Στο κακό σενάριο της Bank of America, οι ΗΠΑ θα γλιτώσουν την ύφεση, όχι όμως και η ενεργειακά εξαρτημένη από εισαγωγές, Ευρώπη, αφού το πετρέλαιο θα σκαρφαλώσει στα 130-150 δολάρια, οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να αυξήσουν ξανά τα επιτόκια και η προσπάθεια της Ελλάδας, θα δυσκολέψει, όπως λέει στο Liberal ο αναλυτής της τράπεζας Θ.Βαμβακίδης.
Αν και ελπίζει ότι αυτό δε θα συμβεί, εντούτοις επειδή οι αναλυτές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψιν όλες τις πιθανότητες, περιγράφει σε ένα τέτοιο σενάριο δύο κινδύνους που θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα, πέραν του προφανούς, δηλαδή του επώδυνου πετρελαϊκού σοκ, δεδομένης της υψηλής μας εξάρτησης από ενεργειακές εισαγωγές.
Πρώτον, ότι η χώρα επηρεάζεται πολύ από τις εξελίξεις στις ξένες αγορές και δεύτερον ότι έχει ένα ιστορικό αδύναμης μακροπρόθεσμα οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο παραμένει βασικό πρόβλημα για την ελληνική οικονομία, συνδυαστικά με το δημογραφικό και μια σειρά από διαρθρωτικές δυσκαμψίες.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που θεωρεί ιστορική ευκαιρία τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία αν αξιοποιηθούν σωστά, θα φέρουν επενδύσεις, ικανές να αυξήσουν την εξαγωγική ικανότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Διαφορετικά, θα οδηγήσουν απλώς σε μια πρόσκαιρη οικονομική έκρηξη, σκεπάζοντας κάτω από το χαλί τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και αφήνοντας πίσω ένα υψηλότερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Τα σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία είναι πολλά, αφού στη διεθνή επιβράδυνση, έχει προστεθεί και ο αυξημένος γεωπολιτικός κίνδυνος. Τι σας ανησυχεί περισσότερο;
Για να είμαστε δίκαιοι η παγκόσμια οικονομία τα έχει πάει μέχρι τώρα καλύτερα απ’ ότι φοβόμασταν μετά την επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Όταν ξεκίνησαν οι συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων αρκετοί ανησυχούσαν ότι οδηγούμαστε σε ύφεση.
Παρ’ όλα αυτά, η αμερικανική οικονομία παραμένει «ζεστή». Και η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να γνωρίζει μια πρωτοφανή επιβράδυνση, ωστόσο έχει αποφύγει την ύφεση. Οσο για την Κινα, η ανάκαμψη μετά το άνοιγμα της οικονομίας της μετά την περιπέτεια της Covid, ναι μεν είναι πιο αδύνατη απ’ ότι πολλοί ανέμεναν, ωστόσο οι πολιτικές ενίσχυσης συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι τα χειρότερα έχουν περάσει.
Την ίδια πάντως στιγμή δεν έχουμε ακόμη δει τον πλήρη αντίκτυπο στην οικονομία από την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Ειδικά στις ΗΠΑ, η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική στήριξε την οικονομία, ωστόσο αυτό δεν είναι βιώσιμο και οδηγεί σε επίμονο πληθωρισμό και υψηλότερα επιτόκια. Η πτώση των ενεργειακών τιμών σε σχέση με τον περσινό χειμώνα είναι θετική εξέλιξη, ωστόσο νέες απειλές κάνουν την εμφάνιση τους μετά την ανάφλεξη στην Μ.Ανατολή. Για όσο καιρό, ο πληθωρισμός θα παραμένει πάνω από τον στόχο, θα είναι υπαρκτός και ο κίνδυνος μιας απότομης προσγείωσης και οι προκλήσεις θα ενταθούν εφόσον οι τιμές στην ενέργεια πάρουν ξανά την ανηφόρα.
Φοβάστε δηλαδή μια αναθέρμανση του πληθωρισμού; Βλέπετε μπροστά μια δεύτερη κρίση, μετά από εκείνη του 2022;
Κάθε κρίση διαφέρει από την προηγούμενη, ωστόσο δεν χωρά αμφιβολία ότι η παγκόσμια οικονομία είναι πλέον πάρα πολύ εύθραυστη. Η αγορά εκτιμά ότι από τα μέσα του 2024 και καθώς ο πληθωρισμός θα υποχωρεί, οι κεντρικές τράπεζες θα αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια. Εάν ωστόσο ο πληθωρισμός αποδειχθεί πιο επίμονος απ’ όσο υπολογίζουμε ή - ακόμη χειρότερα - αν αυξηθεί κι άλλο έπειτα από μια άνοδο των τιμών στην ενέργεια, τότε οι τράπεζες θα αναγκαστούν να κρατήσουν ψηλά τα επιτόκια για περισσότερο καιρό ή και να τα αυξήσουν.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, αφενός είναι πολύ πιθανή μια ύφεση για την παγκόσμια οικονομία, αφετέρου θα μπορούσαμε ακόμη και να δούμε κάτι να «σπάει», λεμβάνοντας υπόψιν τις πολλές λήξεις ομολόγων κατά την επόμενη διετία. Τα υψηλά επιτόκια θα γίνονταν όλο και πιο επώδυνα για τις εταιρείες και τους κατόχους στεγαστικών δανείων.
Κι αν το Ιράν κλείσει τα στενά του Ορμούζ από όπου περνάει το 25-30% της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και LNG; Ποιό είναι το χειρότερο σενάριο που έχετε επεξεργαστεί;
Αν και ελπίζουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί, ως αναλυτές οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη όλες τις πιθανότητες. Στην δική μας ανάλυση, οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από τον περιορισμό της σύγκρουσης όπου οι τιμές του πετρελαίου θα διαμορφώνονται σε ένα εύρος 90- 95 δολαρίων το βαρέλι, μέχρι το ακραίο σενάριο όπου επεκτείνεται η περιφερειακή σύγκρουση, πλήττει τις ενεργειακές υποδομές της Μ.Ανατολής, με τις τιμές να εκτινάσσονται από τα 130 έως και τα 150 δολάρια το βαρέλι.
Ακόμη και σε αυτό το χειρότερο σενάριο, οι ΗΠΑ θα γλιτώσουν την ύφεση, καθώς έχουν γίνει ενεργειακά ανεξάρτητες, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο για την Ευρώπη. Η Ευρωζώνη θα βίωνε μια πολύ σοβαρή ύφεση για όσο θα διατηρούνταν οι πολύ υψηλές του πετρελαίου. Σε μια τέτοια εξέλιξη οι κεντρικές τράπεζες θα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς θα έπρεπε να επικεντρωθούν στον αυξανόμενο πληθωρισμό και να αγνοήσουν τους κινδύνους που θα σήμαιναν τα ακόμη υψηλότερα επιτόκια για μια ούτως ή άλλως αποδυναμωμένη οικονομία. Σε αυτό το χειρότερο σενάριο, το ευρώ θα μπορούσε εύκολα να κινηθεί πολύ κάτω από την ισοτιμία του με το δολάριο.
Τα ξένα μέσα ενημέρωσης μιλούν για το μεγάλο comeback της Ελλάδας. Τι σηματοδοτούν οι θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία (ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας, εξαγορά του 9% της Alpha Bank από την UniCredit, κλπ); Και τι πρέπει να γίνει για να τις «κεφαλαιοποιήσουμε»;
Αν και οι αγορές είχαν τιμολογήσει καιρό τώρα την αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, αυτή παραμένει ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα. Η Ελλάδα έφερε σε πέρας όλες τις προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της υπεραπόδοσης των δημοσιονομικών στόχων, την μείωση του δημοσίου χρέους, έχει ένα εξαιρετικά χαμηλό κόστος για την εξυπηρέτηση του, πλήρης πρόσβαση στην αγορά, ισχυρά δημοσιονομικά «μαξιλάρια», μαζί με τη δέσμευση για μεταρρυθμίσεις και πολιτική σταθερότητα. Η αύξηση των ξένων επενδύσεων, καθώς και στον τραπεζικό τομέα όπως πρόσφατα, αποτελούν αναμφίβολα ψήφους εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία. Η χώρα βαδίζει στο σωστό δρόμο, παρά τις σημαντικές προκλήσεις από το εξωτερικό περιβάλλον.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνει η Ελλάδα για να συντηρήσει το νέο της προφίλ;
Ο εφησυχασμός μετά από ισχυρές επιδόσεις αποτελεί πάντα ένα κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να έχει δεσμευτεί για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και έχει λάβει μια ισχυρή πολιτική εντολή από τις εκλογές για να το πράξει. Επίσης αρκετές μεταρρυθμίσεις αποτελούν προϋποθέσεις για την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Και θέλω να πιστεύω ότι οι ελληνικές αρχές, βλέποντας τα πολλά τρωτά σημεία της παγκόσμιας οικονομίας, βρίσκονται σε εγρήγορση και είναι έτοιμες για δράση αν χρειαστεί.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να θεωρηθεί ξανά ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης. Πρέπει να συνεχίσει να υπεραποδίδει ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους, να ολοκληρώνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να εφαρμόζει τα φιλόδοξα επενδυτικά της σχέδια ως μέρος του Ταμείου Ανάκαμψης.
Είναι η διεθνής επιβράδυνση ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» για την Ελλάδα; Μήπως δηλαδή εκεί που η Ελλάδα ετοιμάζεται να αναπτυχθεί, βρεθεί απέναντι στην επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας; Το λέω με την έννοια ότι όσο επιβραδύνει η Ευρώπη, τόσο αυτό θα πλήττει τις ελληνικές εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα..
Παραμένουμε ανήσυχοι για την ευρωπαϊκή οικονομία και τα πιθανά σενάρια προσγείωσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η Ελλάδα παραμένει πολύ εκτεθειμένη στις παγκόσμιες αγορές και τα ελληνικά assets θα μπορούσαν να συμπιεστουν σε ένα ευρύ sell-off.
Αν και δεν αποτελεί το βασικό σενάριο, εντούτοις μια ύφεση στην ευρωζώνη στο σενάριο όπου τα επιτόκια παραμείνουν ψηλά για περισσότερο διάστημα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού, προφανώς και θα επηρεάσουν την ελληνική οικονομία. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η προσπάθεια τήρησης των δημοσιονομικών στόχων μπορεί να δυσκολέψει. Και φυσικά ένα νέο σοκ πετρελαϊκών τιμών θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνο για την Ελλάδα, δεδομένης της υψηλής της εξάρτησης από τις ενεργειακές εισαγωγές. Επίσης, παρακολουθούμε από κοντά την πρόσφατη άνοδο των αποδόσεων στα ιταλικά ομόλογα και παρ’ ότι τα ελληνικά yields είναι πλέον χαμηλότερα των ιταλικών, οι όποιες δευτερογενείς επιπτώσεις συνεχίζουν να είναι μια πηγή ανησυχίας.
Πόσο επείγουσα επομένως είναι η ανάγκη εφαρμογής μεταρρυθμίσεων και δομικών αλλαγών στην παραγωγή, ώστε η ελληνική οικονομία να κινηθεί θετικά τα επόμενα χρόνια, ακόμη και σε μια στάσιμη Ευρώπη; Και τι θα συμβεί διαφορετικά, αν δεν καταφέρουμε να αλλάξουμε το υπόδειγμα;
Η αδύναμη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη παραμένει ένα βασικό πρόβλημα για την ελληνική οικονομία. Τώρα, η Ελλάδα επωφελείται από τη δουλειά που έγινε κατά τη διάρκεια του επίπονου προγράμματος προσαρμογής της κατά τη διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης. Η οικονομία είναι επίσης πολύ λιγότερο ευαίσθητη στα υψηλότερα επιτόκια απ’ ότι οι υπόλοιπες, καθώς το δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο στο μεγαλύτερο του μέρος με πολύ χαμηλά επιτόκια και ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα τη τελευταία δεκαετία ήταν χαμηλός. Σαν αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι σήμερα σε θέση να μεγεθύνεται αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Παρ΄όλα αυτά, το δημογραφικό και μια σειρά από διαρθρωτικές δυσκαμψίες εξακολουθούν να δείχνουν προς μια ασθενή ανάκαμψη μακροπρόθεσμα.
Αυτοί ακριβώς είναι και οι λόγοι για τους οποίους το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία. Εάν τα κονδύλια του αξιοποιηθούν σωστά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επενδύσεις, ικανές να αυξήσουν την εξαγωγική ικανότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Διαφορετικά, θα οδηγήσουν απλώς σε μια πρόσκαιρη οικονομική έκρηξη, αφήνοντας πίσω τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και ένα υψηλότερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Μέχρι στιγμής, μου φαίνεται ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, κάτι που επιτρέπει την αισιοδοξία.
*Ο Θανάσης Βαμβακίδης είναι Managing Director και Global Head της G10 Foreign Exchange Strategy για τη Bank of America Merrill Lynch Global Research, με έδρα το Λονδίνο