Η δύσκολη εξίσωση μιας προεδρίας Τραμπ για την Ευρώπη και το κεφάλαιο Ερντογάν
AP Photo/Alex Brandon
AP Photo/Alex Brandon
Δ. Τριανταφύλλου

Η δύσκολη εξίσωση μιας προεδρίας Τραμπ για την Ευρώπη και το κεφάλαιο Ερντογάν

Για τις διατλαντικές σχέσεις που βρίσκονται ήδη εδώ και χρόνια σε φάση μετάβασης, την ανάγκη επιτάχυνσης της πορείας προς ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, που είτε με Χάρις είτε με Τραμπ, δεν ευνοεί τη δεδομένη στιγμή -και με ανοιχτό ρήγμα λόγω Ισραήλ- τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την Τουρκία μιλά ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Τριανταφύλλου σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal.

Τι αλλάζει και τι δεν αλλάζει με ενδεχόμενη επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές κάλπες όσον αφορά το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, το Ουκρανικό, τη Μέση Ανατολή και τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ και διεθνείς συμμάχους και εταίρους της Ουάσινγκτον· ποιος κίνδυνος προβάλλει για την Ευρώπη και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε περίοδο που ήδη «βάλλονται» από δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς, και πού οδηγούνται οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες -γιατί «είναι άλλο να είσαι συντηρητικός ή φιλελεύθερος στην Αμερική και να πιστεύεις στην νομιμότητα και άλλο ο Τραμπ». 

Όσον αφορά την Τουρκία, στις σχέσεις με τις ΗΠΑ έχει προστεθεί ο παράγοντας Ισραήλ που δημιουργεί τεράστιο χάσμα δεδομένης της ηχηρής στήριξης Ερντογάν στη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Ο Δημ. Τριανταφύλλου, με πολυετή ακαδημαϊκή παρουσία στη γείτονα, επισημαίνει ότι στη φάση στρατηγικής μετατόπισης ή στρατηγικής εξισορρόπησης που διανύουμε, ενδεικτική της οποίας είναι η πρόσφατη επίσκεψη Χριστοδουλίδη στον Λευκό Οίκο, ευνοημένες είναι περισσότερο οι γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα, και είναι ορατό το έλλειμμα αξιοπιστίας όσον αφορά την Άγκυρα. Η στρατηγική σχέση του παρελθόντος έχει «καεί» και αυτό δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, αναφέρει. Τα σχέδια για τον διάδρομο IMEC ως απόρροια των Συμφωνιών του Αβραάμ δεν περιλαμβάνουν την Τουρκία.

Συνέντευξη στην Ευαγγελία Μπίφη

Κύριε Τριανταφύλλου, πέραν των όσων διακυβεύονται για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δημοκρατία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η προεδρική εκλογική αναμέτρηση έρχεται να κρίνει το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων;

Οι διατλαντικές σχέσεις αλλάζουν τα τελευταία χρόνια έτσι και αλλιώς, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Είναι κάτι που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια, και έχει φανεί και με την κυβέρνηση Ομπάμα και με την κυβέρνηση Τραμπ και με την κυβέρνηση Μπάιντεν. Αυτό όμως που μας προβληματίζει με τον Ντόναλντ Τραμπ είναι το ενδεχόμενο να υλοποιήσει κάποιες από τις απειλές του, αυτά που έλεγε δηλαδή και στην πρώτη του θητεία ότι πρέπει να πληρώσουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι, για το ΝΑΤΟ, η Αμερική δεν θα τους στηρίζει κ.ο.κ. σε συνδυασμό με αυτό που δηλώνει τώρα -και δεν νομίζω ότι είναι κάτι στο οποίο διαφέρει η Κάμαλα Χάρις- ότι επιδιώκει μία διευθέτηση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, να επιβάλει στα δύο μέρη να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και ενδεχομένως αυτό να σημαίνει ότι θα χάσει κάποια εδάφη η Ουκρανία. Νομίζω ότι απλώς το δηλώνει ο ίδιος ξεκάθαρα, η πλευρά Χάρις, η πλευρά Μπάιντεν, δεν το δηλώνει τόσο ξεκάθαρα.

Όμως όλα αυτά και το ενδεχόμενο, όχι να είναι πιο παρεμβατικός, αλλά να δείξει μία δυσπιστία στους εταίρους και τους συμμάχους, θα σήμαινε πολλά. Ήδη η Ευρώπη έχει ξεκινήσει να σκέφτεται μια περαιτέρω αυτονόμηση γενικότερα -και στον τομέα της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής-, αλλά δεν έχει βρει τη σωστή φόρμουλα για να προχωρήσει -όπως εξάλλου γίνεται συζήτηση για τα ευρωομόλογα ή για οτιδήποτε άλλο. Πολλοί θεωρούν ότι μία νίκη Τραμπ θα επισπεύσει αυτή την αφύπνιση της Ευρώπης, που είναι απαραίτητη για να μπορούν οι Ευρωπαίοι να αισθάνονται ότι θα είναι έτοιμοι, θα έχουν τα εφόδια για να συμβάλουν οι ίδιοι στην άμυνά τους.

Αυτό το βλέπουν οι αναλυτές, το συζητούν, ενδεχομένως το βλέπουν και τα επιτελεία μερικών ευρωπαϊκών χωρών, αλλά το ερώτημα είναι «είμαστε έτοιμοι;». Είναι έτοιμες οι ηγεσίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κάνουν μία ουσιαστική συζήτηση, να λάβουν υπόψη τους και τις εκθέσεις που έχουμε, την έκθεση του πρώην κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι ή η έκθεση Λέτα, που μας λένε ουσιαστικά ότι πρέπει να ασχοληθούμε με τα του οίκου μας; Και εκεί έγκειται η οιονεί παρέμβαση του Τραμπ, ενδεχομένως θα μας υποχρεώσει σε κάποιες αλλαγές.

Το ζήτημα, που έχει σχέση με το πρώτο ερώτημα που θέσατε, είναι εάν μία κυβέρνηση Τραμπ, σε συνδυασμό ενδεχομένως με τον έλεγχο και της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και βεβαίως καθώς «ελέγχει» και το Ανώτατο Δικαστήριο, θα επιδιώξει όντως να διοικήσει με τον τρόπο που λέει, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ζητήματα μετανάστευσης ή ότι θα κυνηγήσει τους εχθρούς του, τον «εσωτερικό εχθρό», ξεκινώντας από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία και έχει απειλήσει.

Ως εκπρόσωπος των ακραίων τάσεων ο ίδιος, όπως είναι και πάρα πολλοί ψηφοφόροι του, τι παράδειγμα θα δώσει στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες που ήδη βάλλονται από την Άκρα Δεξιά σε πολλές χώρες; Τίθεται ζήτημα πώς θα επηρεάσει ο Τραμπ και εάν θα ενθαρρύνει τα άκρα και ιδιαίτερα την Άκρα Δεξιά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Πάντα η Αμερική, χώρα στην οποία έχω ζήσει και σπουδάσει για πάρα πολλά χρόνια και την γνωρίζω πάρα πολύ καλά, αισθανόμουν και εγώ και ο μέσος Αμερικανός εότι είναι ένα κράτος Δικαίου. Σεβόμαστε τους θεσμούς, σεβόμαστε το Σύνταγμα. Όταν υφίσταται ανάγκη αλλαγών γίνονται διάφορες προσθήκες στο Σύνταγμα για να μπορεί να είναι πιο σύγχρονο. Έχουν γίνει αγώνες για περισσότερα δικαιώματα σε περισσότερο κόσμο, πάντα όμως με σεβασμό σε αυτό που δημιούργησαν οι ιδρυτές της Αμερικής. Και τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αυτόν τον κίνδυνο γι’ αυτές τις αρχές, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Τραμπ, που δεν είναι πολιτικός, είναι ένας επιχειρηματίας και showman που έχει επιβάλει τους δικούς του κανόνες στην πολιτική. Ο προβληματισμός είναι πώς αυτό θα επηρεάσει τις δικές μας κοινωνίες.

Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι πώς θα αντιδράσει στο εκλογικό αποτέλεσμα, επειδή έχει ήδη αρχίσει την αμφισβήτηση. Προ ημερών για παράδειγμα βρισκόταν Νέο Μεξικό, μία πολιτεία που από τις δημοσκοπήσεις είναι ξεκάθαρο ότι θα την κερδίσει η Κάμαλα Χάρις. Στην ομιλία του, πέραν της δήλωσής του ότι τον στηρίζουν οι ισπανόφωνοι, επανέλαβε επίσης ότι δεν έχασε τις εκλογές την τελευταία φορά που τον νίκησε ο Τζο Μπάιντεν με δέκα ποσοστιαίες μονάδες διαφορά, αλλά του «έκλεψαν» τις εκλογές. Δηλαδή ήδη προετοιμάζει το έδαφος της αμφισβήτησης τους εκλογικού αποτελέσματος. Εδώ είναι ο μεγάλος κίνδυνος: την περίοδο μεταξύ της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, δύο-τρεις ημέρες μετά τι εκλογές και πλησιάζοντας στις αρχές Ιανουαρίου [σ.σ. η ορκωμοσία του νέου προέδρου είναι την 20ή Ιανουαρίου], το Κογκρέσο που θα πρέπει να επικυρώσει τα αποτελέσματα ενδέχεται να είναι διχασμένο. Δημιουργεί ο Τραμπ μία σειρά από προβλήματα με άμεσες και έμμεσες συνέπειες και σε αυτό που λέγεται Δύση και σε αυτό που λέγεται διατλαντική συμμαχία.

Σε περίπτωση ήττας είναι ευρέως αναμενόμενο ότι θα αρνηθεί και πάλι το αποτέλεσμα, άλλωστε αυτή είναι πλέον μία υπαρξιακή μάχη για τον ίδιον καθώς εκκρεμούν εις βάρος του και οι δίκες. Εάν όμως κερδίσει; Στην πρώτη θητεία τον πλαισίωναν και τον «φρέναραν» πρόσωπα από το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τώρα είναι το κόμμα Τραμπ.

Αυτό ισχύει, αλλά από την άλλη βλέπουμε ότι ολοένα και περισσότεροι σοβαροί Ρεπουμπλικανοί διαχωρίζουν τη θέση τους. Ένας Ντικ Τσέινι για παράδειγμα βγαίνει και λέει ότι ψηφίζει Χάρις. Είναι ενδιαφέρον. Να βγαίνει και να το λέει αυτό ο πιο συντηρητικός αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ή και ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ο δημοφιλής πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνια, άλλος Ρεπουμπλικανός. Αλλά και πολιτικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, που από την αρχή εδώ και κάποια χρόνια έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος συνιστά κίνδυνο για τη Δημοκρατία και το πολίτευμα. Είναι άλλο να είσαι συντηρητικός ή φιλελεύθερος στην Αμερική και να πιστεύεις στην νομιμότητα και άλλο ο Τραμπ. 

Αλλά τον ίδιο προβληματισμό είχαν πολλοί και στο παρελθόν, όταν αρχικά ξεκίνησε να τοποθετεί τους δικούς του ανθρώπους στα υπουργεία και έπειτα τους άλλαξε πολλές φορές. Τελικά κατέληξε να τοποθετήσει στην κεφαλή του υπουργού Εξωτερικών τον Μάικ Πομπέο, ο οποίος είχε υπηρετήσει σε καίριες θέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης και τελικά η διπλωματία του Τραμπ ήταν πολύ πιο μετρημένη, σύμφωνα με αυτά που ήθελε και το κατεστημένο. Μπορεί τώρα να κατηγορεί τον πρώην υπουργό Άμυνας Μαρκ Έσπερ επειδή δεν συμφώνησε μαζί του σε ορισμένα πράγματα, αλλά ο Έσπερ ήταν από τα άτομα εκείνα που πράγματι γνωρίζουν πώς λειτουργεί το σύστημα και έκανε τη δουλειά του ως υπουργός. Νομίζω και ο ίδιος ο Τραμπ καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να διοικήσει μία χώρα με του τρελούς και έχει ανάγκη το κατεστημένο και τη θεσμική μνήμη των υπουργείων.

Σε ό,τι άφορα την Ευρώπη βλέπουμε ότι μέσα στις δικές της διαιρέσεις και εσωτερικά ζητήματα αδράνησε η συζήτηση περί στρατηγικής αυτονομίας. Μετά τις ευρωεκλογές η Γαλλία βρέθηκε σε πολιτική και οικονομική κρίση, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας ίσως και να μην αντέξει έως τις εκλογές του 2025. Η Αμερική απομακρύνεται και εμείς φτάσαμε στο «και πέντε»;

Είμαστε σε μία μεταβατική περίοδο. Οι ακροάσεις των επιτρόπων από το Ευρωκοινοβούλιο ακόμα τώρα ξεκινούν. Ενδεχομένως δύο με τρεις διορισμοί να μην εγκριθούν. Περιμένουμε να φτάσουμε κάποια στιγμή, στα μέσα Δεκεμβρίου, το σχήμα της Φον ντερ Λάιεν με την Κάγια Κάλας και τον Αντόνιο Κόστα να αρχίσει να λειτουργεί. Δεν έχει αναλάβει η νέα Επιτροπή και αυτό είναι ένα πρόβλημα. Δεν έχει ανακοινωθεί η νέα στρατηγική για την επόμενη πενταετία. Αν όλα αυτά γίνονταν πέρυσι ή του χρόνου, ενδεχομένως να μην συζητάγαμε «πόσο έτοιμη είναι η Ευρώπη». Όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αυτή τη στιγμή περιμένουμε.

Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Όντως γνωρίζουμε ότι όσο και αν θέλουμε και να μιλάμε για ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική, η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ακόμη εκεί είμαστε. Και πράγματι υπάρχει ένας προβληματισμός γενικότερα στις μεγάλες χώρες για το πού πάει η χώρα και με τις πολιτικές δυνάμεις ιδιαίτερα της Δεξιάς -στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία κ.ο.κ.- ο συμβιβασμός είναι λίγο δύσκολος. 

Πάντα στη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν υπάρχει ένας τεράστιος προβληματισμός και μεγάλες διαφωνίες για διάφορα θέματα, είναι να κάνει αυτό το ωραίο: μια επιτροπή που συντάσσει μία έκθεση. Γι’ αυτό η έκθεση Ντράγκι, η έκθεση Λέτα, ανοίγουν ένα δημόσιο διάλογο και γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή υιοθετούνται παρά πολλά από αυτά που προτείνονται στις εκθέσεις, γίνεται ένας συμβιβασμός. Αυτό δείχνει ότι η Ευρώπη κάτι κάνει. Μην ξεχνάμε ότι λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, επικυρώθηκε κατευθείαν η Στρατηγική Πυξίδα της ΕΕ και κινήθηκε γρήγορα με το ΝΑΤΟ και τη νέα του Στρατηγική Αντίληψη. Άλλο τώρα που υπάρχει μία αδράνεια, αλλά υπήρξε κινητικότητα. 

Εάν όμως τώρα η Ευρώπη μείνει μόνη της στο μέτωπο της Ουκρανίας; Δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα θα κινηθεί ο Τραμπ σε αυτά που λέει και δεν ξέρουμε αν θα πρόκειται για μία συνθηκολόγηση δραματική για το Κίεβο.

Πείτε μου όμως κάτι… Δεν συμφωνούν με τον Τραμπ πολλές ευρωπαϊκές χώρες και κυβερνήσεις και απλώς δεν μπορούν να το δηλώσουν δημόσια; Και από αυτή την άποψη μπορεί να διευκολύνει ο Τραμπ. Πράγματι, αυτό το βιώνει ο ουκρανικός λαός και η Ουκρανία. Μπορεί ο Τραμπ να είναι πιο ξεκάθαρος σε σχέση με την Χάρις και τον Μπάιντεν -θα υπάρχει εκεί μία συνέχεια αλλά οι προβληματισμοί θα υφίστανται για το πώς θα βρεθεί μία λύση σε αυτόν τον πόλεμο και αν κερδίσει η Χάρις. Κάποια στιγμή προς τα εκεί πάμε. Κάποια στιγμή θα πρέπει να καθίσουν στο τραπέζι, διεκδικώντας τα εδάφη που έχουν χάσει. Αλλά το καταλαβαίνουν όλοι ότι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί και κάθε λίγο να υπάρχουν απαιτήσεις στη λογική «χρηματοδότησε τον πόλεμό μου, γιατί πολεμάω για εσένα». Μέχρι ενός σημείου το δέχονται οι κοινωνίες αυτό. 

Όσον αφορά τις εξελίξεις στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής;

Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο αρχιτέκτονας των Συμφωνιών του Αβραάμ. Βλέπουμε ότι στην ίδια λογική συνέχισε και η κυβέρνηση Μπάιντεν. Ήταν μια επαναστατική ιδέα για το πώς αλλάζεις τα δεδομένα. Πώς βρίσκεις ένα νέο modus vivendi μεταξύ Ισράηλ και αραβικών χωρών. Βεβαίως αυτά έχουν «παγώσει» τώρα λόγω της 7ης Οκτωβρίου, αλλά πριν από περίπου δέκα ημέρες στο δίκτυο Al Arabiya, που είναι ουσιαστικά το επίσημο μέσο ενημέρωσης της Σαουδικής Αραβίας, ο Τραμπ έλεγε πως στόχος του είναι να τελειώσει ο πόλεμος του Ισραήλ με τη Χαμάς και τη Χεζμοπλάχ και να μεταβούμε σε μια φάση ομαλοποίησης των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ.

Να υλοποιηθούν τα σχέδια, που είχαν «κλειδώσει» στο περιθώριο της συνόδου των G20 πριν από την 7η Οκτωβρίου πέρυσι, το περίφημο μνημόνιο δηλαδή για τον διάδρομο IMEC, που θα ξεκινά από την Ινδία, θα περνάει από τις χώρες του Κόλπου, την Ιορδανία, το Ισραήλ, και από την Ελλάδα. Φέτος, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, σε μία διμερή συνάντηση που είχε ο Τζο Μπάιντεν με τον ομόλογό του από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δόθηκε έμφαση και στον διάδρομο IMEC. Δείχνει να έχει συνέχεια η εξωτερική πολιτική της Αμερικής, παρ’ όλο που ο Τραμπ προσπάθησε να αλλάξει κάποια δεδομένα. 

Πώς εκτιμάτε ότι θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών τη «δύσκολη συμμαχία» της Τουρκίας με τις ΗΠΑ; Ποιον θέλει ο Ερντογάν; Χάρις ή Τραμπ;

Δεν νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο τι θέλει ο Ερντογάν. Θεωρώ ότι στην αρχή, πριν από μερικά χρόνια, οι Τούρκοι έλεγαν Τραμπ, επειδή ο Τραμπ διοικεί τη χώρα με τον ίδιο τρόπο που τη διοικεί ο Ερντογάν. Μιλούσαν κατευθείαν και παρέκαμπταν τους θεσμούς και μετά έτρεχαν οι θεσμοί να διαμορφώσουν την εξωτερική πολιτική. Αλλά, τώρα υπάρχει μία τεράστια διαφορά. Ο Τραμπ έχει πάρει ξεκάθαρη θέση όσον αφορά το Ισραήλ, το κάνει και για προεκλογικούς λόγους. Την ίδια θέση έχουν πάρει και ο Μπάιντεν και η Χάρις, απλώς οι Δημοκρατικοί στηρίζονται και στους μουσουλμάνους ψηφοφόρους. Ο Τραμπ έχει πάρει σκληρή θέση υπέρ του Ισραήλ. Αυτός ο παράγοντας δεν υπήρχε παλαιότερα στις σχέσεις Τουρκίας-Ηνωμένων Πολιτειών. Τώρα που τόσο ο Μπάιντεν όσο και Τραμπ λένε ότι πρέπει να στηρίξουμε το Ισραήλ, όταν έχεις έναν Ερντογάν που έχει πάρει ξεκάθαρη θέση στηρίζοντας τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, αυτό είναι ένα χάσμα τεράστιο. 

Προτεραιότητα για τον Τραμπ είναι το Ισραήλ και αυτό που θέλει είναι να τελειώσει ο πόλεμος και να συνεχίσει με τις Συμφωνίες του Αβράαμ, τις οποίες στηρίζει και η κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι συμφωνίες όμως αυτές δεν περιλαμβάνουν την Τουρκία, δεν βρίσκεται μέσα στα σχέδια. Και προσπαθεί η Τουρκία να ανταγωνιστεί με τον Μέσο Διάδρομο, «παίζοντας» με τους Κινέζους για να δείξει ότι και αυτή θα πρέπει να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά δεν έχει κάποιο ρόλο προς το παρόν. Αυτή τη στιγμή οι Τούρκοι έχουν μεν το οικόπεδο που λέγεται Τουρκία και τους κρατάει στο παιχνίδι, αλλά δεν νομίζω ότι τους προτιμούν οι Αμερικανοί.

Βλέπω ότι υπάρχει ένας προβληματισμός στην Τουρκία για το τι σημαίνουν αυτές οι εκλογές. Επειδή βρισκόμαστε και σε μία φάση στρατηγικής μετατόπισης ή στρατηγικής εξισορρόπησης, είναι γεγονός ότι τώρα ευνοούνται περισσότερο γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα. Η επίσκεψη Χριστοδουλίδη στον Λευκό Οίκο είναι ενδεικτική αυτής της μετατόπισης. Όπως και η Ρουμανία, όπως και η Ιορδανία, όπως και το Ισραήλ. Υπάρχει ένα έλλειμμα αξιοπιστίας όσον αφορά την Τουρκία.

Αυτό δεν είναι τακτική. Δηλαδή, δεν καλείς τον Έλληνα πρωθυπουργό να μιλήσει στα δύο σώματα του Κογκρέσου για να αλλάξεις αύριο ρότα. Είναι στρατηγική δεκαετιών. Όταν ξεκίνησε η ειδική σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ, ξεκίνησε με ομιλία του τότε προέδρου της Τουρκίας, Τζελάλ Μπαγιάρ, το 1952 στα δύο σώματα του Κογκρέσου και μετά ισχυροποιήθηκε και δημιουργήθηκε η βάση του Ιντζιρλίκ και αναπτύχθηκε όλη αυτή η αμερικανική παρουσία στην Τουρκία, επειδή βρισκόταν στην πρώτη γραμμή έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα αυτό έχει «καεί» και αυτό δεν θα αλλάξει από τη μία στιγμή στην άλλη. Η στροφή γίνεται πολύ αργά. 

Υπάρχει μία συνέχεια στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν θα πάει να τα αλλάξει όλα ο Τραμπ, επειδή τα βρήκε με τον Ερντογάν ή επειδή είναι επιχειρηματίας και θα σκεφτεί να δώσει στους Τούρκους τα F-35 αφού αυτό σημαίνει περισσότερα χρήματα για τη δική του οικονομία. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο σύνθετα τα πράγματα και η Τουρκία θα συνεχίσει τη δική της πορεία αυτονόμησης, με τις επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία, και την εξωτερική της πολιτική. Δεν θεωρώ ότι είτε με κυβέρνηση Τραμπ, είτε με κυβέρνηση Χάρις θα ευνοηθεί πάρα πολύ αυτή τη στιγμή η Τουρκία.

- Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από το 2010 έως το 2023 διετέλεσε καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Kadir Has της Κωνσταντινούπολης. Είναι επίσης εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).