Η αμφισημία του Ντόναλντ Τραμπ και ο επιχειρούμενος διεθνώς «κατευνασμός» του. Το ρευστό τοπίο στη Συρία υπό το νέο «μετα-τζιχαντιστικό» καθεστώς, ο τουρκικός παράγοντας και το ενδεχόμενο υπογραφής συμφωνίας για την ΑΟΖ, καθώς και το ανοιχτό κεφάλαιο του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής- Ευρώπης (IMEC). Γιατί η Άγκυρα δεν είναι τόσο ενισχυμένη όσο θέλει να προβάλλει· η θέση Αθήνας-Λευκωσίας ως σταθερές της Δύσης και η καθοριστικής σημασίας ενδυνάμωση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Τριανταφύλλου σε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη στο κλείσιμο του έτους και με φόντο την επικείμενη ανάληψη της προεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Ντόναλντ Τραμπ, που «βρίσκει» την Ευρώπη ενώπιον τεράστιων προκλήσεων, και εμφανώς πάσχουσα από κενό ηγεσίας, και τη Μέση Ανατολή να βιώνει μείζονες γεωστρατηγικές ανακατατάξεις.
Για τα πεδία στα οποία θα υπάρξει συνέχεια στην αμερικανική εξωτερική πολιτική -στα οποία και εντάσσεται η αναβαθμισμένη σχέση με την Ελλάδα, καθώς και η υποστήριξη του Ισραήλ-, αλλά και για τις εστίες αβεβαιότητας μας μιλά ο κ. Τριανταφύλλου, επισημαίνοντας πως τα διφορούμενα μηνύματα που εκπέμπονται από τον ίδιο τον 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ, καθώς και οι σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις στο επιτελείο του, δημιουργούν πρωτόγνωρη αβεβαιότητα ως προς την αμερικανική πολιτική και καθιστούν για όλες τις χώρες ιδιαίτερα δύσκολη την «ανάγνωση» των προθέσεών του. Αυτό με τη σειρά του τις αναγκάζει ενδεχομένως σε μία «επιχείρηση» κατευνασμού του Τραμπ και της Αμερικής πριν την επίσημη αλλαγή σκυτάλης.
Όσον αφορά την Τουρκία, το ενδεχόμενο υπογραφής μνημονίου αναφορικά με την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ της Τουρκίας και της Συρίας υπό το νέο φιλοτουρκικό «μετά-τζιχαντιστικό» καθεστώς προκαλεί προβληματισμό, αναφέρει ο Δημήτρης Τριανταφύλλου, σημειώνοντας πως «η ρευστή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Συρία με την απόπειρα των μετά-τζιχαντιστών να επιβάλλουν την τάξη και να προσπαθήσουν να κυβερνήσουν σε συνδυασμό με την μεταβατική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ και την προσπάθεια της νέας ηγεσίας της ΕΕ για μία πιο συνεκτική εξωτερική πολιτική ελλοχεύει κινδύνους».
Παρά τις προθέσεις της Άγκυρας να υπογραφεί ένα μνημόνιο με την Δαμασκό δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να προχωρήσει σύντομα, επισημαίνει ο κ. Τριανταφύλλου και υπογραμμίζει ακόμη πως η Τουρκία είναι μεν αναμφισβήτητα παράγοντας στη μετά-Άσαντ Συρία, όμως πρέπει να δούμε και την όψη ότι απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τη Δύση και βρίσκεται υπό τη στενή παρακολούθηση Λευκού Οίκου και Κογκρέσου, ενώ αντίθετα η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία ενισχύονται ως αξιόπιστες συμμαχικές χώρες. Όσο για το project του IMEC, διαβλέπει την επιστροφή του κατόπιν μίας εκεχειρίας στη Γάζα που θα έλθει να μειώσει την πίεση προς τα αραβικά καθεστώτα του Κόλπου -αν και θα μπορούσαν να υπάρξουν παραλλαγές σε ένα πιθανό πάρε-δώσε καθώς θα διαμορφώνεται η «νέα» Συρία.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Τριανταφύλλου, ποιο είναι το γενικό αποτύπωμα που αφήνει πίσω της η εξωτερική πολιτική της διακυβέρνησης Μπάιντεν, πρωτίστως στη Μέση Ανατολή, και τι προοιωνίζεται η προεδρία Τραμπ;
Θα λέγαμε ότι αφήνει πίσω της μία δουλειά στη μέση. Μια δουλειά μαραθώνια, που αποτυπώθηκε και με τις αλλεπάλληλες επισκέψεις Μπλίνκεν και άλλων υψηλόβαθμων απεσταλμένων στην περιοχή, ώστε να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και να κοιτάξουμε προς την «επόμενη ημέρα». Αφότου έχασε τις εκλογές η Κάμαλα Χάρις και δεν υπάρχει αυτόματα συνέχεια, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξακολουθεί να προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της. Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι η Αμερική βρίσκεται σε μία φάση μεταβατική. Και αυτό είναι και συνολικά το μεγάλο ζήτημα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, όπου σε ορισμένα ζητήματα είναι σαφές ότι αυτή είναι πια μία απερχόμενη κυβέρνηση, μαζί και οι πολιτικές της, και σε άλλα ζητήματα θα υπάρξει μία συνέχεια.
Όσον αφορά ενδεικτικά την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, στον Λευκό Οίκο, ήλθε να καταδείξει μία περαιτέρω αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ Κύπρου και ΗΠΑ, και αυτό δεν θεωρώ ότι αλλάζει. Η ίδια η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε συνέχεια στη στρατηγική μετατόπιση που είχαμε στην ευρύτερη περιοχή επί πρώτης θητείας Τραμπ, με την κρίση εμπιστοσύνης προς την Τουρκία και την Αμερική να αρχίζει να αναζητεί ερείσματα σε άλλες γειτονικές χώρες. Τότε άρχισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναβαθμίζουν τις σχέσεις τους με την Ελλάδα και άλλες χώρες και τα τελευταία χρόνια και με την Κύπρο.
Εκεί η εικόνα δεν αλλάζει, αλλά τα ζητούμενα της Μέσης Ανατολής είναι πολλά και οι μεταβλητές επίσης. Αν σκεφτεί κανείς μόνο ότι πριν από την 7η Οκτωβρίου πέρυσι, το μεγάλο ζήτημα που συζητούσε όλος ο κόσμος όσον αφορά τη Μέση Ανατολή ήταν το μνημόνιο κατανόησης που είχε υπογραφεί στο περιθώριο της Συνόδου της G-20 στο Νέο Δελχί τον Σεπτέμβριο του 2023 αναφορικά με τον περίφημο Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC) -που προκύπτει λόγω των Συμφωνιών του Αβραάμ, επίσης παρακαταθήκη της πρώτης προεδρίας Τραμπ- και το σχέδιο για την αναβάθμιση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ φαινόταν παράλληλα να προχωρά.
Ως προς αυτά υπήρχε συνέχεια· μετά όμως ήλθε η 7η Οκτωβρίου και οι συνέπειές της. Το πώς έχει αντιμετωπίσει η αμερικανική κυβέρνηση το Ισραήλ, η κακή χημεία μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, αλλά και το γεγονός ότι γνώριζε το Ισραήλ πως εν τέλει θα έχει την υποστήριξη των ΗΠΑ ό,τι κι αν συμβεί, δεν βοήθησαν στο να υπάρξει μία κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Αυτή η προσπάθεια μένει στη μέση για την κυβέρνηση Μπαίντεν και τώρα που φαίνεται ότι ίσως προχωράμε προς μία συμφωνία αυτός που θα βγει κερδισμένος θα είναι ο πρόεδρος Τραμπ.
Αυτό που δεν είχε αλλάξει με την κυβέρνηση Μπάιντεν και ενδεχομένως δεν θα αλλάξει και με την κυβέρνηση Τραμπ, είναι ότι προσπαθούν να βρουν οι ΗΠΑ τα στηρίγματά τους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, αλλά παράλληλα η Αμερική εδώ και πάρα πολύ καιρό κοιτάζει προς τον Ινδο-Ειρηνικό και την Κίνα, όπου υπήρξε συνέχεια από Ομπάμα σε Τραμπ και μετέπειτα σε Μπάιντεν και η πολιτική δεν αλλάζει. Όπως για παράδειγμα συνεχίστηκαν και επί Μπάιντεν οι δασμοί σε κάποια προϊόντα ευρωπαϊκά και όχι μόνο. Η διαφορά είναι ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν πολύ πιο ήπια και πολύ «πιο φιλική», τουλάχιστον στις συνεννοήσεις της με τους εταίρους. Όλο αυτό το κλίμα ενδεχομένως θα αλλάξει με την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ.
Αναφερθήκατε στο εγχείρημα του IMEC. Βλέπετε να επανενεργοποιούνται τα σχετικά σχέδια και κάτω από ποιες συνθήκες;
Έτσι φαίνεται, όμως μετά την 7η Οκτωβρίου με τις πολλαπλές συνέπειές της προέκυψε και αυτό που πολλοί δεν το περίμεναν, η κρίση στη Συρία. Εδώ που λέγαμε ότι αναμένουμε την εκεχειρία στη Γάζα, έχει επιτευχθεί κάτι σημαντικό όσον αφορά τον Λίβανο και τη Χεζμπολάχ, και ενδεχομένως λογικά αυτό θα μειώσει την πίεση προς τα αραβικά καθεστώτα του Κόλπου και θα μπορέσει σιγά-σιγά να επανέλθει μία ισορροπία στις σχέσεις με το Ισραήλ και να προχωρήσουν αυτά τα σχέδια, τώρα βλέπουμε ότι στην παρατεινόμενη ευρύτερη κρίση για τη Γάζα έχει προστεθεί η Συρία.
Βλέπουμε επίσης, όπως κατά την πρόσφατη συνάντηση των αραβικών χωρών στην Ιορδανία, ότι οι δηλώσεις τους είναι πιο σκληρές κατά του Ισραήλ σε σχέση με παλαιότερα. Και μετά την 7η Οκτωβρίου και επί μήνες καθώς μαινόταν ο πόλεμος στη Γάζα, προσπαθούσαν ιδιαίτερα οι χώρες του Κόλπου να μετριάσουν τις δηλώσεις από τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Τώρα, όσο συνεχίζεται αυτή η κρίση και ιδιαίτερα μετά και την απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου κατά του κυρίου Νετανιάχου δυσκολεύονται πάρα πολύ να κρατήσουν αυτή τη μετριοπαθή θέση. Γι’ αυτό λογικά θα επιστρέψουμε μεν στην υλοποίηση αυτών των σχεδίων, αλλά από την άλλη κάθε φορά κάτι συμβαίνει, αλλάζουν οι παράμετροι και έπειτα η κάθε πρωτεύουσα και η κάθε χώρα πρέπει να τα ζυγίσει όλα αυτά πάρα πολύ προσεκτικά όχι μόνο σε σχέση με τους γείτονές της αλλά και όσον αφορά τις επιπτώσεις στο εσωτερικό της.
Αλλά θα ήθελα να πιστέψω ότι εάν τελικά έλθει αυτό το «δώρο», όπως γράφεται, του Νετανιάχου προς τον Τραμπ για την κατάπαυση του πυρός, λογικά σιγά-σιγά θα επιστρέψουμε στο status quo ante και την υλοποίηση των σχεδίων αυτών. Μπορεί όμως να υπάρχει και παραλλαγή· μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στη Συρία. Αν θα σταθεροποιηθεί, αν πραγματικά αυτοί που έχουν αναλάβει την εξουσία θα είναι εκεί σε μερικούς μήνες ή εάν θα μπορούσε να μπει η χώρα σε έναν κύκλο εμφυλίου πολέμου. Αν θα παραμείνει ενιαία η Συρία ή εάν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος διαμελισμός. Παίζονται πάρα πολλά και αν τελικά σταθεροποιηθεί η κατάσταση και υπάρχει αυτή η τουρκική επιρροή -που φαίνεται να υπάρχει επιφανειακά γιατί δεν είναι εντελώς δεδομένη- μήπως όσον αφορά τον IMEC αλλάξουν κάπως τα δεδομένα και μήπως στους συμβιβασμούς που θα γίνουν μπουν και άλλοι παίκτες στο παιχνίδι. Γιατί μία μερίδα του διαδρόμου διεκδικούν και άλλες χώρες που δεν βρίσκονται στο αρχικό σχεδιασμό.
Λέτε δηλαδή πως στο πλαίσιο μίας γενικότερης διαπραγμάτευσης εν μέσω των ανακατατάξεων θα μπορούσε ίσως να βρει ρόλο και η Τουρκία;
Ως αντίδραση στο μνημόνιο κατανόησης για τον IMEC η Τουρκία είχε υπογράψει ένα μνημόνιο κατανόησης για την δημιουργία του «Δρόμου της Ανάπτυξης» με το Ιράκ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φέτος τον Απρίλιο. Η ιδέα είναι από κάποιο από τα λιμάνια των Εμιράτων στον Περσικό Κόλπο, στα Στενά του Ορμούζ, να υπάρχει μία σύνδεση διά του λιμανιού Grand Faw στο Ιράκ στην Τουρκία και εκείνη να μπορεί να έχει μέσω του Μέσου Διαδρόμου κάποιο ρόλο στην εφοδιαστική αλυσίδα. Επειδή μέχρι πριν από λιγότερο ένα από μήνα μιλάγαμε για τη Γάζα και τώρα μιλάμε για τη Συρία, δεν ξέρουμε πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση εκεί και θα υπάρξει ένα πάρε-δώσε που μπορεί να επηρεάσει τα σχέδια αυτά, λέω απλώς ότι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη. Μπορεί σε ένα μήνα τα πράγματα να είναι πιο ξεκάθαρα, όμως να είναι και λιγότερο ξεκάθαρα.
Πώς μεταφράζεται για την Αθήνα και τη Λευκωσία η τουρκική επιρροή στη μετά-Άσαντ Συρία ειδικά υπό το φως των κινήσεων στην κατεύθυνση της υπογραφής μνημονίου οριοθέτησης ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας;
Το ενδεχόμενο υπογραφής ενός μνημονίου αναφορικά με την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ της Τουρκίας και της Συρίας υπό το νέο φιλοτουρκικό «μετά-τζιχαντιστικό» καθεστώς προκαλεί προβληματισμό. Η ρευστή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Συρία με την απόπειρα των μετά-τζιχαντιστών να επιβάλλουν την τάξη και να προσπαθήσουν να κυβερνήσουν σε συνδυασμό με την μεταβατική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ και την προσπάθεια της νέας ηγεσίας της ΕΕ για μια πιο συνεκτική εξωτερική πολιτική ελλοχεύει κινδύνους.
Παρά τις προθέσεις της Άγκυρας να υπογραφεί ένα μνημόνιο με την Δαμασκό δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να προχωρήσει σύντομα όσο το νέο καθεστώς δεν έχει σταθεροποιηθεί και δεν έχει αξιολογήσει τις σχέσεις με όλους τους γείτονές του και των άλλων δρώντων όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ συνυπολογίζοντας της ανάγκες εγγύησης της ασφάλειας της Συρίας και της ανοικοδόμηση της.
Σφαιρικά, και όχι ειδικά, αν κρίνουμε σην Ελλάδα όλα όσα συμβαίνουν στην περιοχή με άξονα πάντα την Τουρκία νομίζω ότι μας βλάπτει στην ανάλυσή μας. Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει κάποιον ρόλο στη Συρία σήμερα και αύριο είναι αναμφισβήτητο, καθώς και ότι οποιοσδήποτε θέλει να έχει ρόλο εκεί θα πρέπει να συνομιλεί και με τον τουρκικό παράγοντα όντως ισχύει.
Από την άλλη όμως, πολλές φορές αυτά που ακούγονται από την Άγκυρα περί επέμβασης κ.λπ. είναι φανφάρες, θα δούμε πώς θα κινηθούν. Ναι, η Τουρκία είναι παράγοντας στη Συρία και ενδεχομένως θα προσπαθήσει να επηρεάσει τις εξελίξεις, όμως κατ΄ εμέ ταυτόχρονα τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τη Δύση με αυτή την τάση αυτονομίας. Από την άλλη έχεις την Ελλάδα, που από το 2016 και μετά ενισχύεται λόγω της στρατηγικής μετάβασης που προανέφερα και επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες σου λένε ‘εγώ πρέπει να βρω και άλλα στηρίγματα στην περιοχή για τα συμφέροντα της Δύσης και της Αμερικής’. Και έχει αρχίσει αυτή η μετάβαση με στήριξη της Ελλάδας -ανάπτυξη της Σούδας, της Αλεξανδρούπολης και άλλων βάσεων- και τώρα με την Κυπριακή Δημοκρατία όπως και με την Ιορδανία και το Ισραήλ. Εμείς ουσιαστικά δεν έχουμε ως χώρα ξεφύγει από την κεντρική γραμμή, την ευρωπαϊκή και τη ΝΑΤΟϊκή.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία μπορεί μεν να είναι παράγοντας στο μέλλον της Συρίας και να προκαλέσει και χίλια άλλα δύο προβλήματα εάν προχωρήσει στην οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο. Από την άλλη ενισχύεται η Ελλάδα ως συμμαχική χώρα και αυτό που εκπέμπει, και το είχε πει ξεκάθαρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είχαμε τα επεισόδια του 2020 στον Έβρο, είναι ότι εδώ είναι τα σύνορα της Ευρώπης, τα σύνορα της Δύσης.
Αθήνα και Λευκωσία είναι πιο αξιόπιστες λύσεις για να μπορούν οι Αμερικανοί να έχουν τις εγκαταστάσεις τους, το προσωπικό, τον εξοπλισμό τους. Και το έχουν δείξει αυτό και με τις πρωτοβουλίες που λαμβάνουν. Συνεπώς, βλέπουμε μία Τουρκία ενισχυμένη μεν, που προβάλλει τον εαυτό της και το ξέραμε ότι πάντα ήθελε αυτό το ρόλο της περιφερειακής δύναμης, αλλά δεν ξέρουμε πόσο θετικό θα της βγει αυτό στο τέλος όσον αφορά και τη σχέση εμπιστοσύνης που προσπαθεί να οικοδομήσει με την Αμερική, καθώς και στο αν θα προχωρήσουν ή μη τα αιτήματα της για εξοπλιστικά -όχι μόνο από την Αμερική αλλά και από δυτικές χώρες. Όσο αναπτύσσει την αμυντική της βιομηχανία η Τουρκία θα έχει ανάγκη από τεχνολογία από δυτικές χώρες που δεν την έχει ακόμη κοκ. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και οι ίδιοι οι Τούρκοι, και νομίζω και οι πρόσφατες δηλώσεις Φιντάν από τη Δαμασκό, απηχούν την προσδοκία ο Τραμπ και το επιτελείο του να συνεννοούνται μαζί τους και να παρακάμπτουν τη γραφειοκρατία στις ΗΠΑ. Οι ίδιοι οι Τούρκοι καταλαβαίνουν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα. Και εκτιμώ γι’ αυτό το λόγο, επειδή όλα είναι σε εξέλιξη στη Συρία, έχουμε ακόμη πολλά πράγματα να δούμε μέχρι να σταθεροποιηθούν.
Λέτε ότι η κατάσταση είναι και θα παραμείνει επί μακρόν ρευστή και ας μη μεγαλοποιήσουμε με έναν τρόπο «νίκες» της Τουρκίας στην περιοχή γιατί υπάρχει και η άλλη όψη. Εξέρχεται ενισχυμένη η Ελλάδα παρά την ανησυχία για νέα παράνομα μνημόνια καθώς επιβεβαιώνει το ρόλο της ως αξιόπιστος σύμμαχος και εταίρος των ΗΠΑ και της Δύσης. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω οι σχέσεις μας με το Ισραήλ;
H σχέση με το Ισραήλ -παρόλο που μας εγείρει ζητήματα και το βλέπουμε στο πώς η Ελλάδα, όχι μόνη της, στα τελευταία ψηφίσματα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είναι και λίγο επικριτική όσο κρατά ο πόλεμος στη Γάζα, αλλά υπάρχουν και αντιφάσεις, δηλαδή στις αποφάσεις του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου τι στάση τηρείς- από την άλλη αυτό που μας έχει «σώσει» είναι ότι έχουμε αναπτύξει αυτές τις σχέσεις με το Ισραήλ.
Αυτό μας βοηθά αφάνταστα και όσον αφορά τις σχέσεις μας με τη κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά θεωρώ ακόμη περισσότερο και όσον αφορά τις σχέσεις μας με τη κυβέρνηση Τραμπ. Και απ’ ό,τι καταλαβαίνω και το ίδιο το Ισραήλ θα προσπαθήσει να ενισχύσει αυτές τις συνεργασίες. Μία χώρα που είναι ολοένα και πιο απομονωμένη στους διεθνείς δεσμούς της, όταν πάμε σε μία ομαλοποίηση της κατάστασης με την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και ενδεχομένως με μία ομαλοποίηση στη Συρία, θα φροντίσει και το ίδιο το Ισραήλ να ξαναφτιάξει τις σχέσεις με τους εταίρους και φίλους και ενδεχομένως θα στηριχθεί σε αυτό. Και βλέπουμε ότι και Αθήνα και Λευκωσία φαίνεται ότι αυτό επιδιώκουν.
Ως προς τη νέα κατάσταση στη Συρία, υπάρχουν τζιχαντιστές «light»;
Εγώ τους αποκαλώ «μετα-τζιχαντιστές», έτσι προσπαθούν να προβάλλονται οι Τζολάνι και σια, αλλά θα δούμε αν τελικά είναι κάτι άλλο. Επειδή όμως αναφέρετε το Ισραήλ, εδώ υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας. Θα πρέπει επίσης να δούμε -και εδώ η Ελλάδα παίζει κάποιο ρόλο- να μην συμβεί στην Αίγυπτο αυτό που συνέβη στη Συρία. Η οποία Αίγυπτος το γνωρίζουμε ότι είναι ευάλωτη. Το καθεστώς Σίσι, που ήλθε κατόπιν της ανατροπής Μουμπάρακ μετά την Αραβική Άνοιξη και μετά την ακόλουθη ανατροπή Μόρσι, είμαι βέβαιος ότι φοβάται γιατί τα τζιχαντιστικά ρεύματα επικοινωνούν μέσα στην κοινωνία και εκεί προσπαθούν να τους ελέγξουν, γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η ειδική σύνδεση στην οποία ποντάρει η Αίγυπτος στην Ευρώπη.
Άλλο ζήτημα είναι εάν είναι σωστό ή όχι να χρηματοδοτείς με εκατομμύρια την Αίγυπτο και την Τουρκία να ελέγχουν τις μεταναστευτικές ροές, αλλά και με τα διάφορα καλώδια και τα άλλα interconnectors που διαμορφώνονται για ηλεκτρική ενέργεια. Το γεγονός είναι ότι γεωγραφικά είμαστε η χώρα που μπορεί να ενώσει την Αίγυπτο με την υπόλοιπη Ευρώπη και το αιγυπτιακό καθεστώς έχει ανάγκη από στήριξη. Και πάλι, αυτή είναι η πρώτη και ουσιαστική αραβική χώρα που τις τελευταίες δεκαετίες πρώτη είχε αναγνωρίσει το Ισραήλ και ανέπτυξε σχέσεις. Εκεί, έχουμε και κοινά συμφέροντα και νομίζω ότι οι σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο είναι εκείνες που μας ενισχύσουν, συν το γεγονός ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να μπούμε σε αυτές τις περιπέτειες εξωτερικής πολιτικής που έχει μπει η ίδια η Τουρκία ή ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου (όπως και αυτές μεταξύ Τουρκίας και του Ισραήλ) μπορεί στο μέλλον να ομαλοποιηθούν.
Είναι προς όφελός μας και πρέπει να ενισχυθούν οι σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο -θα μας βοηθήσει να έρθει μία εκεχειρία με τη Γάζα και σε αυτό το δρόμο κινούμαστε και πρέπει να κινηθούμε. Και αυτά συνδέονται και με αυτά που είπαμε στην αρχή για τον διάδρομο IMEC ότι χρειάζεται αυτή η σταθερότητα.
Πώς βλέπετε τον Ντόναλντ Τραμπ να ισορροπεί μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας; Πώς αποκωδικοποιείτε επίσης την επίμαχη δήλωση Τραμπ ότι η Άγκυρα κρατά το «κλειδί» της Συρίας και πόση βαρύτητα έχει το νομοσχέδιο που προωθείται διακομματικά για κυρώσεις;
Μπορεί σαφώς να έχει διπλή ανάγνωση η δήλωση Τραμπ, ναι μεν αναγνωρίζει ότι έκανε αυτό το «unfriendly takeover» η Τουρκία στη Συρία, αλλά από την άλλη σημαίνει και ότι την παρακολουθεί πάρα πολύ στενά και ενδεχομένως δεν θα της επιτραπεί να προωθήσει 100% τα σχέδιά της. Στο πρώτο ερώτημα, εάν πρέπει να επιλέξεις ως Αμερική και Τραμπ μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, είναι σαφές πού θα γείρει η ζυγαριά, συν η ειδική σχέση που διατηρούν επί μακρόν οι Ντόναλντ Τραμπ και Μπενιαμίν Νετανιάχου. Τα στηρίγματα θα είναι προς το Ισραήλ, ο,τιδήποτε και αν συμβεί στην Αμερική. Όσον αφορά το νομοσχέδιο, εφόσον περάσει αυτό δεν είναι κάτι που όταν αναλάβει την προεδρία ο Τραμπ θα το αλλάξει. Θα λειτουργήσει λαμβάνοντας και αυτό υπόψη ως μέσο πίεσης στην Τουρκία. Μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί; Ναι, μπορεί να το έχει στην ατζέντα του έναντι της Τουρκίας.
Το ζήτημα με τον Τραμπ όμως είναι πως ενώ αυτή είναι όντως μία μεταβατική περίοδος και προσπαθεί η κυβέρνηση Μπάιντεν για όσο καιρό απομένει στην εξουσία να κάνει τη δουλειά της, όπως πρέπει να την κάνει, και να παραδώσει στην επόμενη διοίκηση, σε αυτή την περίοδο κάθε μέρα ακούμε διάφορες αντιφατικές δηλώσεις από τον κύριο Τραμπ -και όχι μόνο αυτό αλλά βλέπουμε και αντιφάσεις όσον αφορά τους διορισμούς που αφορούν τουλάχιστον στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας.
Εκεί είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ο Ίαν Μπρέμερ (σ.σ. ιδρυτής και πρόεδρος του Eurasia Group, επισκέπτης καθηγητής της Σχολής Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια) έγραφε όταν ξέσπασε η κρίση στη Συρία ότι όλες οι χώρες βρίσκονται σε μία φάση κατευνασμού του Τραμπ και της Αμερικής επειδή ακριβώς δεν μπορούν να καταλάβουν και να ερμηνεύσουν εάν οι απειλές και οι δηλώσεις του είτε αφορούν στους δασμούς, είτε το ΝΑΤΟ, ισχύουν ή δεν ισχύουν.
Βλέπουμε τους διορισμούς Ρούμπιο και Μάικ Γουόλτς που όσον αφορά το Κουρδικό έχουν ξεκάθαρη θέση. Βλέπουμε παράλληλα τους τρεις υφυπουργούς που επελέγησαν για το υπουργείο Άμυνας να έχουν μεταξύ τους διαφορετικές θέσεις. Στη συνάντηση στο Παρίσι με τους Μακρόν και Ζελένσκι για τα εγκαίνια της ανακαινισμένης Παναγίας των Παρισίων ο ίδιος ο Τραμπ εμφανίστηκε με κίτρινη γραβάτα, κάτι που ερμηνεύτηκε ως στήριξη προς την Ουκρανία, όμως ταυτόχρονα ο ένας εκ των τριών υφυπουργών Αμύνης είναι από εκείνους που τάσσονται κατά της περαιτέρω χρηματοδότησης και στήριξής της.
Πού καταλήγουν να οδηγούν όλες αυτές οι αντιφάσεις και αποκλίσεις;
Υφίσταται πραγματικά ένας διχασμός τόσο σε όσα λέει ο Τραμπ, όσο και στα μηνύματα που φτάνουν από το επιτελείο του, εξ ου και οι χώρες βρίσκονται σε μία στάση αναμονής. Αντιφατικά είναι τα μηνύματα και σε αυτό το πλαίσιο ο Μπρέμερ έχει μιλήσει για κατευνασμό. Και το είδαμε πώς λειτουργεί αυτό. Ο Καναδός πρωθυπουργός, Τζάστιν Τριντό, ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που είδε ο Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο, για τους δασμούς 25% που λέει ότι προτίθεται να επιβάλλει εάν τα σύνορα του Καναδά δεν γίνουν πιο ασφαλή και για μία σειρά άλλων ζητημάτων. Επιστρέφει ο Τριντό και κινείται προς μία πολιτική για να δείξει στον Τραμπ ότι ‘κοίταξε έχουμε προσπαθήσει να ανταποκριθούμε’ ώστε να μην επιβάλλει δασμούς ή τουλάχιστον να μην είναι ύψους 25%. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει κυβερνητική κρίση στον Καναδά. Δεν ήταν ούτως άλλως καλή η πορεία του Τριντό με τις δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα χάσει τις επόμενες εκλογές, αλλά πάντως προκλήθηκε κυβερνητική κρίση.
Το ίδιο συμβαίνει στην Ευρώπη, με τις απειλές για το ΝΑΤΟ ή τα άρθρα που διαβάζουμε ότι το περίφημο 2% το ξεχάσαμε και αυτό που βγαίνει από τους κύκλους Τραμπ είναι ότι θα ζητήσει 5% για να «κλείσει» κάπου 3%, όπως ανέφερε τελευταίο δημοσίευμα της Wall Street Journal. Κάποιες χώρες επενδύουν 3% ή 3,5% του ΑΕΠ στην άμυνά τους, όπως η Ελλάδα, αλλά είναι πολύ λίγες χώρες, μετρημένες που το έχουν πιάσει, κάθε μία για τους δικούς της λόγους. Το να φτάσεις στο 3%, όταν για πάρα πολλές χώρες είναι δύσκολο και το 2%, δημιουργεί τεράστια προβλήματα.
Καλώς γίνεται φυσικά η έκτακτη Σύνοδος του Φεβρουαρίου για την Άμυνα, και οι δημόσιες συζητήσεις για το πώς θα σπάσουν τα διάφορα ταμπού όσον αφορά τις επενδύσεις ή το δανεισμό για να μπορεί να επενδύσει η Ευρώπη στην ασφάλεια και την άμυνά της και να παρουσιάσουν κάποιο σχέδιο στον Τραμπ ότι κάτι προσπαθεί να κάνει η Ευρώπη, να αναλάβει τις ευθύνες της. Αλλά αν δεν πετύχει; Και μπορεί να το κάνει αυτό η Ευρώπη όταν οι δύο μεγαλύτερες χώρες αυτή τη στιγμή βάλλονται από εσωτερικά προβλήματα;
Το ζήτημα με το κενό ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω της πολιτικής και οικονομικής περιδίνησης Γαλλίας και Γερμανίας…
Κενό ηγεσίας ναι, αλλά ξέρετε από την άλλη ακριβώς σε αυτή τη φάση κατευνασμού βρίσκονται οι ίδιοι οι Κινέζοι που δεν έχουν πρόβλημα ηγεσίας, όμως απ’ ότι φαίνεται και αυτοί προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το δικό τους τρόπο, να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι μπορεί και εκεί να επιβληθούν δασμοί -κάτι που δεν θα βλάψει μόνο την κινεζική οικονομία, αλλά και την αμερικανική, και πολλοί οικονομολόγοι λένε στον Τραμπ να μην το κάνει. Βλέπουμε ότι γενικότερα υπάρχει αυτή τη στάση αναμονής, από την άλλη όμως βλέπουμε επίσης ότι σε αντίθεση με τέσσερα χρόνια πριν, μπορεί να είχε ένα-δύο ηγέτες ο Τραμπ που τον στήριζαν, όπως ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, τώρα όμως είναι περισσότεροι. Έχει τον Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή, είχε μέχρι προσφάτως τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας. Παλαιότερα ήταν μόνο ο Όρμπαν και ο πρώην πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σίνζο Άμπε, τώρα φαίνεται ότι και στην Ευρώπη υπάρχουν ενδεχομένως περισσότεροι -και η Τζόρτζια Μελόνι θεωρείται ότι είναι οπαδός του και σε άλλα μέρη του κόσμου έχει υποστηρικτές που σημαίνει ότι είναι πιο ενισχυμένος στις απόψεις του -συν αν προσθέσει κανείς και αυτό που αποκαλώ ο «παράγοντας χ» που είναι η επιρροή μη θεσμικών προσώπων και μηχανισμών.
Ανοίγετε το κεφάλαιο Ίλον Μασκ…
Βλέπουμε ωμές παρεμβάσεις του Ίλον Μασκ και όχι μόνο στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ενδεικτικά με τον εκτροχιασμό του νομοσχεδίου για τον προϋπολογισμό. Και βλέπουμε ήδη αυτό που είχαν προβλέψει στην Αμερική ότι δηλαδή θα υπάρξουν κάποια στιγμή τριβές μεταξύ Τραμπ και Μασκ. Ήδη, καθώς λέγεται από τους Δημοκρατικούς ότι ο Μασκ είναι ο «πραγματικός πρόεδρος», ο Τραμπ έσπευσε να αποκρούσει υπόνοιες αναφέροντας ότι ο Ίλον Μασκ δεν θα γίνει, και δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος, γατί δεν έχει γεννηθεί στην Αμερική. Για τις παρεμβάσεις του τις ωμές, είτε παίζοντας τα βιντεάκια του Φειδία στο Χ, είτε στηρίζοντας την AfD στη Γερμανία και υιοθετώντας θέσεις της Άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη, θα πρέπει να δουν τι σημαίνει αυτό για ένα άτομο που ουσιαστικά δεν έχει εξουσίες. Το ίδιο το υπερυπουργείο που του έχει αναθέσει ο Τραμπ για να βρει τρόπο για να μειώσει τις δαπάνες στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υφίσταται θεσμικά. Δεν θα περάσει θεσμικά ο Ίλον Μασκ από ακροάσεις από το Κογκρέσο όπως θα περάσουν οι υποψήφιοι υπουργοί των υφιστάμενων υπουργείων.
Παίζεται ένα παιχνίδι πολύ περίεργο με τα social και τις απόψεις που διακινούνται καθώς και μέσω των βίντεο που αναδημοσιεύει ο Μασκ πέραν των προσωπικών του αναρτήσεων. Ειδικά ο Ίλον Μασκ όπως χρησιμοποιεί τη δική του πλατφόρμα Χ που χρυσοπλήρωσε, προσπαθεί να επηρεάσει το δημόσιο διάλογο παντού. Και αυτό στην προκειμένη είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να χειριστεί ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι πολύ περίεργα αυτά που συζητούνται πια, είμαστε σε μία φάση μετάβασης, κατευνασμού και όλος ο κόσμος να προσπαθεί να ερμηνεύσει τελικά ποια θα είναι η θέση της διοίκησης Τραμπ σε διάφορα ζητήματα και έως ότου αναλάβει την εξουσία στις 20 Ιανουαρίου (και ενδεχόμενος κατά την διάρκεια της Προεδρίας Τραμπ) θα είμαστε σε αυτή τη φάση αυξανόμενης αβεβαιότητας γενικότερα για το πού το πάει. Δε νομίζω να έχουμε ξεκάθαρες απαντήσεις διότι υπάρχουν εσωτερικές αντιφάσεις και στο δικό του επιτελείο.
«Κλειδί» οι εσωτερικές αντιφάσεις συνεπώς και η Ευρώπη σε στάση αναμονής
Και μία Ευρώπη που σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ουσιαστικά ξεκίνησε να λειτουργεί από την 1η Δεκεμβρίου, όταν ανέλαβε η νέα Κομισιόν με τους νέους επιτρόπους με τα διάφορα χαρτοφυλάκια που πρέπει να τα μάθουν και να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός καθώς και με την Κάγια Κάλας ως νέα Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και τον Αντόνιο Κόστα ως νέο Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Και αυτό συνδυαστικά με το γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και όχι μόνο οι δύο μεγάλες, βρίσκονται και αυτές σε κάποιες εσωτερικές αντιφάσεις, είναι ευάλωτες πολιτικά, και ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που είναι πολυφωνικό και δύσκολα διαχειρίσιμο. Από την άλλη βλέπουμε να γίνονται τα αυτονόητα, όπως η προσεχής Σύνοδος της 3ης Φεβρουαρίου για την Άμυνα. Θα βγουν συμπεράσματα, θα δούμε τι σημαίνει ένα επόμενο βήμα να πάμε μπρος. Το γεγονός ότι έγινε αυτή η μίνι σύνοδος Βορρά-Νότου στην Λαπωνία, το συζητάμε εμείς περισσότερο ως Έλληνες επειδή συμμετείχε ο Έλληνας πρωθυπουργός, αλλά για εμένα καταδεικνύει ότι σιγά-σιγά απομακρυνόμαστε από αυτό από το οποίο πάσχει η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης, τη λεγόμενη διαμερισματοποίηση.
Και η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία τι λένε; ‘Τουρκία, Τουρκία, Τουρκία’. Οι βαλτικές χώρες και οι Πολωνοί και όλες οι χώρες της Ευρώπης λένε ‘Ρωσία, Ρωσία, Ρωσία’. Πολλές φορές είδαμε ότι δεν καταλαβαίνουν τις θέσεις μας και ενδεχομένως εμείς είμαστε λιγότερο διατεθειμένοι να καταλάβουμε τις δικές τους. Στη διεξαγωγή αυτής της Συνόδου με Φινλανδία, Σουηδία μαζί με Ιταλία και Ελλάδα, χώρες που υφίστανται εξωτερικούς κινδύνους και προκλήσεις, βλέπουμε ότι σιγά-σιγά υπάρχει μία κατανόηση ότι δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πράγματα μεμονωμένα, η ασφάλεια είναι ενιαία και ενδεχομένως θα ήθελα να πιστέψω θα κατανοήσουν καλύτερα τις προκλήσεις που δέχονται οι ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες όπως και εκείνες θα καταλαβαίνουν καλύτερα τις προκλήσεις όπως τις δέχονται οι χώρες του βορρά, της Βαλτικής και άλλες. Και αυτό μήπως βοηθήσει λίγο στη συνοχή της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Η Ευρώπη, ωστόσο, πάντα λειτουργεί και προχωρά με βήματα λίγο-πολύ πιο αργά από τις εξελίξεις που τρέχουν, και εδώ είναι πάντα που έχουν το πάνω χέρι οι ΗΠΑ με την ενιαία διοίκηση που, παρά τις αντιφάσεις τους, μπορούν πολύ πιο εύκολα να επηρεάσουν τις εξελίξεις σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους που πρέπει να διαβουλεύονται διαρκώς μεταξύ τους για να μπορούν να διαμορφώσουν μία κοινή θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει πράξει πολλά όλα αυτά τα χρόνια για τη Συρία σε επίπεδο στήριξης. Κατά τον εμφύλιο πάντα βοηθούσε παρέχοντας τουλάχιστον ανθρωπιστική βοήθεια. Αλλά αυτά δεν φαίνονται και είναι λογικό γιατί μας απασχολούν οι άμεσες συνέπειες της αλλαγής του καθεστώτος: ποιος την ελέγχει, ποιες είναι οι θέσεις των γειτόνων που επιδιώκουν κάποια επιρροή και πώς αντιμετωπίζουν τα νέα δεδομένα οι Ηνωμένες Πολιτείες.
* Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από το 2010 έως το 2023 διετέλεσε καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Kadir Has της Κωνσταντινούπολης. Είναι επίσης Διευθυντής Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).