Απολύτως ορθές και προς τη σωστή κατεύθυνση χαρακτηρίζει σε συνέντευξή του στο Liberal ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Σπύρος Βλαχόπουλος τις τέσσερις τομές που πρότεινε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την αναθεώρηση του Συντάγματος (επιλογή ηγεσίας Δικαιοσύνης, ποινική ευθύνη υπουργών, ιδιωτικά πανεπιστήμια, αξιολόγηση στο Δημόσιο).
Ο διαπρεπής ακαδημαϊκός τονίζει πως πρέπει να αλλάξει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 90 του Συντάγματος, και να επιλέγουν πλέον οι ίδιοι οι δικαστές και οι Ολομέλειές τους τα πρόσωπα που θα στελεχώνουν την ηγεσία της Δικαιοσύνης.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 86 περί «ειδικής μεταχείρισης των υπουργών», χαρακτηρίζει στρεβλή και προβληματική την ισχύουσα διάταξη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τα νομικά ζητήματα από τους νομικούς, και τα πολιτικά από τους πολιτικούς. Οι πολιτικές ευθύνες στη Βουλή, όπως προβλέπει και το Σύνταγμα και οι ποινικές ευθύνες από τη Δικαιοσύνη».
Ως προς την αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο Σ. Βλαχόπουλος επισημαίνει πως όλες οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, απαιτείται να στοχεύουν στην αναβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δημόσιας και ιδιωτικής, συνολικά.
Εξάλλου, υπογραμμίζει ότι η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν απαγορεύεται, σε καμία περίπτωση, από τις ισχύουσες διατάξεις του Συντάγματος, είναι νομικά κατοχυρωμένη. Ωστόσο, χαρακτηρίζει αδήριτη την ανάγκη να αλλάξουμε ως κοινωνία νοοτροπία στο θέμα της αξιολόγησης, καθώς αυτή δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Κύριε Βλαχόπουλε, ποιες είναι οι συνταγματικές επιπτώσεις από την πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη, να προτείνουν οι ολομέλειες των δικαστών τα πρόσωπα για την ηγεσία της Δικαιοσύνης;
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να πω ότι είναι πολύ σημαντικό το θέμα της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, γιατί δυστυχώς το τελευταίο χρονικό διάστημα βιώνουμε μία κρίση εμπιστοσύνης του κόσμου προς τη Δικαιοσύνη. Κι επειδή η Δικαιοσύνη είναι πυλώνας τόσο της Δημοκρατίας όσο και του Κράτους Δικαίου, νομίζω ότι θα πρέπει να σκύψουμε με πολύ μεγάλη προσοχή πάνω στο θέμα αυτό.
Εγώ νομίζω ότι θα πρέπει να αλλάξει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 90, για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Αυτή τη στιγμή, η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Πρόσφατα, είχαμε μια θετική νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία οι Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων θα προτείνουν προς το Υπουργικό Συμβούλιο τα πρόσωπα, τα οποία θα επιλεγούν. Εκτιμώ, όμως, ότι αυτό θα πρέπει να αποτυπωθεί και σε συνταγματικό επίπεδο.
Άρα, λοιπόν, η πρόταση αυτή του πρωθυπουργού είναι σωστή και κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος. Νομίζω ότι θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης είτε – εγώ θα έλεγα ακόμη πιο ριζοσπαστικά – αποφασίζοντας οι δικαστές, οι Ολομέλειές τους, με ψηφοφορία, είτε με κάτι άλλο που έχει ειπωθεί στο δημόσιο διάλογο. Δηλαδή, να μην αποφασίζει το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά να αποφασίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είτε ύστερα από γνωμοδότηση των Ολομελειών των Δικαστηρίων είτε ύστερα από την ακρόαση ενός Συμβουλευτικού Σώματος, το οποίο μπορεί να αποτελείται από τις ηγεσίες των δικαστηρίων, τους δικηγόρους. Με άλλα λόγια από ένα Συμβουλευτικό Σώμα ευρύτερης συναίνεσης.
Η ουσία, πάντως, είναι ότι η διάταξη του άρθρου 90, η οποία προβλέπει επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την αμεροληψία της Δικαιοσύνης, πρέπει να αλλάξει, ώστε ο κυρίαρχος ρόλος να είναι στους ίδιους τους δικαστές για την επιλογή της ηγεσίας τους.
Πώς θα μπορούσε να επηρεάσει τη λειτουργία του δικαστικού σώματος η επιλογή των ηγετών μέσω των ολομελειών των δικαστών; Ενδέχεται να υπάρξουν προβλήματα σχετικά με τη διαφάνεια ή την αντιπροσωπευτικότητα;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Αν δώσουμε την ευκαιρία στους ίδιους τους δικαστές να αποφασίζουν για την ηγεσία τους, δεν νομίζω ότι θα υπάρχουν προβλήματα. Αυτό το οποίο ακούμε πολύ συχνά από τους ίδιους τους δικαστές είναι ότι υπάρχει ένας κίνδυνος καλλιέργειας ενός κλίματος - αν θέλετε - «προεκλογικού» μεταξύ των δικαστών, οι οποίοι θα ήθελαν να αναλάβουν θέση ηγεσίας.
Από την άλλη, όμως, πιστεύω πως δεν υπάρχει κανένας, ο οποίος να είναι αρμοδιότερος και καλύτερα πληροφορημένος για το ποιος είναι ικανός να αναλάβει την ηγεσία της Δικαιοσύνης, από τους ίδιους τους δικαστές. Και δεν μπορώ να δεχτώ το επιχείρημα ότι οι ίδιοι οι δικαστές δεν μπορούν να επιλέγουν την ηγεσία τους, γιατί οι δικαστές είναι εκείνοι που αποφασίζουν για την προσωπική μας ελευθερία, την οικογενειακή μας κατάσταση, την επαγγελματική μας πορεία. Είναι αυτοί που αποφασίζουν για τις τύχες μας. Δεν είναι, λοιπόν, οι πλέον αρμόδιοι, ώστε να αποφασίζουν για την ηγεσία της Δικαιοσύνης;
Κατά την άποψή σας, ποια νομική αξία θα έχει η αλλαγή στο άρθρο 86 του Συντάγματος που προτείνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφορικά με την ειδική μεταχείριση των υπουργών, «ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι η Βουλή προστατεύει τους πολιτικούς», όπως είπε ο ίδιος;
Η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 86 είναι πάρα πολύ σημαντική και είναι κάτι, το οποίο έχει επισημανθεί από μεγάλο μέρος της συνταγματικής θεωρίας.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να πω ότι η εμπλοκή της Βουλής στην αναζήτηση ποινικών ευθυνών από τους υπουργούς έρχεται από πολύ παλιά. Όταν δεν υπήρχε η πολιτική ευθύνη, ως θεσμός της πολιτικής ευθύνης που υπάρχει σήμερα με την πρόταση δυσπιστίας και άρα, λοιπόν, έπρεπε να βρεθεί ένα υποκατάστατο την πολιτικής ευθύνης που ήταν το impeachment, δηλαδή η αναζήτηση ποινικών ευθυνών από τους υπουργούς.
Σήμερα, όμως, που υπάρχει ο θεσμός της πολιτικής ευθύνης, με την πρόταση δυσπιστίας και τα άλλα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να βλέπουμε ένα πολιτικό όργανο, με μία νομική διαδικασία, που είναι η αναζήτηση των ποινικών ευθυνών των υπουργών.
Ας είμαστε ειλικρινείς, κύριε Παναγόπουλε: Το σύστημα, το οποίο προβλέπεται σήμερα, έχει αποτύχει. Και έχει αποτύχει, γιατί είναι εν τη γενέσει του στρεβλό το σύστημα αυτό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος πολίτης σ’ αυτή τη χώρα, ο οποίος να είναι ικανοποιημένος ως προς τον τρόπο, με τον οποίο διαχρονικά έχει εφαρμοστεί ο θεσμός της αναζήτησης ποινικών ευθυνών των υπουργών από τη Βουλή.
Το δεύτερο που θα ήθελα να επισημάνω, είναι ότι ένα πολιτικό όργανο, όπως είναι η Βουλή – γιατί υπάρχει στο DNA αυτού του οργάνου – είναι λογικό να σκέφτεται με πολιτικά κριτήρια και όχι με νομικά.
Επιπλέον, δεν είναι δίκαιο, ακόμη και απέναντι στους ίδιους τους εν ενεργεία ή διατελέσαντες υπουργούς να μην κρίνονται με βάση τον ποινικό νόμο, αλλά να κρίνονται με βάση πολιτικά κριτήρια. Και έχουμε δει πάρα πολλές περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν υπήρξαν διώξεις εναντίον υπουργών που είχαν ποινικές ευθύνες, αλλά και το αντίστροφο, δηλαδή διώξεις υπουργών που έπρεπε να γίνουν για πολιτικούς λόγους. Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν και θα πρέπει να εμπιστευτούμε τη Δικαιοσύνη στο σημείο αυτό και να της δώσουμε τη δυνατότητα σε ανώτατο επίπεδο να αποφασίζει για τις ποινικές ευθύνες των υπουργών.
Υπάρχει δε και κάτι άλλο που είναι πολύ σημαντικό: Με αυτό τον τρόπο, θα αποκατασταθεί και η εμπιστοσύνη του κόσμου προς το πολιτικό σύστημα όσον αφορά το σημείο αυτό. Γιατί, ξέρετε, αυτή τη στιγμή ο κόσμος λέει «ε καλά… δεν δικάζονται υπουργοί». Επομένως, εάν αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, τότε νομίζω ότι θα είναι ένα πολύ θετικό βήμα ως προς την αποκατάσταση και της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.
Συνεπώς, φρονείτε ότι υπάρχουν υπαρκτές νομικές ή συνταγματικές αντιφάσεις στην τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 86 που πρέπει να διορθωθούν μέσω της αναθεώρησης;
Πράγματι, υπάρχουν. Επιτρέψτε μου να πω ότι είναι ένα ερμαφρόδιτο σύστημα αυτό του άρθρου 86. Δηλαδή, για την ποινική δίωξη αποφασίζει η Βουλή, αλλά μετά πηγαίνει σε ένα δικαστικό όργανο. Προσωπικά, δεν αντιλαμβάνομαι πώς για ένα κομμάτι της ποινικής διαδικασίας είναι αρμόδια η Βουλή και για ένα άλλο κομμάτι της ποινικής διαδικασίας είναι αρμόδια η Δικαιοσύνη, ήτοι ένα δικαστήριο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος.
Για να το θέσω απλά, κύριε Παναγόπουλε: Τα νομικά ζητήματα από τους νομικούς, και τα πολιτικά από τους πολιτικούς. Οι πολιτικές ευθύνες στη Βουλή, όπως προβλέπει και το Σύνταγμα και οι ποινικές ευθύνες από τη Δικαιοσύνη.
Ο πρωθυπουργός ζήτησε, εξάλλου, την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος για την Παιδεία, μια διάταξη που προκαλεί εδώ και χρόνια έντονες αντιπαραθέσεις. Ποιες είναι οι κύριες νομικές και συνταγματικές προκλήσεις που συνδέονται με την αναθεώρησή του;
Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα η αναθεώρηση του άρθρου 16. Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι στο σύστημα και την εποχή που ζούμε, δύσκολα μπορεί κανείς να πει ότι θα λειτουργούν μόνον δημόσια πανεπιστήμια. Και έχουμε δει ότι έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας πολλά ξένα πανεπιστήμια με τον α’ ή β’ τρόπο. Άρα, λοιπόν, η πραγματικότητα νομίζω ότι είναι κάτι που θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν μας.
Το σημαντικό, όμως, είναι να συζητήσουμε για το άρθρο 16, με τη στόχευση να ενισχυθεί και το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Αλλά να ενισχυθεί, σε κάθε περίπτωση και η διασφάλιση της ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Εμένα, προσωπικά, αν με ρωτάτε, δεν έχω πρόβλημα με την εγκατάσταση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Αρκεί, όμως, τα πανεπιστήμια αυτά – και αυτό είναι το πιο σημαντικό – αφενός να παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, αφετέρου να μην είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Και το τρίτο είναι να ενισχυθεί το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Γιατί, όταν έρχεται ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στη χώρα μας, το οποίο μπορεί να έρθει χωρίς να έχει όλες εκείνες τις διαδικαστικές και νομικές αγκυλώσεις που έχει ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, τότε προφανώς το πρώτο είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από το δεύτερο.
Δηλαδή, χωρίς αγκυλώσεις, δογματικές ή άλλες, να συζητήσουμε για το άρθρο 16, με μία, όμως, στόχευση: Να εξασφαλιστεί η ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης και από το ιδιωτικά πανεπιστήμια και να διασφαλιστούν τα δημόσια πανεπιστήμια.
Ποιες συνταγματικές προβλέψεις πρέπει να υπάρξουν για την κατοχύρωση της αξιολόγησης στο Δημόσιο χωρίς να παραβιάζεται το δικαίωμα των υπαλλήλων για δίκαιη μεταχείριση; Ποιες είναι οι νομικές δυσκολίες που θα μπορούσαν να προκύψουν κατά την εφαρμογή της αξιολόγησης στο Δημόσιο και πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν;
Προσωπικά, πιστεύω ότι νομικά προβλήματα και εμπόδια δεν υπάρχουν σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της αξιολόγησης στο Δημόσιο. Είναι, καθαρά, θέμα εφαρμογής και αλλαγής της νοοτροπίας μιας κοινωνίας.
Το Σύνταγμά μας έχει αρκετές ασφαλιστικές δικλείδες υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων και ορθώς έχει. Έτσι, λοιπόν, το άρθρο 103 του Συντάγματος κατοχυρώνει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και επίσης κατοχυρώνει τη θέση τους στο Δημόσιο και τη δυνατότητα απόλυσής τους υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις.
Θα πρέπει να πούμε, επίσης, ότι η αξιολόγηση στο Δημόσιο δεν απαγορεύεται από την ισχύουσα διατύπωση του Συντάγματος. Είναι κάτι το οποίο μπορεί να επιτραπεί και προβλέπεται, άλλωστε, νομοθετικά. Εάν μπει ρητώς η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων στο κείμενο του Συντάγματος, τότε θα έχει, απλώς, έναν επιβεβαιωτικό χαρακτήρα.
Για μένα, το κύριο ζήτημα είναι να εφαρμοστεί η αξιολόγηση, γιατί προβλέπεται όπως σας είπα νομοθετικά, ακόμη κι αν υπάρχουν ακόμη κενά ή ελλείπουν βήματα, ώστε να γίνουν προς την υλοποίησή της.
Το μόνο, λοιπόν, που μένει να δούμε, είναι πώς η αξιολόγηση θα εφαρμοστεί με σωστό και δίκαιο τρόπο. Και κάτι το οποίο δεν έχει τονιστεί πολύ: Η αξιολόγηση δεν είναι ανάγκη να έχει πάντοτε τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά μπορεί να έχει και χαρακτήρα επιβράβευσης. Γιατί αυτός ο οποίος εργάζεται περισσότερο, πρέπει πραγματικά να ανταμείβεται γι’ αυτό. Γιατί έτσι, αναπτύσσεται μια καλώς εννοούμενη ευγενική άμιλλα μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων.
Όλα τα παραπάνω είναι εξόχως σημαντικά, γιατί, κατά την άποψή μου, η Δημόσια Διοίκηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του Ελληνικού Κράτους.