Τυφλή ή Κουφή; Η κρίσιμη πρόκληση της Ελληνικής Δικαιοσύνης

Οι πρόσφατες διαδηλώσεις με αφορμή την εθνική τραγωδία των Τεμπών καταδεικνύουν ότι η κοινωνία δεν αισθάνεται απλώς απογοητευμένη από το πολιτικό σύστημα, αλλά κυρίως ανησυχεί πως η Δικαιοσύνη ενδέχεται να μην αποδώσει ευθύνες εκεί όπου αναλογούν. Κανείς δεν λέει ότι οι δικαστές οφείλουν να αναδιαμορφώνουν αποφάσεις βάσει των κοινωνικών διαθέσεων ή ότι πρέπει να υπηρετούν το λαϊκό αίσθημα.

Σε μια εύρυθμη δημοκρατία, ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας είναι ξεκάθαρος: Να εφαρμόζει τον νόμο αμερόληπτα, χωρίς να επηρεάζεται από το κοινό αίσθημα, τη συγκυρία ή την πολιτική εξουσία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να αγνοεί παντελώς τη δυσπιστία που εκφράζεται. Όταν μεγάλο μέρος του κόσμου πιστεύει ότι κάποιοι ένοχοι μπορεί να διαφύγουν, κάτι δείχνει να μην πηγαίνει καλά στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο ή στην εικόνα του.

Η διάκριση των εξουσιών επιβάλλει ότι οι δικαστές δεν αποδίδουν δικαιοσύνη «με δημοψήφισμα» ή με βάση τη λαϊκή κατακραυγή. Η ανεξαρτησία τους είναι πυλώνας της δημοκρατίας. Ωστόσο, ταυτόχρονα, η απονομή δικαίου πρέπει να γίνεται με τρόπο που διασφαλίζει ένα βασικό στοιχείο: Εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

Όταν η πλειονότητα των πολιτών αισθάνεται ανασφάλεια - ότι κάποιοι «μεγάλοι» ή «ισχυροί» δεν θα λογοδοτήσουν - τότε δεν τίθεται απλώς ζήτημα ταχύτητας ή ποιότητας των διαδικασιών, αλλά ζήτημα αξιοπιστίας ενός ολόκληρου συστήματος. Η Δικαιοσύνη δεν καλείται να «χαϊδέψει τα αυτιά» της κοινωνίας, καλείται όμως να αναρωτηθεί γιατί, όταν ξεσπά μια κρίση ή μια τραγωδία, τόσος κόσμος θεωρεί ότι οι δικαστικές Αρχές θα αποτύχουν στον ρόλο τους.

Η ίδια η Δικαιοσύνη διαθέτει εσωτερικές δομές και θεσμικούς μηχανισμούς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση αυτής της ραγισμένης εμπιστοσύνης. Η ενίσχυση της διαφάνειας στις δίκες, ο εκσυγχρονισμός της διοίκησης των δικαστηρίων, η ταχύτερη εκδίκαση υποθέσεων, η δημοσίευση δεδομένων για την πρόοδο κρίσιμων φακέλων: Όλα αυτά είναι δυνατότητες στα χέρια της. Κανείς δεν ζητά από τους δικαστές να δηλώνουν τις προθέσεις ή τις εντυπώσεις τους δημόσια. Η ανεξαρτησία επιβάλλει σιωπή ως προς την ουσία των υποθέσεων.

Όμως, όταν όλες οι αναφορές δείχνουν ότι οι πολίτες φοβούνται μια θεσμική «κουκούλα» πάνω από τα λάθη, αναρωτιέται κανείς: Πού είναι οι επίσημες φωνές που θα εξηγήσουν με απλό και σαφή τρόπο πώς λειτουργεί η διαδικασία, γιατί απαιτείται χρόνος ή γιατί δεν θα υπάρξει απόκρυψη; Διότι το «δεν μιλάμε καθόλου» δεν είναι υποχρεωτικά αρετή. Καμιά φορά μπορεί να εκληφθεί σαν αλαζονική σιωπή.

Το σημείο-κλειδί είναι να μην παρερμηνευτεί η ανάγκη ανταπόκρισης στο λαϊκό αίσθημα ως παρέμβαση ή πιέσεις για συγκεκριμένες ετυμηγορίες. Είναι άλλο πράγμα η αμερόληπτη απονομή του νόμου και άλλο η θεσμική αδιαφορία απέναντι σε μια κοινωνία που πενθεί και ανησυχεί.

Η καχυποψία για «παράθυρα» ατιμωρησίας δεν γεννήθηκε από το πουθενά. Συσσωρευμένα, εδώ και δεκαετίες, παραδείγματα υποθέσεων με υψηλόβαθμους εμπλεκόμενους έχουν δημιουργήσει την αίσθηση ότι κάποιοι καταφέρνουν να ξεφεύγουν μέσα από αναβολές, ερμηνείες διατάξεων ή πολύπλοκες γραφειοκρατικές τεχνικές. Αν η Δικαιοσύνη θέλει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη, είναι ανάγκη να δείξει εμπράκτως ότι τέτοιου τύπου φαινόμενα δεν θεωρούνται αποδεκτά και αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά.

Σε μια δημοκρατία, οι θεσμοί κερδίζουν και διατηρούν το κύρος τους όταν επιδεικνύουν διάθεση αυτοβελτίωσης. Οι δικαστές οφείλουν να παραμείνουν ανεπηρέαστοι από την κοινωνική ένταση, όμως η ίδια η Δικαιοσύνη ως θεσμός δεν μπορεί να αγνοεί την κρίση εμπιστοσύνης που έχει εγκατασταθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, διαφάνεια στις διοικητικές διαδικασίες και ξεκάθαρα μηνύματα ότι οι προανακριτικές και ανακριτικές διαδικασίες δεν είναι ένας μηχανισμός κωλυσιεργίας, αλλά ένας δίκαιος και γρήγορος δρόμος για την αλήθεια.

Πού βρίσκονται αυτές οι προσπάθειες; Βλέπουμε σημάδια ότι το δικαστικό σώμα θέλει να εκσυγχρονιστεί και να εξηγήσει ποια μέτρα λαμβάνει εσωτερικά, προκειμένου να μην υπάρχουν άλλοι λόγοι για ανησυχία; Αν όχι, μήπως αυτό δείχνει ότι, αντί να είναι απλώς «τυφλό» ενώπιον όλων, ίσως παραμένει και «κουφό» μπροστά στην επιτακτική ανάγκη για ανανέωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς;