Τη διαρκή μάχη στους κόλπους της Ευρώπης για ένα «θετικό άθροισμα» για όλες τις χώρες αλλά και για ισόρροπη κατανομή των πόρων ανάπτυξης αναδεικνύει μέσα από ανέκδοτα περιστατικά που καταγράφει στο βιβλίο του «Η πολιτική συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Η εξέλιξή της στις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής ενοποίησης», που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις «Επίμετρο», ο Αλέκος Κρητικός.
Σε αυτό το βιβλίο αναφοράς για την ιστορία της ιδιαίτερα εργώδους διαδρομής προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση ο συγγραφέας μέσα από την προσωπική του εμπειρία ως ανώτερο στέλεχος στην Ευρωπαϊκή επιτροπή αλλά και στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην ΕΕ και σε ανώτερες θέσεις στον ελληνικό δημόσιο τομέα ως Γενικός Γραμματέας στα υπουργεία Εσωτερικών και Ανάπτυξης και στην τοπική αυτοδιοίκηση.
«Ήθελα να καταγράψω κάποια κομμάτια της εμπειρίας μου ή, αν θέλετε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Να διασώσω κάποια περιστατικά που αλλιώς θα χάνονταν. Για παράδειγμα, αναφέρω πως κατάφερε ο τότε Επίτροπος Γρηγόρης Βάρφης με τον Σταύρο Μπένο να εξασφαλίσουν την πρώτη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τους σεισμούς της Καλαμάτας το 1986. Γράφτηκε και διασώθηκε. Για να μην εξυπηρετώ μόνο τη δική μου ανάγκη, έκανα ένα βιβλίο που θέλησα να φανεί χρήσιμο σε όλους τους ενεργούς πολίτες που ενδιαφέρονται για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιστορίας, τους φοιτητές, στους καθηγητές αλλά κυρίως σε αυτούς που πρόκειται να διαπραγματευτούν τις αλλαγές της πολιτικής συνοχής να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν τη νέα πολιτική.», εξηγεί μιλώντας στο Liberal o συγγραφέας.
Συνέντευξη στην Κατερίνα Νικολοπούλου
«Όπως αναφέρω μες στο βιβλίο χαρακτηριστικά δεν θέλω να επαναληφθεί το φαινόμενο των καθεδρικών ναών της Δύσης που έκαναν πόσα χρόνια για να χτιστούν και κάποιες φορές η γενιά των τεχνιτών και των αρχιτεκτόνων που έπρεπε να τους ολοκληρώσει δεν είχε πια γνώση των μυστικών της γενιάς που τα ξεκίνησε. Αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις το ένα καμπαναριό να είναι διαφορετικό από το άλλο.», εξηγεί χαρακτηριστικά ο κ. Κρητικός.
Το αποτέλεσμα αυτής της στόχευσης ήταν ένα βιβλίο αναφοράς που ξεκινάει από τα πρώτα δάνεια της ΕΚΑΧ και την ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης, παρουσιάζει το χρονικό και τις αιτίες της δημιουργίας της περιφερειακής πολιτικής στην τότε ΕΟΚ, συνεχίζει με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, την Ενιαία Πράξη που εισήγαγε στη Συνθήκη την οικονομική και κοινωνική συνοχή και έφερε τα «πακέτα Ντελόρ», διατρέχει τις διαδοχικές διευρύνσεις και τις αναθεωρήσεις των Συνθηκών εξετάζοντας τις επιδράσεις τους στην εξέλιξη αυτής της πολιτική και καταλήγει με την παρουσίαση και την αξιολόγηση των ιστορικών αποφάσεων αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης του κορονοϊού, με κυριότερη αυτήν της θέσπισης του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι 250 σελίδες που προέκυψαν είναι πια βιβλίο που έχει ενταχθεί χάρη της μεγάλης πρακτικής του αξίας στη βιβλιογραφία οκτώ σχολών πέντε ελληνικών πανεπιστημίων.
Η πολιτική συνοχής στην Ελλάδα
Τι έχει αποκομίσει όμως η χώρα μας από αυτήν την διαδρομή των πακέτων χρηματοδότησης για τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες;
«Η Ελλάδα έχει κερδίσει πάρα πολλά από τα προγράμματα συνοχής αλλά και από την ένταξη της στην ΕΕ. Οι πόροι που έχει εισπράξει η Ελλάδα από την ένταξη της μέχρι σήμερα υπερβαίνουν το ΑΕΠ της: είναι πάνω από 200 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αναλογικά ήμασταν από τους πρώτους στις κατά κεφαλήν απολήψεις στην ΕΕ. Για σειρά ετών. Για δεκαετίες ίσως. Είμαστε ακόμα και σήμερα σε ό,τι αφορά τις επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης πρώτοι κατά κεφαλήν στην Ευρώπη και μεταξύ των πρώτων στις απορροφήσεις των ΕΣΠΑ. Ότι θα μπορούσαν οι ευρωπαϊκοί πόροι να έχουν αξιοποιηθεί καλύτερα έως πολύ καλύτερα, επίσης θα μπορούσε να πει κανείς ότι ισχύει. Από την άλλη όμως μεριά είναι μηδενισμός να λέγεται ότι δεν έγινε τίποτα. Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, τα μεγάλα έργα, το Ρίο -Αντίρριο, η εθνική οδός, το Μετρό, ο αυτοκινητόδρομος, ακόμα και η διπλή σιδηροδρομική γραμμή Αθήνα -Θεσσαλονίκη αλλά και τόσα άλλα, δείχνουν ολοφάνερα το μέγεθος της συμβολής της πολιτικής αυτής στην ανάπτυξη της χώρας μας»,αναφέρει ο συγγραφέας .
«Όπως είδαμε τώρα και στην τραγωδία στα Τέμπη, το πρόβλημα με τον ΟΣΕ δεν ήταν ότι δεν είχαν υπάρξει αρκετές χρηματοδοτήσεις από την ΕΕ. Αυτό που βιώσαμε με τραγικό τρόπο αυτές τις μέρες είναι αποτέλεσμα της νοοτροπίας του «ωχ δεν βαριέσαι». Όπως γράφτηκε, για να κινούνται τα τρένα, έστω και με χειροκίνητες διαδικασίες ελέγχου, χρειάζονταν τέσσερις άνθρωποι να ελέγχουν και τώρα είχαν αφήσει έναν. Χωρίς βεβαίως να παραλείψουμε να επισημάνουμε ότι από χρόνια έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το σύστημα αυτοματοποιημένου ελέγχου. Δεν φταίει όμως καμία πολιτική συνοχής γι’αυτές τις απαράδεκτες ολιγωρίες και καθυστερήσεις.
Θα σημειώσω επίσης ότι, για να μη χαθούν λόγω καθυστέρησης πολύτιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, συχνά «παραγεμίζαμε» τα προγράμματα στο τέλος της περιόδου υλοποίησης τους, με έργα και δράσεις που δεν ανταποκρίνονταν σε αναπτυξιακές προτεραιότητες. Η τακτική αυτή δεν περιοριζόταν δε μόνο στη χώρα μας. Για παράδειγμα, είχαν ενταχθεί σε πρόγραμμα του ΕΣΠΑ μισθοί αναπληρωτών καθηγητών στη μέση εκπαίδευση. Είναι αυτό αναπτυξιακή προτεραιότητα; Μάλλον όχι. Είναι απαραίτητο; Ναι, αλλά με εθνικούς πόρους.», εξηγεί ο συγγραφέας δείχνοντας την πραγματική διάσταση της συμβολής των χρημάτων που έχουμε αντλήσει από την ΕΕ, η οποία από μόνη της δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα προβλήματα.
Win- win για χρηματοδότες και χρηματοδοτούμενους
Στο βιβλίο «Η πολιτική συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Η εξέλιξή της στις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής ενοποίησης» γίνεται αναφορά και σε περιστατικά που αποδεικνύουν την συνέχεια των πρακτικών στην ΕΕ αλλά και την αξία της δημιουργικής και πολλαπλής στόχευσης των χρηματοδοτικών κινήσεων της.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε χρηματοδοτήσεις με πόρους που προέρχονται από κοινό δανεισμό της ΕΕ. Εδώ βοηθάει η ιστορία που παραθέτω στο βιβλίο. Το 1985 είχε δανειστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξ ονόματος της ΕΟΚ κάποια δισεκατομμύρια για να χρηματοδοτήσει ειδικές δράσεις μέσω του προγράμματος NIC (Nouvel Instrument Communautaire). Μέσω του προγράμματος αυτό χρηματοδοτήθηκε, μεταξύ άλλων, η Ελλάδα και η Ιταλία για την αντιμετώπιση των συνεπειών των σεισμών του 1980 και 1981» εξηγεί ο κ. Κρητικός που προσθέτει ότι «τίποτα δεν είναι αδύνατον αν υπάρχει φαντασία και βούληση».
Σε ό,τι αφορά το μέλλον της πολιτικής συνοχής εκτιμά ότι μετά το 2027 θα ακολουθηθεί το μοντέλο του Ταμείου Ανάπτυξης που εισάγει τις μεταρρυθμίσεις ως οργανικό στοιχείο της όλης αναπτυξιακής προσπάθειας και ως προϋπόθεση διασφάλισης της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
«Έχουμε φτάσει ο προϋπολογισμός της ΕΕ να είναι 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Όνειρο απατηλό πριν λίγα χρόνια. Είμαι αισιόδοξος ότι θα συνεχίσει να είναι αυτό γιατί αν επιστρέψουμε στο προηγούμενο 1% θα είναι ένα σοκ για τις οικονομίες που σήμερα επωφελούνται από τη μεγάλη αύξηση των ευρωπαϊκών πόρων αλλά και για την οικονομία της ΕΕ συνολικά. Γιατί όταν ωφελούνται οι οικονομίες που στηρίζονται στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, ωφελούνται όλες οι οικονομίες. Σύμφωνα με μελέτη που είχε παραγγείλει ο Ζακ Ντελόρ και την επικαλείτο όταν το 1988 ήθελε να πείσει τις βόρειες χώρες να δεχθούν διπλασιασμό των πόρων της πολιτικής συνοχής προέκυπτε ότι πάνω από το 40% των χρηματοδοτήσεων στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες επέστρεφε στους χορηγούς τους υπό τις μορφές εισαγωγών προϊόντων από αυτές.», εξηγεί ο συγγραφέας
Ο κ. Κρητικός εκτιμά ότι το «δούναι και λαβείν» από τη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι υπέρ της χώρας ωστόσο προσθέτει ότι όπως σε όλα υπάρχουν και «παρενέργειες».
«Έλειψε ο προστατευτισμός των ελληνικών προϊόντων, έλειψαν οι προτιμήσεις προς ελληνικά προϊόντα. Έτσι ένα κομμάτι της ελληνικής βιομηχανίας κατέληξε να μην υπάρχει πια ή να λειτουργεί υπό ξένο έλεγχο. Δεν θα έλεγα ότι αυτό είναι κακό κατ’ ανάγκη. Στο τέλος κερδίζουν όλοι κάτι, όχι όμως σε όλους τους τομείς. Κάπου κερδίζουν κάπου χάνουν. Σημασία έχει το τελικό αποτέλεσμα που είναι και πρέπει να συνεχίσει να είναι θετικό για καθεμιά ξεχωριστά από τις χώρες και για το σύνολο της ΕΕ.
Και καταλήγει:
«Το θαυμαστό του όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος είναι ότι 27 χώρες με διαφορετικές καταβολές, εμπειρίες και ιστορικές διαδρομές καταλήγουν να ομονοούν παρά το ότι αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, τουλάχιστον υπό την παρούσα μορφή της ένωσης. Αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα που θα ήθελα να εισπράξουν οι αναγνώστες του βιβλίου μου.»