παράλληλων κοινωνιών, με εθνοτικές κοινότητες να ζουν απομονωμένες από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αυτή η αποξένωση ενισχύει την καχυποψία και τα στερεότυπα, υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή.
Αντίθετα, η οργανική ενσωμάτωση μεταναστευτικών κοινοτήτων έχει αποδειχθεί πιο αποτελεσματική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι ελληνικές κοινότητες διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα ενώ ταυτόχρονα ενσωματώθηκαν στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτή η αλληλεπίδραση ωφέλησε τόσο τις κοινότητες όσο και την αμερικανική κοινωνία συνολικά. Παρόμοιο παράδειγμα έχουμε στην Ελλάδα με τους Αλβανούς μετανάστες, οι οποίοι παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, κατάφεραν να ενταχθούν και να συμβάλουν ουσιαστικά στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας.
Η διαφορά ανάμεσα στην επιτυχημένη και την αποτυχημένη πολυπολιτισμικότητα έγκειται στη δημόσια στήριξη. Όταν οι πολιτικές ενσωμάτωσης επιβάλλονται από το κράτος χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας, δημιουργούν αντιδράσεις και εντάσεις. Οι πολίτες συχνά αισθάνονται ότι απειλείται η πολιτιστική τους ταυτότητα, ενώ οι μετανάστες αισθάνονται απομονωμένοι. Η έλλειψη κατανόησης και αμοιβαίου σεβασμού οδηγεί σε κοινωνικούς διαχωρισμούς, οι οποίοι σε βάθος χρόνου μπορούν να προκαλέσουν πολιτικές κρίσεις.
Η εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης και η πολιτική ηγεσία διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Όταν οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολυπολιτισμικότητα ως επιβολή ή προϊόν πολιτικής ορθότητας, η δυσπιστία μεγαλώνει. Αντίθετα, όταν η πολιτική ηγεσία προάγει τη συζήτηση και τον διάλογο, δημιουργούνται συνθήκες αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού, που συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή. Είναι σημαντικό οι πολιτικές ενσωμάτωσης να βασίζονται σε καλόπιστες αλληλεπιδράσεις, ώστε να προκύπτουν αυθόρμητα και όχι ως αποτέλεσμα επιβολής από πάνω προς τα κάτω.
Οι μεγάλες πόλεις τείνουν να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του χάσματος μεταξύ της επιτυχημένης και αποτυχημένης πολυπολιτισμικότητας. Στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, διαφορετικές κοινότητες συνυπάρχουν, δημιουργώντας έναν πλουραλισμό που ενισχύει τη ζωντάνια και την καινοτομία της πόλης. Αντίθετα, στα προάστια του Παρισιού, δημιουργήθηκαν γκέτο που συχνά αποτελούν εστίες κοινωνικών εντάσεων. Αυτή η αντίθεση ενδεχομένως, να υποδεικνύει ότι η πολυπολιτισμικότητα δεν μπορεί να επιβληθεί, αλλά πρέπει να προκύψει μέσα από αυθόρμητες αλληλεπιδράσεις και τη συμμετοχή της κοινωνίας.
Η αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας συμβαίνει όταν γίνεται αντιληπτή ως προσπάθεια αλλοίωσης της πολιτιστικής ταυτότητας μιας χώρας. Οι πολίτες βλέπουν αυτές τις πολιτικές ως απειλή στην παράδοσή τους, κάτι που ενισχύει τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά αντανακλαστικά των κοινωνιών. Οι πολιτικές αυτές δεν αποτυγχάνουν, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς αρκετών «δικαιωματιστών», λόγω ξενοφοβίας ή ρατσισμού, αλλά λόγω έλλειψης διαλόγου και συναίνεσης. Όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι οι πολιτικές ενσωμάτωσης τους αγνοούν ή τους επιβάλλονται, η δυσπιστία και η αντίδραση είναι αναμενόμενες.
Ένα πρόσθετο πρόβλημα που αφορά τους ξένους που βρίσκονται στη χώρα μας είναι ότι ένα πολύ σημαντικό μέρος τους δεν επιθυμεί να ριζώσει στη χώρα μας και να ευημερήσει. Οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν την Ελλάδα σαν ενδιάμεσο σταθμό πριν φτάσουν στην εκάστοτε γη της επαγγελίας. Κατά συνέπεια, ούτε εκείνοι, ούτε και εμείς (ως πολίτες) έχουμε ιδιαίτερο συμφέρον για πραγματική συνεννόηση και διάδραση, αφού η «σχέση» μας είναι προσωρινή.