Η νέα εποχή της πολιτικής επικοινωνίας και επιρροής έχει φέρει στο προσκήνιο το φαινόμενο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Σύνδρομο Διαταραχής Μασκ» (Musk Derangement Syndrome - ή απλά MDS). Με ανάλογο τρόπο όπως το «Σύνδρομο Διαταραχής Τραμπ» (TDS) είχε αναδείξει την ανεξέλεγκτη προκατάληψη κατά του Ντόναλντ Τραμπ, το MDS περιγράφει την εμμονική και άνευ αντικειμένου αντιπαράθεση με τον Ίλον Μασκ, έναν από τους πιο σημαντικούς και καινοτόμους επιχειρηματίες της εποχής μας.
Η πρόσφατη ανάμειξη του Μασκ στις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό των Ηνωμένων Πολιτειών ανέδειξε με εμφατικό τρόπο αυτό το φαινόμενο. Μέσα από την πλατφόρμα που ο ίδιος ελέγχει, το Twitter (νυν X), ο Μασκ κατάφερε να επηρεάσει ουσιαστικά τη δημόσια συζήτηση και, κυρίως, την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του – και ιδιαίτερα οι προοδευτικοί κύκλοι στις ΗΠΑ – έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για λαϊκισμό και παρεμβατισμό, όμως τα αποτελέσματα της παρέμβασής του ήταν αναμφισβήτητα θετικά:
Πρώτον, η συμφωνία που επιτεύχθηκε περιλάμβανε σημαντική μείωση δαπανών σε σχέση με την αρχική μορφή του προϋπολογισμού, περιορίζοντας την ανεξέλεγκτη επέκταση του κρατικού προϋπολογισμού. Περιοχές που συχνά κατηγορούνται για σπατάλες – όπως υπερβολικές δαπάνες σε δημόσιες υπηρεσίες και αχρείαστα προγράμματα – κόπηκαν από το τελικό κείμενο. Δεύτερον, η κυβερνητική παρέμβαση περιορίστηκε, επιτρέποντας μεγαλύτερη ευελιξία στην οικονομία και δίνοντας περισσότερο χώρο στον ιδιωτικό τομέα. Και, τέλος, ο Μασκ επέμενε στην ακύρωση της προτεινόμενης αύξησης στους μισθούς των μελών του Κογκρέσου, μια πρωτοβουλία που έλαβε τα εύσημα από τη βάση των πολιτών.
Την ίδια στιγμή, οι θιασώτες των δημοκρατικών μαζί με αρκετά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ερμήνευσαν την επίδραση που είχε η παρέμβαση του Μασκ ως ένδειξη ότι αυτός είναι που πραγματικά ελέγχει την ατζέντα του Τραμπ, αποκαλώντας τον “Πρόεδρο Μασκ”. Επίσης, διέσπειραν ψευδείς ειδήσεις (ακόμα και στη χώρα μας) σχετικά με το περιεχόμενο και τον σκοπό των παρεμβάσεων του Μασκ με σκοπό να υποβαθμίσουν τη σοβαρότητα και την εγκυρότητά του.
Το MDS, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στις αντιδράσεις κατά του Μασκ. Είναι κομμάτι μιας ευρύτερης τάσης που έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στα μέσα ενημέρωσης και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Όπως συνέβη με τον Τραμπ, έτσι και με τον Μασκ, η αντιπαράθεση δεν περιορίζεται σε πολιτική κριτική, αλλά εξελίσσεται σε φανατική, σχεδόν θρησκευτική, εναντίωση. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης δε διστάζουν να διαστρεβλώσουν δηλώσεις ή να μεγαλοποιήσουν γεγονότα που αφορούν τον Μασκ, προκειμένου να υποστηρίξουν μια αφήγηση που τον παρουσιάζει ως απειλή για τη δημοκρατία ή την κοινωνία.
Οι παραλληλισμοί μεταξύ του MDS και του Trump Derangement Syndrome είναι προφανείς. Και στις δύο περιπτώσεις, βλέπουμε μια προκατάληψη που οδηγεί σε υπερβολές και ψευδείς ισχυρισμούς. Επιπλέον, το φαινόμενο ενισχύει την πόλωση, καθιστώντας δύσκολη τη διεξαγωγή λογικών και παραγωγικών συζητήσεων. Οι πολέμιοι του Μασκ, όπως συνέβη με τον Τραμπ, εστιάζουν περισσότερο στην προσωπικότητά του παρά στις πολιτικές ή επιχειρηματικές πρωτοβουλίες του.
Το πιο ανησυχητικό αποτέλεσμα αυτών των “συνδρόμων” είναι η διάβρωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και την πολιτική διαδικασία. Όταν η συζήτηση κυριαρχείται από συναισθηματικές αντιδράσεις και όχι από ορθολογική κριτική, το κοινό χάνει την εμπιστοσύνη του τόσο στους ηγέτες όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, οι μόνοι που ωφελούνται από αυτή την πόλωση είναι οι εχθροί της δημοκρατίας, οι οποίοι επιδιώκουν να αποσταθεροποιήσουν τις δυτικές κοινωνίες.
Η περίπτωση του Μασκ και η ανάμιξή του στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό είναι χαρακτηριστική. Οι ενέργειές του συνέβαλαν σε μια πιο υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, που είναι σύμφωνη με την ατζέντα που του έχει αναθέσει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τραμπ, αλλά η κριτική που δέχθηκε ξεπέρασε κάθε όριο σοβαρότητας. Αντί να εστιάζουμε στο αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τον ίδιο τον Μασκ, είναι σημαντικό να εξετάζουμε τις πρωτοβουλίες του αντικειμενικά και να αποφεύγουμε τις υπερβολές που καταστρέφουν τον δημόσιο διάλογο.
Η Ευρώπη και η Ελλάδα μπορούν να πάρουν μαθήματα από αυτές τις εξελίξεις. Η κριτική πρέπει να είναι τεκμηριωμένη και να βασίζεται στα αποτελέσματα, όχι σε προκαταλήψεις. Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απορρίπτει τον φανατισμό και να αγκαλιάζει τη λογική. Διότι, στο τέλος της ημέρας, τα πραγματικά προβλήματα δε λύνονται με υπερβολές, αλλά με νηφαλιότητα και συνεργασία, όπως ακριβώς έγινε τελικά στην Ουάσινγκτον.