Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ, αλλά και στο εξωτερικό, τείνουν να λειτουργούν περισσότερο σαν διαμορφωτές εντυπώσεων παρά ως αντικειμενικοί ρεπόρτερς γεγονότων όταν αναφέρονται στον 45ο και από χθες 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Η ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ και ο τρόπος που την παρουσίασαν πολλά από αυτά τα μέσα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης.
Αντί να σταθούν στην ιστορικότητα μιας ορκωμοσίας και στα μηνύματα της ομιλίας του νέου Προέδρου, μεγάλα δίκτυα και δημοσιογραφικές πηγές επέλεξαν να αναδείξουν δευτερεύοντα ή και παραπλανητικά ζητήματα, προκειμένου να προβάλλουν την αφήγηση ότι ο Τραμπ είναι «ο εκλεκτός των πλουσίων» και ότι ο λόγος του υπήρξε «διχαστικός».
Μία από τις πρώτες ειδήσεις που κυριάρχησαν στα μέσα ενημέρωσης ήταν ότι η τελετή ορκωμοσίας του Τραμπ παρακολουθήθηκε από αρκετούς δισεκατομμυριούχους, ενώ μεγάλες εταιρείες συνέβαλαν οικονομικά στη διοργάνωση. Η ερμηνεία που προσέφερε μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων ήταν αρκετά προβλέψιμη: Παρουσίασαν τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικανούς ως «πιόνια» της οικονομικής ολιγαρχίας, υπονοώντας ότι η πολιτική του θα υπηρετήσει αποκλειστικά τα συμφέροντα των υπέρ-πλουσίων.
Ωστόσο, όποιος έχει βασική γνώση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος γνωρίζει ότι μεγάλες επιχειρήσεις και οικονομικοί «κολοσσοί» εδώ και δεκαετίες χορηγούν τις ορκωμοσίες, ανεξαρτήτως κόμματος ή προέδρου. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσκληση των ζάπλουτων. Πρόκειται για μια θεσμική πρακτική που δεν ανακαλύφθηκε από τον Τραμπ, ούτε εξαφανίζεται όταν ένας Πρόεδρος προέρχεται από το Δημοκρατικό Κόμμα.
Στην πραγματικότητα, οι πιο πρόσφατες προεκλογικές εκστρατείες είχαν από πίσω τους τεράστια επιχειρηματικά κεφάλαια, και τούτο ισχύει ιδίως για την Αντιπρόεδρο των Δημοκρατικών, Καμάλα Χάρις, η οποία – κάτι που πολλοί «ξεχνούν» – ξόδεψε κατά 50% περισσότερα χρήματα σε σχέση με τον Τραμπ στη δική της εκστρατεία.
Επομένως, δεν υπάρχει τίποτα «σκανδαλώδες» ή «πρωτοφανές» στη λίστα των προσκεκλημένων ή στη στήριξη που δέχτηκε η ορκωμοσία από κάποιες μεγάλες εταιρείες. Η απόπειρα των μίντια να παρουσιάσουν αυτήν τη συνηθισμένη πρακτική σαν θρίαμβο της «πλουτοκρατίας» υποτιμά την ικανότητα των αναγνωστών να δουν την πραγματικότητα. Είναι σαφής προσπάθεια διαμόρφωσης εντυπώσεων, η οποία στοχεύει στο να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα εναντίον του νέου Προέδρου και του κόμματός του.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο στάθηκαν πολλές αναλύσεις ήταν ότι ο εναρκτήριος λόγος του Τραμπ ήταν «διχαστικός». Αν όμως δούμε τα ακριβή του λεγόμενα, προκύπτει μία πιο σύνθετη εικόνα. Ναι, επιτέθηκε έντονα στους προκατόχους του, κατηγορώντας τους ότι επέτρεψαν τη «χρήση του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως πολιτικό όπλο», ότι προώθησαν τη «woke κουλτούρα» εις βάρος της παραδοσιακής αμερικανικής ταυτότητας και ότι άφησαν τον αμερικανικό στρατό να παρακμάσει. Ασφαλώς, όσοι βρέθηκαν στο στόχαστρο του λόγου του Τραμπ είχαν κάθε λόγο να νιώσουν ότι τους «δείχνει με το δάχτυλο».
Ωστόσο, όταν πέρασε στο θέμα της αμερικανικής κοινωνίας, ο Τραμπ υιοθέτησε ενωτική ρητορική: Εξέφρασε ευγνωμοσύνη προς τις μειονότητες που τον στήριξαν, δήλωσε ότι θέλει να κάνει πράξη το όραμα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, δεσμεύτηκε ότι δεν θα χρησιμοποιήσει το βάρος της εκτελεστικής εξουσίας εναντίον πολιτικών αντιπάλων και ότι θα καθιερώσει μια κοινωνία «χωρίς χρώμα», βασισμένη στην αξιοκρατία. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην προστασία της ελευθερίας του λόγου, υποσχόμενος να σταματήσει κάθε κυβερνητική παρέμβαση που εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση. Σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκεται ο «διχασμός» όταν ο Πρόεδρος απευθύνει κάλεσμα για σεβασμό στην ελευθερία, στη διαφορετικότητα και στο κοινό όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας;
Φυσικά, τα αισθήματα πικρίας δεν έλειπαν, και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί: Ο Τραμπ έχει περάσει τα τελευταία οκτώ χρόνια σε μια συνεχή δίνη κατηγοριών – από «Χίτλερ» μέχρι «Μουσολίνι» – και σε πολλές δικαστικές διαμάχες με έντονο πολιτικό υπονοούμενο. Είναι αναμενόμενο να υπάρχει σκληρή κριτική στο κατεστημένο που, κατά τον ίδιο, επιχείρησε να τον εξουδετερώσει. Αυτό, όμως, δεν συνιστά «διχαστική ρητορική» απέναντι στους ίδιους τους πολίτες της χώρας.
Συμπερασματικά, ο τρόπος κάλυψης της ορκωμοσίας του Τραμπ από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης δεν αποτέλεσε έκπληξη. Το αφήγημα ότι «οι Ρεπουμπλικανοί είναι πιόνια των πλουσίων» και ότι «ο Τραμπ εκφωνεί διχαστικούς λόγους» επαναλαμβάνεται σχεδόν τελετουργικά, χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση. Πρόκειται, σε μεγάλο βαθμό, για μια απόπειρα επηρεασμού της κοινής γνώμης, μακριά από την αντικειμενική αποτύπωση της πραγματικότητας.
Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με την πολιτική Τραμπ, οι δημοσιογράφοι που ενδιαφέρονται για την αλήθεια οφείλουν τουλάχιστον να αναλύουν τα γεγονότα με συνέπεια και να παρουσιάζουν το πλαίσιο της κάθε περίπτωσης. Διαφορετικά, δεν υπηρετούν την ενημέρωση, αλλά τη χειραγώγηση.