Η πολυσύνθετη πορεία του Γιάννη Στεφανάκι στη ζωή, τον οδήγησε στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση, συνέχισε ως στοιχειοθέτης-τυπογράφος και κατέληξε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας να σπουδάζει ζωγραφική και χαρακτική. Στη συνάντηση που είχαμε μαζί του μας μιλάει για τις διάφορες φάσεις της δουλειάς του και την αγάπη του για την τυπογραφία. Αλλά ο Γιάννης Στεφανάκις δεν περιορίστηκε να κάνει τέχνη. Ασχολήθηκε με τον χώρο της λογοτεχνίας εκδίδοντας περιοδικά και βιβλία.
Συνέντευξη στην Άρτεμη Καρδουλάκη
-Πώς ξεκίνησες να γίνεις καλλιτέχνης;
-Ξεκίνησα σαν στοιχειοθέτης-τυπογράφος όταν ανέβηκα στην Αθήνα. Στο χωριό μου είχα την ευτυχία να ζω μέσα στη φύση, που εξακολουθώ να αγαπώ και που είναι πηγή έμπνευσης σε πολλά έργα μου και ποιήματα. Από μικρός ήθελα να κάνω με τα χέρια μου ό,τι έβλεπα να κάνουν οι μεγάλοι. Αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα μέχρι που σε διάφορα τυπογραφεία της Αθήνας έμαθα το μέτρο της κλασικής τυπογραφίας και την ισορροπία του άσπρου - μαύρου. Εκεί, η φόρμα πρέπει να είναι αυστηρά δομημένη και ελεγχόμενη διαφορετικά δεν μπορεί να τυπωθεί, θα διαλυθεί. Από αυτή την αγάπη προέκυψε και η ταινία που έχω κάνει «Το αγλαόν – η κλασική τυπογραφία». Κάπως έτσι είδα στη συνέχεια τη χαρακτική, με την οποία πρωτοασχολήθηκα όταν βρέθηκα στην ΑΣΚΤ το 1971 για δύο χρόνια στην «Τέχνη του βιβλίου και τυπογραφία». Μετά άνοιξα με τα αδέλφια μου τυπογραφείο, ενώ έκανα άπειρα χαρακτικά . Συμμετείχα σε ομαδικές εκθέσεις χαρακτικής ενώ έκανα δύο ατομικές μέχρι το 1984, χρονιά που πέρασα στο προκαταρκτικό εργαστήριο ζωγραφικής του Πατρασκίδη της ΑΣΚΤ συνεχίζοντας με τον Κεσσανλή. Μετά από χρόνια πήρα και δεύτερο πτυχίο χαρακτικής.
-Δηλαδή η τυπογραφία σε έστρεψε προς την τέχνη;
- Νομίζω πάντα υπήρχε η «τρέλα» μέσα μου. Πάντα έγραφα στίχους. Λίγο πολύ ξεκίνησα γράφοντας. Τελειώνοντας το δημοτικό πήγα στο Ηράκλειο Κρήτης να γίνω επιπλοποιός. Από εκεί προκύπτει και η αγάπη μου για την ξυλογραφία.
-Πώς συνδυάζεις τις διάφορες καλλιτεχνικές δραστηριότητες με την τέχνη των εικαστικών;
-Συγχρονίζονται. Όταν σχεδιάζω ένα περιοδικό είναι σαν να ζωγραφίζω, με την έννοια ότι ισορροπώ λέξεις και εικόνες με τέτοιο τρόπο ώστε να προκύπτει μια νέα εικόνα. Αντιμετωπίζω το περιοδικό ή τα βιβλία, που κατά καιρούς βγάζω, σαν ένα έργο τέχνης. Το τίμημα είναι πολύ βαρύ. Επειδή προσπαθώ, όσο το ελέγχω, να είναι άρτια αυτά που κάνω.
-Τώρα ασχολείσαι περισσότερο με τη χαρακτική ή με τη ζωγραφική;
Η πρόκληση για μένα είναι αυτό που θέλω να κατακτήσω κάθε φορά. Θέλω να πιστεύω ότι στη χαρακτική έχω κατακτήσει κάποια πράγματα, τώρα δίνω μεγαλύτερο βάρος στη ζωγραφική.
-Μίλησε μου για το πώς ασχολήθηκες με την ποίηση.
-Θα μιλήσω για ένα κλίμα που με έστρεψε προς τα εκεί. Το 1978 γνωρίζω τον Μιχάλη Κατσαρό. Πάντα διάβαζα. Έτσι ενθουσιάστηκα όταν μου πρότεινε να εκδώσουμε μια εφημερίδα για την ποίηση. Το 1980, με το που βγήκε το πρώτο τεύχος, μπήκα σε μια οικογένεια που ονειρευόμουν. Θεωρώ την ποίηση τη βασίλισσα των τεχνών. Με το περιοδικό γνώρισα και συνεργάστηκα με σπουδαίους ποιητές και συγγραφείς. Τυπογράφους-εκδότες, διανοούμενους, όπως τον Φίλιππο Βλάχο των εκδόσεων «Κείμενα». Έτσι εντάχθηκα σ' αυτό το σινάφι. Είχα εκδώσει βιβλία μου με ποιήματα πριν γνωρίσω τον Μιχάλη Κατσαρό, τα οποία έχω καταχωνιάσει.
-Ποίηση λοιπόν, λογοτεχνία και τυπογραφία. Είναι η τυπογραφία η μήτρα για σένα;
-Μικρός όταν ήμουν, η τυπογραφία με σημάδεψε. Γνώρισα τυπογράφους που ήξεραν καλά τη γλώσσα. Η τυπογραφία ήταν ένα μπόλι. Όταν κατά διαστήματα περιφερόμουν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας προσπαθούσα να ακούσω ήχους πιεστηρίων.
-Τελικά πώς συνδυάζεις τη ζωγραφική με τη χαρακτική;
-Το θέμα δεν είναι να μεταφέρεις τις ζωγραφικές φόρμες στη χαρακτική. Το θέμα είναι να βρίσκεις λύσεις χαρακτικές και να εξελίσσεις περαιτέρω τη χαρακτική σου. Να κάνεις διαφορετικά πράγματα. Υπάρχουν λύσεις που δεν σου τις δίνει η ζωγραφική. Στη χαρακτική πρέπει να είσαι απόλυτος, ακριβής. Δεν μπορείς να διορθώσεις εύκολα το ξύλο, το λινόλεουμ. Στην πράξη, εδώ και πολλά χρόνια, επιχειρώ να παντρέψω αυτές τις δύο τέχνες. Πρόσφατα, για μια θεματική έκθεση, έκανα ένα έργο με τον Παπαδιαμάντη, στο οποίο έχω χαράξει τη μορφή του, το έχω μελανώσει και το έχω αφήσει όπως είναι ζωγραφίζοντας τον φόντο. Έχω επίσης χαράξει- τυπώσει σε μουσαμά, διάφορα σχήματα, τα οποία έχω μεταφέρει, κολλήσει σε ζωγραφικά μου έργα.
-Έχεις διαλέξει την παραστατική ζωγραφική;
-Ξεκίνησα σαν αφαιρετικός. Ζωγραφίζοντας πολύ με υλικά όπως το χώμα, τα πριονίδια, τις κόλλες, τη φωτιά. Ήταν ένας αφηρημένος εξπρεσιονισμός, μια αφηρημένη τοπιογραφία με αιχμές οικολογικές. Σιγά σιγά αυτό με πήγε σε μία παραστατική εικόνα, που προσπαθώ να μην έχει καμία σχέση με το μεταμοντέρνο. Στην τελευταία μου έκθεση στην γκαλερί «Έκφραση» το Γενάρη του 2011, μου είπε κάποιος «και εγώ που νόμιζα ότι έχουν πεθάνει τα τελάρα». Αυτό για μένα ήταν κάτι πολύ ενθαρρυντικό.
-Πώς οδηγήθηκες στο να κάνεις παραστατική δουλειά;
Το παιγνίδι της απόλυτης ανεικονικής ζωγραφικής δε μου λέει και πολλά σήμερα. Είχε σημαδέψει μια γενιά που δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Είμαι ευτυχής που ζω σε μια πολυσημική εποχή. Βεβαίως πάντα κρίνεσαι!
-Η έκθεσή σου στην γκαλερί «3» ήταν η πρώτη σου;
Ναι, το 1990. Η πρώτη ατομική ζωγραφικής. Το 1981 έκανα μία έκθεση χαρακτικής σ' έναν εκθεσιακό χώρο «συλλογικότητας» στην οδό Ιουλιανού. Είχα τυπώσει ένα δίπτυχο με κείμενο του χαράκτη Α. Τάσσου, ο οποίος μου αγόρασε ένα έργο. Μεγαλεία.
-Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με την πόλη;
-Είναι μία σχέση μίσους και αγάπης η πόλη. Είναι σαν να βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο βάρκες. Ενώ θέλω να είμαι κάπου αλλού βρίσκομαι εδώ, και το θέλω. Πιστεύω ότι εκφράζω την πλειονότητα του κόσμου.
-Από ποιες άλλες περιόδους πέρασε η δουλειά σου;
-Μετά την έκθεσή μου στην γκαλερί 3 με τα αφαιρετικά τοπία, άρχισα να μαζεύω από το δρόμο έτοιμα παράθυρα από οικοδομές, τα τελάρωνα και έκανα ζωγραφικούς χώρους. Μετά είδα ιδιαίτερα περιγραφικά αυτά τα έργα οπότε προέκυψε το «Παράθυρο της Εικόνας». Κατόπιν έκανα επίτυχους κύβους αλλά επεκτάθηκα και στον χώρο. Αυτά τα κουτιά αν τα βάλεις το ένα πάνω στο άλλο γίνονται πολυκατοικία. Έτσι, προέκυψαν οι πόλεις, με αποκορύφωμα βεβαίως τις «Εικόνες περιπλάνησης», με 205 μικρά έργα στην «Έκφραση» το 2008 και με κατάλογο των εκδόσεων Καστανιώτη. Ενδιάμεσα έκανα και άλλα πράγματα. Όπως την έκθεση «Τεχνοπαίγνιον» και «Ζωγραφίζοντας τον Λόγο». Στην καινούργια δουλειά, που δουλεύω από το 2011, έχω και κατασκευές αλλά και βίντεο. Σ' αυτή τη δουλειά έρχεται περισσότερο μπροστά ο άνθρωπος, η φιγούρα.
-Θα ήθελα τώρα να μιλήσουμε για τα περιοδικά που έβγαλες. Το πρώτο σου περιοδικό ήταν αυτό με τον Κατσαρό;
-Ναι, το Επίπεδο. Ο τίτλος προέκυψε από το πιεστήριο, το οποίο τυπώνονταν. Βγήκαν δύο τεύχη. Στο τρίτο που ήταν να βγει, ο Κατσαρός μου πρότεινε να βάλουμε μόνο ποιήματα δικά του και ξυλογραφίες δικές μου. Δεν το δέχτηκα, έτσι σταμάτησε. Το 1989 με την άδεια του, προχώρησα μόνος στο Νέο Επίπεδο, συνεργαζόμενος μέχρι και σήμερα με τη γυναίκα μου τη ζωγράφο Μαργαρίτα Βασιλάκου, και μόνο στο πρώτο τεύχος με τον ιδιόρρυθμο και ωραίο ποιητή Θωμά Γκόρπα. Κάπου ενδιάμεσα βγήκε σε πέντε τεύχη το συλλεκτικό Τεχνοπαίγνιον με αυθεντικά χαρακτικά. Κάποια στιγμή (μέσα στην κρίση) κυκλοφορεί δωρεάν (δύο φορές το χρόνο) από Κρήτη ως Αλεξανδρούπολη, το Νέο Επίπεδο στην τέταρτη περίοδο του, με συνδιευθυντή τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη. Η ανταπόκριση μεγάλη. Τον Απρίλιο θα κυκλοφορήσει το τέταρτο τεύχος.
-Συμμετείχες πρόσφατα σ' ένα διεθνές φεστιβάλ στην Αλγερία εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Μίλησέ μου γι' αυτή την εμπειρία σου.
-Πρωτοπήγα στην Αλγερία το 2011 με την ECUM, οργανισμός που δραστηριοποιείται με καλλιτέχνες από τη Μεσόγειο. Οργανώνουν μπιενάλε ή workshops σε διάφορες μεσογειακές σχολές καλών τεχνών. Προσκλήθηκα στην Καλών Τεχνών, στην Batna της Αλγερίας. Εκεί με φοιτητές της σχολής, αλλά και άλλων χωρών, έκανα ένα workshop, πάνω σε ποιήματα του Καβάφη. Μετά απ' αυτό με κάλεσαν στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ, εκπροσωπώντας τη χώρα μας. Ήταν για μένα μία έκπληξη. Το Μουσείο ΜΑΜΑ της Αλγερίας είναι το πρώτο Μουσείο Σύγχρονης και Μοντέρνας Τέχνης που υπάρχει σε αραβική χώρα. Έκανα τρία μεγάλα έργα, τα οποία εκτέθηκαν.
-Πως βλέπεις το γεγονός ότι στην Αλγερία υπάρχει ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και στην Ελλάδα καθυστερεί να γίνει;
-Εκεί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που αποφασίζουν να κάνουν κάτι και το πραγματοποιούν. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν αγαπάει τον πολιτισμό ενώ έχουμε πολύ καλούς καλλιτέχνες σε όλους τους τομείς. Ίσως θα έπρεπε να μην περιμένουμε από το κράτος. Πρέπει μόνοι μας να αυτοοργανωθούμε. Πρέπει κάποτε οι πολίτες να πάρουν την τύχη αυτής της χώρας στα χέρια τους. Παντού, και στην παραγωγή των προϊόντων και στην τέχνη.
-Πες μου για τα μελλοντικά σου σχέδια.
-Θέλω να τελειώσω την τελευταία μου δουλειά. Να συνεχίσω την κυκλοφορία του περιοδικού, όσο γίνεται, και να δουλέψω συλλογικά. Προσπαθώ, με άλλους καλλιτέχνες και ποιητές, να οργανώσουμε μια ομάδα, αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμη για να μιλήσω γι' αυτό.