Στα νέα γραφεία του επί της Λεωφόρου Αμαλίας, με έπιπλα Martino Camper, γλυπτά Franz West και Dylan Lynch και έργα τέχνης Αλέξανδρου Γεωργίου και Jacob Julian Ziolkowski, συναντήσαμε τον επιχειρηματία και επενδυτή ακινήτων Ιάσονα Τσάκωνα, ο οποίος έβαλε την Αντίπαρο στον χάρτη της διεθνούς σύγχρονης, ποιοτικής αρχιτεκτονικής.
Συνέντευξη στην Δανάη Ζαούση
Ποιο ήταν το αρχικό όραμα για την Αντίπαρο και πώς εξελίχθηκε;
Όταν πρωτοπήγα στην Αντίπαρο το 2001 ψάχνοντας να αγοράσω εξοχικό σπίτι στις Κυκλάδες -με προδιαγραφές ιδιοκτήτη και όχι εργολάβου- συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα μικρό νησί με μεγάλα κομμάτια φθηνής γης, χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Σκέφθηκα ότι γνωστοί συνομίληκοί μου θα ενδιαφέρονταν ν' αποκτήσουν σπίτι στις Κυκλάδες, κι έτσι βρήκα το πεδίο ανοιχτό για να φτιάξω αρχικά επτά σπίτια σε 100 στρέμματα, τα οποία στη συνέχεια ήλπιζα να πουλήσω. H πρώτη αρχιτέκτων στην οποία απευθύνθηκα για τη σχεδίαση σπιτιού μου στην Αντίπαρο ήταν η Λιβανέζα Tala Mikdashi, η οποία τότε εργαζόταν με τον Renzo Piano. Η Tala σχεδίασε το πρώτο σπίτι που πούλησα στα σχέδια, τον Μικρό Κέδρο, ενώ το δικό μου σπίτι, τον Κρατήρα, σχεδίασε η τότε πρωτοσυσταθείσα αρχιτεκτονική ομάδα DECA Architecture. Δουλεύοντας με την Tala, αντιλήφθηκα ότι υπάρχει μια άλλη διάσταση στην αρχιτεκτονική, πέρα από αυτήν που γνώριζα εγώ στην Ελλάδα. Αυτό που έφτιαξα τελικά ήταν low density housing εντός του κυκλαδίτικου τοπίου, με υψηλής ποιότητας αρχιτεκτονική και masterplan. Σκοπός ήταν να είναι ο καθένας μοναδικός και να μην υπάρχει η έννοια του συγκροτήματος.
Ποια είναι τα στοιχεία του κυκλαδίτικου τοπίου που εμπνέουν τους νέους αρχιτέκτονες;
Η κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική είναι εύκολη για να ξεκινήσει ένας αρχιτέκτονας την καριέρα του, καθώς εμπνέεται από την τοπιογραφία αλλά και την υπάρχουσα αρχιτεκτονική. Όλα αυτά τα χρόνια έχω δώσει μεγάλη έμφαση σε πρωτοεμφανιζόμενους νεαρούς αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένους, πολλοί εκ των οποίων πραγματοποίησαν το πρώτο τους αρχιτεκτονικό έργο μαζί μου. Μου αρέσει να δουλεύω με αρχιτέκτονες που δεν έχουν ξανάρθει στην Αντίπαρο και προσφέρουν μια φρέσκια ματιά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι έρχονται κυρίως οικογένειες και μεγάλες παρέες, τα περισσότερα σπίτια που σχεδιάζουμε έχουν πολλά υπνοδωμάτια, κάτι που ίσως φαντάζει υπερβολικό αλλά τελικά καλύπτει την έλλειψη καταλυμάτων στο νησί.
Ποια είναι η σημερινή καλλιτεχνική σκηνή στην Αντίπαρο;
Η κοινότητα της Αντιπάρου έχει εξελιχθεί με πολλούς ξένους και Έλληνες επισκέπτες με κλίση στις τέχνες (καλλιτέχνες, συλλέκτες, γκαλερίστες, ηθοποιοί). Τακτική επισκέπτρια τα τελευταία χρόνια είναι η γκαλερίστα Eva Presenhuber, η οποία φιλοξενεί καλλιτέχνες κάθε χρόνο και το 2013 αποφάσισε ν'ανοίξει ένα project space στο Κάστρο, όπου παρουσιάζει εκθέσεις. Πρόσφατα της φτιάξαμε επίσης ένα κτίριο που θα λειτουργεί σαν artist residency.
Είναι η τέχνη ικανή να προκαλέσει urban re-generation και να αναβαθμίσει περιοχές στην Αθήνα;
Νομίζω υπάρχει μια παρεξήγηση σχετικά με τη δύναμη της τέχνης, παρότι συναντάμε στο εξωτερικό περιπτώσεις όπου πράγματι έχει συμβάλει στην γενικότερη ανάπτυξη μιας περιοχής. Δεν θεωρώ ότι η τέχνη μπορεί να μεταμορφώσει μια περιοχή. Η προσέγγιση μου για την περιοχή Κεραμεικού-Μεταξουργείου ήταν να αξιοποιούνται άδειοι χώροι μέχρι να εφαρμόσω το αναπτυξιακό πρότζεκτ που είχα αρχικά στο μυαλό μου για την περιοχή. Καλλιτέχνες και curators χρειάζονταν προσωρινούς χώρους για να εργαστούν και κάπως έτσι ξεκίνησε το Remap. Μια ανοιχτή πλατφόρμα για να παρουσιαστούν, να συνεργαστούν και να γνωριστούν οι άνθρωποι της σύγχρονης εικαστικής σκηνής.
Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με την τέχνη;
Η πρώτη μου επαφή με την τέχνη ξεκίνησε ως φοιτητής, όπου είχα την τύχη να επισκέπτομαι συχνά το σπίτι του Δάκη Ιωάννου, λόγω φιλίας με το γιο του. Είχαμε κάνει μαζί στο πανεπιστήμιο το 1993 ένα πρότζεκτ που το ονομάσαμε Art for All και επισκεπτόμασταν συχνά τις γκαλερί της Νέας Υόρκης, κάτι που μου άρεσε πολύ. Ήθελα να μαθαίνω για την τέχνη πηγαίνοντας σε εκθέσεις και ποτέ δεν την αντιμετώπισα ως επένδυση. Στο Αζερμπαϊτζάν όπου βρέθηκα στη συνέχεια αγόρασα τα πρώτα μου έργα, Αζέρων καλλιτεχνών. Στην Art Athina πήγαινα συστηματικά και την πρώτη χρονιά του Remap το 2007 είχα πλέον εξοικειωθεί με το χώρο. Το 2017 δεν πραγματοποιήσαμε το Remap ενώ είχαμε σκοπό αρχικά, καθώς οι πολλές ενδιαφέρουσες δράσεις με δυνατή παρουσία στην Αθήνα -Μπιενάλε, Documenta, Neon– με έκαναν να σκεφτώ πιο ριζικά πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μελλοντικά το Remap και να είναι up-to-date.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Ιούλιος-Αύγουστος 2017 των Νέων της Τέχνης.