Τα Τέμπη και οι εκμεταλλευτές της οργής: Μια ψύχραιμη ματιά

Την Παρασκευή που μας πέρασε, συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη που στοίχισε 57 ζωές. Πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους-Αθήνας, Θεσσαλονίκης, παντού-σε μια προσπάθεια να εκφράσουν συλλογικά τον πόνο τους για ένα δυστύχημα που ακόμα στοιχειώνει τη συλλογική μνήμη. Μέσα σε αυτή τη συλλογική κινητοποίηση μνήμης, θυμού, θλίψης και διαμαρτυρίας, ωστόσο, ξεχώρισαν και περιπτώσεις εκμετάλλευσης των θυμάτων για πολιτικά, επικοινωνιακά ή ιδεολογικά οφέλη.

Πρόκειται για άτομα και ομάδες που, αντί να επικεντρώνονται στην απόδοση Δικαιοσύνης και στη βελτίωση των δομών, μετατρέπουν τον πόνο σε εργαλείο δικών τους επιδιώξεων. Το κριτήριο για να τους αναγνωρίσουμε είναι απλό: όλοι συμφωνούν ότι χρειαζόμαστε Δικαιοσύνη και μέτρα ώστε τέτοια τραγωδία να μην ξανασυμβεί. Όταν όμως κάποιος ξεπερνά αυτό το αίτημα-επιμένοντας στην πλήρη πολιτική ανατροπή, τη συστηματική στοχοποίηση προσώπων ή τη διάδοση θεωριών συνωμοσίας σχετικά με την τραγωδία-εύλογα γεννιούνται υποψίες ότι ίσως πατάει στην οργή του κόσμου για να εξυπηρετήσει άλλες ατζέντες.

Στις 28 Φεβρουαρίου, στις πλατείες όλης της Ελλάδας βρέθηκαν πολλοί ανήλικοι μαθητές, συνοδευόμενοι από δασκάλους και καθηγητές. Η εικόνα καθηγητών με ντουντούκες να φωνάζουν «δεν είναι ατύχημα είναι δολοφονία» και τα παιδιά να ακολουθούν είναι ντροπιαστική για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Φυσικά, και οι νέοι έχουν δικαίωμα φωνής, αλλά οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να ενημερώνουν και να εμβαθύνουν, όχι απλώς να καλλιεργούν σύγχυση. Αυτό που είδαμε σε ολόκληρη τη χώρα, κυρίως στην επαρχία, είναι ορισμένοι φανατικοί καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να μπολιάζουν τα μυαλά των παιδιών μας με μίσος, σύγχυση και άκρατο κυνισμό. Θα πρέπει να ντρέπονται.

Υπήρξαν και φωνές που μίλησαν για σκοτεινά σενάρια: υποτίθεται «χρησιμοποιήθηκε επικίνδυνο φορτίο», «υπήρχε δολοπλοκία». Μια έρευνα που χρηματοδότησαν οι οικογένειες των θυμάτων ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση πιθανών χημικών παραγόντων-κάτι εύλογο και επιθυμητό. Ωστόσο, η επίσημη έρευνα δεν εντόπισε ανάμιξη της κυβέρνησης ούτε ενδείξεις συγκάλυψης. Αυτό δεν εμποδίζει ορισμένους να προωθούν ανεπιβεβαίωτες θεωρίες που θολώνουν το τοπίο. Ακόμα και αν κάποιος διαφωνεί με την επίσημη εκδοχή, η απουσία αποδείξεων για συνωμοσία δείχνει ότι τέτοιες απόψεις περισσότερο διασπείρουν σύγχυση, παρά αναζητούν πραγματική ευθύνη.

Τέλος, παρατηρήθηκαν πολιτικοί που εμφανίστηκαν στις πορείες, δηλώνοντας μεγαλοφώνως ότι «πρέπει να πέσει η κυβέρνηση»-σαν να αρκεί αυτό για να επιστρέψουν οι νεκροί ή να λυθούν όλα τα συστημικά προβλήματα του σιδηροδρομικού δικτύου. Οπωσδήποτε, χρειάζεται επιμελής καταλογισμός ευθυνών σε όσους είχαν πόστο και αμέλησαν. Αλλά όταν η ρητορική εστιάζει αποκλειστικά στην αποκαθήλωση της εκάστοτε κυβέρνησης, αντί για τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που θα αποτρέψουν μελλοντικά δυστυχήματα, τότε φαίνεται ξεκάθαρα πως ο θάνατος των 57 θυμάτων χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για πολιτικές φιλοδοξίες.

Χρειάζεται αποφασιστικότητα ώστε να αποδοθούν ποινικές και πολιτικές ευθύνες. Οι συγγενείς των θυμάτων δεν μπορούν να περιμένουν επ’ αόριστον-θέλουν εξηγήσεις. Ο κόσμος που διαδηλώνει αναζητά βεβαιότητα ότι τέτοια τραγωδία δεν θα επαναληφθεί. Ας ακουστούν, λοιπόν, οι φωνές που ζητούν αναβάθμιση των υποδομών, καλύτερη εκπαίδευση του προσωπικού, επανεξέταση των κανόνων ασφαλείας. Αυτό είναι το νόημα των μαζικών κινητοποιήσεων. Όσοι, αντί γι’ αυτό, προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον πόνο ή την οργή-είτε επενδύοντας στην οργή εφήβων, είτε επινοώντας συνωμοσίες, είτε ποντάροντας σε πολιτική αστάθεια-δεν αγωνίζονται για τα θύματα. Αντίθετα, εκμεταλλεύονται τον πόνο της κοινωνίας για να ενισχύσουν μια δική τους ατζέντα.