Υπουργείο Αποανάπτυξης

Η είδηση για τα υπέρογκα πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε γνωστές αλυσίδες καταστημάτων κατά τη διάρκεια της Black Friday αναδεικνύει για ακόμη μια φορά την επικίνδυνη και αναποτελεσματική προσέγγιση του ελληνικού κράτους απέναντι στο επιχειρείν. Πρόκειται για μια κατάσταση που προκαλεί ανησυχία σε τρία επίπεδα, καθώς αποκαλύπτει μια κρατική παρέμβαση που όχι μόνο είναι υπερβολική, αλλά είναι και εξοντωτική για τις επιχειρήσεις και καταστροφική για την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Στον πυρήνα του ελληνικού ρυθμιστικού περιβάλλοντος βρίσκεται η αντίληψη ότι το κράτος μπορεί και πρέπει να ελέγχει κάθε πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας, λες και οι επιχειρηματίες είναι εκ προοιμίου ύποπτοι για απάτη. Αυτή η νοοτροπία συνδυάζεται με την υπερρυθμιστική μανία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μέσω της οδηγίας Omnibus του 2019, έχει ενισχύσει την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να αναζητήσει έναν εξορθολογισμένο τρόπο εφαρμογής των κανόνων, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα που θυμίζει σοβιετικές πρακτικές, ρυθμίζοντας πόσες μέρες μπορεί να διαρκεί μία έκπτωση, κάθε πότε πρέπει να αλλάζουν τιμές τα e-shops, και δημιουργώντας μία τεράστια εσωτερική γραφειοκρατία εντός των επιχειρήσεων με σκοπό τη συμμόρφωση με το θεσμικό πλαίσιο αντί για την ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών.

Είναι αδιανόητο να αναμένει κανείς ότι το κράτος μπορεί να ελέγξει πλήρως τις τιμές εκατομμυρίων προϊόντων χωρίς να οδηγήσει σε στρεβλώσεις και προβλήματα. Η αποτυχία τέτοιων συστημάτων είναι ιστορικά καταγεγραμμένη και αναπόφευκτη. Από τη Σοβιετική Ένωση μέχρι σήμερα, οι προσπάθειες κεντρικού ελέγχου στις αγορές έχουν καταλήξει μόνο σε φιάσκο. Είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι μια σύγχρονη δυτική οικονομία μπορεί να αποφύγει τα ίδια λάθη.

Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι το γεγονός ότι το υπουργείο επέλεξε τη χρονική στιγμή της Black Friday για να ανακοινώσει τα πρόστιμα. Παρόλο που οι παραβάσεις φέρονται να συνέβησαν νωρίτερα, η ανακοίνωση έγινε ανήμερα της πιο σημαντικής εμπορικής ημέρας του έτους, αφήνοντας την εντύπωση ότι οι εν λόγω εταιρείες “κοροϊδεύουν” τους καταναλωτές με παραπλανητικές εκπτώσεις - κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σύμφωνα με το ρεπορτάζ. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον καχυποψίας, όχι μόνο απέναντι στις επιχειρήσεις αλλά και στις προθέσεις του ίδιου του κράτους.

Το σημερινό ρυθμιστικό περιβάλλον είναι επίσης εξοντωτικό για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον τομέα του ψηφιακού εμπορίου. Για εταιρείες που διαχειρίζονται εκατομμύρια προϊόντα, τα ανθρώπινα λάθη και οι τεχνικές παραλείψεις είναι αναπόφευκτες. Και όμως, οι κυρώσεις είναι δυσανάλογα αυστηρές, οδηγώντας πολλές επιχειρήσεις στο χείλος της καταστροφής με πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ για παραβάσεις που αφορούν μερικές δεκάδες ευρώ. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο καταστρέφει την εμπιστοσύνη στο κράτος αλλά αποθαρρύνει και τις επενδύσεις.

Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής επεκτείνονται πέρα από τα άμεσα πρόστιμα. Αντί το υπουργείο να βοηθά τις ελληνικές επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν διεθνώς, επιβάλλει πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ για παραβάσεις που σε άλλες χώρες θα θεωρούνταν αμελητέες. Το αποτέλεσμα; Τα μεγάλα διεθνή e-shops (και τα marketplaces όπως το Amazon που εξαιρούνται των κανονισμών) καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις αδυνατούν να σταθούν στον ανταγωνισμό.

Ο υπουργός κ. Θεοδωρικάκος ίσως πιστεύει ότι προστατεύει τους καταναλωτές και ότι σήμερα εμφανίζεται ως τιμωρός της αισχροκέρδειας, όμως στην πραγματικότητα κάνει ξεκάθαρο σε όλα τα e-shops που εδρεύουν στην Ελλάδα ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να χρεοκοπήσουν από τα υπέρογκα πρόστιμα που επιβάλλει το ελληνικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτό το μοντέλο πολιτικής είναι αυτοκαταστροφικό. Αντί να δημιουργεί ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη και την καινοτομία, καταλήγει να πνίγει την επιχειρηματικότητα σε ένα δίκτυο ασαφών κανόνων και υπερβολικής γραφειοκρατίας.