Στη 15η διοργάνωση της Art Basel Miami Beach (1-4 Δεκεμβρίου 2016), η γκαλερί Καλφαγιάν παρουσίασε την ατομική έκθεση του Κωστή Βελώνη με τίτλο "Whistle while you work". Με αφορμή τη συμμετοχή του, ο καλλιτέχνης μίλησε στα Νέα της Τέχνης για τη δουλειά του αυτή και τα μελλοντικά του σχέδια.
Συνέντευξη στον Στρατή Πανταζή
Η νέα δουλειά που παρουσιάσατε στην Art Basel Miami Beach προέκυψε από την έρευνα ποτ κάνατε κατά τη διάρκεια της τρίμηνης καλλιτεχνικής σας διαμονής (residency) στην Casa Maauad στην Πόλη του Μεξικού. Μιλήστε μας για τη διαμονή σας και για το έργο σας αυτό.
Είχα ενθουσιαστεί με το Μεξικό την πρώτη φορά που με είχαν καλέσει για μία ομιλία και αποφάσισα ότι θα άξιζε να μου δοθεί περισσότερος χρόνος. Τα έργα στην Art Basel Miami Beach συνεχίζουν το διάλογο με τα έργα στην Casa Maauad, αλλά και με τα γλυπτά που είχα δείξει στο Museo Tamayo δύο χρόνια νωρίτερα.
Παρουσιάσατε όμως και παλαιότερα έργα. Πώς σχετίζονται με τη νέα σας δουλειά;
Ουσιαστικά πρόκειτα για κάποιες τονισμένες περιοχές γύρω από το ίδιο σώμα ιδεών. Στην πρόσφατη έκθεση έδωσα έμφαση στο στοιχείο της εργατικής ταυτότητας, για την οποία ο Πλωτίνος Ροδοκανάκης (1828-1892) -Έλληνας αναρχικός που ζούσε στο Μεξικό- αγωνιζόταν στη ζωή και στα γραπτά του, και αδρανοποίησα τη σχέση με τον Mathias Goeritz (1915-1990) που με είχε απασχολήσει στην έκθεση στην Casa Maauad.
Πώς προέκυψε ο τίτλος της έκθεσης "Part Company" στην Casa Maauad και με ποια κριτήρια επιλέξατε τον τίτλο "Whistle while you work" για την ατομική σας στην Art Basel Miami Beach;
Είναι ένας όρος που στα αγγλικά αποδίδεται εύστοχα επειδή διατηρεί μια αιχμηρή λακωνικότητα. "Part company" σημαίνει το τέλος κάποιας σχέσης ως το αποτέλεσμα, για παράδειγμα, κάποιας διαφωνίας -όμως, την ίδια στιγμή επισημαίνει το ιστορικό αυτής της σχέσης, την αρχική φιλία ή τη συντροφικότητα πριν το χωρισμό.
Στη δική μου περίπτωση, επειδή το company παραμένει, υπονοεί την πιθανότητα επαναφοράς της σχέσης. Στην έκθεση λειτούργησε ως μία ανάγκη για αναθεώρηση ενάντια στην αποσπασματική και κατακερματισμένη γνώση, ώστε να δούμε την εικαστική και αρχιτεκτονική νεωτερικότητα ως μια πολιτική πράξη, την οποία κακομεταχειρίζονταν με λαϊκιστικά κριτήρια στο Μεξικό για αρκετές δεκαετίες οι muralistas, όπως οι Diego Rivera και David Siqueiros.
Στο Μαϊάμι κάποια έργα ανήκαν στην ενότητα "Whistle while you work", όχι όμως όλα. Το κίνητρο ήταν η ανάδειξη της πίστης στην παραγωγικότητα μέσα από το γνωστό τραγούδι "Σφύριζε όταν δουλεύεις" του Frank Churchill για το δημοφιλές κινούμενο σχέδιο του Disney "Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι". Το ίδιο το τραγούδι, ανάλογα με κάποια καινούρια πολιτική συγκυρία, έχει τροποποιηθεί στιχουργικά αρκετές φορές στο παρελθόν.
Στο απόσπασμα της ταινίας όπου τα ζώα του δάσους κάνουν τις δουλειές του σπιτιού μαζί με τη Χιονάτη φανερώνεται, με ένα χαριτωμένο και επιδέξιο τρόπο, πόσο υμνείται η εργασία ως αξία, κατοχυρώνοντάς την ως βασική προϋπόθεση, ως ένα είδος καυσίμου για την πρόοδο. Ενδιαφέρομαι να θίξω τον εύθραυστο και υπονομευόμενο οπτιμισμό που φέρει τη σκληρότητα της μισθωτής εργασίας. Ενώ τα ζωγραφικά έργα αυτής της ενότητας δίνουν έμφαση στην παραγωγική διαδικασία περιλαμβάνοντας με έναν αφαιρετικό -και σε κάποιες περιπτώσεις καρτουνίστικο- σχεδιασμό την ψυχολογία των εργαζομένων, στα γλυπτά με τη χρήση οικοδομικών υλικών κυριαρχούν εκείνες οι αφηγήσεις που σχετίζονται με την επίπονη αναζήτηση της δουλειάς και την αγωνία του βιοπορισμού. Πρόκειται για μια γλυπτική που επινοεί κάποιους τρόπους κατανόησης των εργασιακών πρακτικών μέσα από τις σχέσεις των υλικών και του ίχνους της προγενέστερης εφαρμογής τους. Πιθανότατα τίποτα από όλα αυτά να μη γίνεται αντιληπτό άμεσα, ωστόσο πιστεύω ότι διαφορετικοί λήπτες με άλλες πολιτιστικές καταβολές βρίσκουν απαντήσεις και ερωτήματα που είναι πολύ κοντινά, με διαφορετικούς τρόπους.
© Κωστής Βελώνης & Γκαλερί Καλφαγιάν
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να μελετήσετε το έργο του Ελληνομεξικανού ακτιβιστή Πλωτίνου Ροδοκανάκη (1828-1892) και αυτό του Μεξικανού καλλιτέχνη, γερμανικής προέλευσης, Mathias Goeritz (1915-1990);
Με ενδιέφερε να δω τη μοντέρνα τέχνη του Μεξικού μέσα από την πολιτική της σημασία -αν θέλετε να επιχειρήσω μια αναδιάταξη του φορμαλισμού σε μια κοινωνική αφήγηση. Τα έργα αποτελούνται από μακέτες δημοσίων γλυπτών του Goeritz για τη "συναισθηματική αρχιτεκτονική", όπως διατυπώθηκε το 1954, και η οποία έγινε η αισθητική βάση του έργου του. Η άποψή μου είναι ότι ο Luis Barragan, με τον οποίο είχε εξάλλου στενή φιλική και επαγγελματική σχέση, επηρεάστηκε καθοριστικά από τον τρόπο ποτ ο Goeritz ερμήνευε το κτίσμα με όρους γλυπτικής.
Ο Γερμανός εστέτ υπερασπίζεται τη σημασία της φυσικής αντίληψης του χώρου και την ανάγκη για μια αισθησιακή και απτική εμπειρία με το αντικείμενο. Στην έκθεση επανέφερα τη "συναισθηματική αρχιτεκτονική" μέσω της σημερινής απομυθοποίησης των σύγχρονων ιδανικών, αντικαθιστώντας τη μεταφυσική του Goeritz με επίγειες, ευάλωτες κατασκευές που εμπνέονται από μια γκάμα άχρηστων υλικών, συνήθως συντρίμμια από τους δρόμους, όπως κομμάτια ξύλου από τις παλέτες του εμπορίου. Στο Μαϊάμι έδωσα έμφαση στο πώς οι φορμαλιστικές τάσεις του μοντέρνου μπορούν να μας προτρέψουν να σκεφτούμε με ηθικά κριτήρια, ακόμα και αν αυτά φαίνεται να απορροφούνται και να ουδετεροποιούνται από την παγκόσμια αγορά.
Σε αυτήν την έρευνά σας στο Μεξικό, ανακαλύψατε στοιχεία που έχετε παρατηρήσει και στην ελληνική κοινωνία και πραγματικοητα; Στα νέα σας έργα, ο θεατής μπορεί να αντιληφθεί τη συνάντηση των δύο πραγματικοτήτων;
Θεωρώ ότι οι ιδέες του Ροδοκανάκη για τη "χειραφέτηση" της εργατικής τάξης -έναν όρο που έχουμε καταχραστεί σήμερα- ςίναι αναγκαίο να αναβαθμιστούν ξανά στην τρέχουσα οικονομία με διαφορετικό τρόπο, αλλά με την ίδια αγωνιστική ετοιμότητα, χωρίς όμως να σπείρουν τη δυστυχία που βιώσαμε στα νεωτερικά κινήματα του φασισμού και του κομμουνισμού. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αυτοί που εκπροσωπούν τον "αδικημένο" είναι συνήθως χειρότεροι από εκείνους που στο επίκεντρο της ιδεολογικής τους ατζέντας δεν είναι ο κατατρεγμένος -γι'' αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Το όλο εγχείρημα είναι αν μπορούμε να δούμε τη δουλειά του Goeritz όχι ως μια επικύρωση υψηλής τέχνης, αλλά στη διασταύρωσή της με τον Ροδοκανάκη να μεταφραστεί μέσα από τον κοινωνικό πειραματισμό, και όχι τον ελιτισμό. Ναι, αυτό αφορά την Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία χρόνια, που δεν υπάρχει πολύς χώρος για απομονωμένες αισθητικά συγκινήσεις.
© Κωστής Βελώνης & Γκαλερί Καλφαγιάν
Στην έκθεση υπάρχουν ζωγραφικά και γλυπτικά έργα. Μιλήστε μας για το μεταξύ τους διάλογο και τη σχέση τους.
Η σχέση δεν είναι δεδομένη και κάθε φορά νιώθω ότι παίρνω κάποιο ρίσκο. Αλλά θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι αυτή η σχέση θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη και ότι η έγνοια μου να δημιουργήσω αποστάσεις από το μέσο για να απολαύσω μια σχέση αποκλειστικότητας με κάποιο άλλο έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Ο χρόνος δείχνει ότι κάποιες εμμονές μπορεί απλά να βασίζονται σε αναχρονιστικά ερωτήματα και αυτό που θα πρότεινα είναι ότι μάλλον δεν είναι βλαβερό να εγκαταλείπουμε τις προστατευτικές ζώνες μας και να ορίζουμε τη σχέση μας με την τέχνη με κίνητρο την οπτική και απτική ηδονή που μας παρέχει. Καλό είναι να αμφιβάλουμε για τις αποκλειστικότητές μας. Νομίζω ότι μια φουάρ τέχνης μπορεί να βοηθήσει σε αυτό, με την έννοια ότι επιδιώκει λιγότερο τη συνοχή που συναντάται σε ένα εκφραστικό μέσο και αμφισβητεί τον πουριτανισμό μας.
Ποιο είναι το επόμενο καλλιτεχνικό σας βήμα;
Η έκθεση με τίτλο "Precision German Craftsmanship", έναν τίτλο δανεισμένο από τον Αμερικανό ποιητή Matthew Rohrer, ο οποίος καλύπτει άμεσα το σύνολο των έργων που δουλεύω στη Γερμανία. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η διαφοροποίηση από το υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας στην ανειδίκευτη εργασία, στην αδυναμία του να ολοκληρώσεις κάτι με ακρίβεια και αποτελεσματικοητα, και συνεπώς να αμφισβητήσεις το νεωτερικό λόγο που στηρίζεται στην επιβεβαίωση της συσχέτισης της εξουσίας με τη γνώση. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι κάθε σχολή σχεδιασμού -από το Arts and Crafts movement, τη Βιεννέζικη Sezession στο Bauhaus και το International Style-, ανεξάρτητα από τη φιλοσοφία της σε σχέση με τη λειτουργικότητα και την παραγωγικότητα, συμφωνεί καθολικά στη δεξιοτεχνία. Οι δικές μου "αδέξιες" κατασκευές, οι οποίες προήλθαν από κάποια αχρείαστα αντικείμενα που υπήρχαν στην Akademie Schloss Solitude, εμπνέονται από το ασκητικό consensus του ανώνυμου εργάτη και τον ελέυθερο χρόνο του, όπου η παραγωγή και η κανονικοποίηση σταματά και ξεκινά μια προσωπική σχέση, μια συναισθηματική προβολή για τα "χαμένα αντικείμενα".
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2017 των Νέων της Τέχνης.