Για το κενό ηγεσίας που παρουσιάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαιτίας της παρούσας απορρύθμισης του γαλλογερμανικού άξονα μιλά ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Σωτήρης Ντάλης, στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη, αποτυπώνοντας την εικόνα που απορρέει από τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της και πώς έφθασαν στην πτώση οι κυβερνήσεις Σολτς και Μπαρνιέ.
Ο καθηγ. Σωτήρης Ντάλης επισημαίνει πως παρά τα βαθιά εσωτερικά προβλήματα, Παρίσι και Βερολίνο θα ξαναβρούν τον κοινό βηματισμό τους και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κρατήσει έναν ισχυρό ρόλο σε έναν περίπλοκο πολυπολικό κόσμο -«γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή».
Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση προχώρησε μέχρι σήμερα μέσα από τη διαχείριση κρίσεων και τη δημιουργία κοινών συμφερόντων, αναφέρει ο κ. Ντάλης, τονίζει όμως πως το μείζον ζήτημα για την Ευρώπη είναι πως ενώ βλέπει το πρόβλημα να έρχεται, δεν προετοιμάζεται εγκαίρως: «Περιμένει πρώτα να της χτυπήσει την πόρτα για να αντιδράσει». Όπως και στην περίπτωση της επερχόμενης προεδρίας Τραμπ.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Ντάλη, ο Μάριο Ντράγκι, κάνει λόγο για κενό ηγεσίας στην ΕΕ εξαιτίας της αποδυνάμωσης του ρόλου που διαδραματίζουν παραδοσιακά από κοινού η Γαλλία και η Γερμανία και προτρέπει να κάνουμε υπομονή και να επιδείξουμε αισιοδοξία, μη βλέποντας ο ίδιος άλλη ηγεσία ικανή να οδηγήσει την Ευρώπη σε ένα κοινό μέλλον. Πόσο σύντομα και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να επαναλειτουργήσει ο γαλλογερμανικός άξονας; Υπάρχει η δυνατότητα ενός νέου, διαφορετικού μοντέλου ευρωπαϊκής διακυβέρνησης;
Το πρωί της Δευτέρας αναχώρησε από το Παρίσι και τον σταθμό Γκαρ ντελ Εστ το πρώτο τρένο υψηλής ταχύτητας με προορισμό τη γερμανική πρωτεύουσα και τον σταθμό Χάουπτμπανχοφ του Βερολίνου. Για πρώτη φορά στη σιδηροδρομική ιστορία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, οι δύο πρωτεύουσες συνδέονται απευθείας από το κέντρο της μιας στο κέντρο της άλλης, με τρένο υψηλής ταχύτητας.
Αυτή η νέα απευθείας σύνδεση μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού είναι άλλο ένα σύμβολο της μεταπολεμικής γαλλογερμανικής συνεργασίας που άλλαξε τα δεδομένα στην Ευρώπη. Η δήλωση του Ρίχαρντ Λουτζ, διευθύνοντος συμβούλου της Deutsche Bahn, της γερμανικής εθνικής εταιρείας σιδηροδρόμων, πως «η καλή γερμανογαλλική συνεργασία είναι η ραχοκοκαλιά μιας ενωμένης Ευρώπης», αντικατοπτρίζει την ιστορική πραγματικότητα πάνω στην οποία δημιουργήθηκε, υπάρχει και λειτουργεί το Ευρωπαϊκό Σχέδιο και η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία.
Η διαπίστωση του Μάριο Ντράγκι είναι εξαιρετικά εύστοχη. Παρά τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα σε Γαλλία και Γερμανία και την απορρύθμιση της λειτουργίας του γαλλογερμανικού άξονα, οι δύο χώρες θα καταφέρουν να βρουν τον κοινό βηματισμό της συνεργασίας τους και σε συνδυασμό με μια πιο ηγετική κοινοτική μέθοδο από την πλευρά των Βρυξελλών, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να διαμορφώσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν περίπλοκο πολυπολικό κόσμο. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Το 2024 «φεύγει» με τη Γαλλία να έχει αλλάξει τέσσερις πρωθυπουργούς και έναν πρόεδρο που ουσιαστικά βρίσκεται υπό την «κηδεμονία» της Άκρας Δεξιάς. Θα ήταν καλύτερες οι συνθήκες για τον μμανουέλ Μακρόν, εάν δεν είχε προκηρύξει πρόωρες εκλογές μετά την ήττα στις ευρωκάλπες; Πόσο θα επηρεάσει τη γαλλική οικονομία αυτή η πολιτική αστάθεια; Υπάρχει κερδισμένος από αυτή την ιδιότυπη διελκυστίνδα Μακρόν-Λεπέν και ποιος ο ρόλος της Αριστεράς;
Οι πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές, μετά τις ευρωεκλογές, πράγματι δημιούργησαν μια αβεβαιότητα - ακυβερνησία. Όμως, αν δεν το έκανε αυτό ο Μακρόν, πάλι θα «σερνόταν» πίσω από την πρόσκληση-πρόκληση της Λεπέν για προσφυγή στις κάλπες. Στις αρχές του Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς και της Αριστεράς ένωσαν τις φιλοδοξίες τους για να ανατρέψουν την κυβέρνηση μειοψηφίας και τον πρωθυπουργό Μισέλ Μπαρνιέ, απορρίπτοντας τον φιλόδοξο προϋπολογισμό λιτότητας.
Όλα αυτά μπορούν να εκληφθούν ως προάγγελος μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης; Πιθανότατα αυτή η πολιτική αναταραχή να κοστίσει ακριβά στη Γαλλία. Ήδη, αντί το ΑΕΠ να ξεπεράσει το μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπως έγινε το 2023 και το 2024, αναμένεται ότι η Γαλλία θα υπολείπεται σημαντικά τα επόμενα δυο χρόνια. Κι όλα είχαν ξεκινήσει μια χαρά. Η διακυβέρνηση Μακρόν είχε εγκαινιάσει μια δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης και χαμηλότερης ανεργίας. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είχαν μετατρέψει τη Γαλλία σε πόλο έλξης για άμεσες ξένες επενδύσεις. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, ενέδωσε στον διαχρονικό πολιτικό πειρασμό του κατευνασμού των αντιδράσεων. Σε συνδυασμό με τις πρόωρες εκλογές στα μέσα του 2024, φτάσαμε στην αποτυχημένη προσπάθεια του Μπαρνιέ να μειώσει το έλλειμμα στο 5% το 2025. Ύστερα από επτά χρόνια, είχαν τελειώσει οι καλές μέρες της προεδρίας Μακρόν.
Αν μέσα από αυτή την κατάσταση της διαρκούς αστάθειας, βγουν κερδισμένοι η Λεπέν και ο αριστερός συνασπισμός, θα φανεί στις επόμενες εκλογές, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν πριν από το καλοκαίρι του 2025. Ειδικότερα, η Λεπέν πήρε μεγαλύτερο ρίσκο. Περίπου, είπε, πως θα ανατρέπει κάθε κυβέρνηση μέχρι να παραιτηθεί ο Μακρόν.
Μέχρι σήμερα, όσες φορές η Γερμανία οδηγήθηκε σε κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», αυτό γινόταν στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων κατόπιν διαπραγματεύσεων. Στις επερχόμενος εκλογές, όλα δείχνουν ότι η συγκρότηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, με πιθανή συμμετοχή και των Πρασίνων, θα είναι μονόδρομος, όχι όμως λόγω προγραμματικών συγκλίσεων, αλλά λόγω ανάδειξης ως δεύτερης δύναμης της ακροδεξιάς AfD. Εφόσον επιβεβαιωθεί η δημοσκοπική εικόνα, τι θα σημάνει αυτό για τη Γερμανία, αλλά και την Ευρώπη;
Ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων κατέρρευσε στις 6 Νοεμβρίου, μετά την αποπομπή του φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, εξαιτίας μεγάλων διαφορών γύρω από τη δημοσιονομική πολιτική και τον προϋπολογισμό του 2025. Στη συνέχεια, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, δηλώνοντας πως οι «αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν είναι τόσο θεμελιώδεις για τη χώρα, και πρέπει να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός», επιδίωξε να χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης, δίνοντας τέλος στον ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό και ανοίγοντας τον δρόμο για πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου.
Θα έχουμε μια μάχη τριών πολιτικών μπλοκ. Κεντροδεξιά, Χριστιανική Ένωση και Φιλελεύθεροι από τη μια πλευρά. Από την άλλη, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι και στη μέση το ακροδεξιό AfD. Συμπληρωματικό ρόλο διεκδικεί το αριστερόστροφο κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ.
Απέναντί του θα βρει ο Σολτς μια ακροδεξιά, η οποία είναι δημοσκοπικά σταθερά δεύτερο κόμμα.
Η ακροδεξιά στη Γερμανία δεν είναι ίδια με την ακροδεξιά της Γαλλίας. Είναι πολύ πιο «σκληρή» στις θέσεις της και δεν πρόκειται να κάνει υποχωρήσεις. Ένα είναι βέβαιο. Πως ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης συνασπισμού μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου δεν θα είναι ευκολότερος, απ’ ό,τι ήταν στην προηγούμενη κυβέρνηση. Τόσο για τη Γερμανία, όσο και για την Ευρώπη, είναι σημαντικό η σημερινή κυβέρνηση μειοψηφίας να διατηρήσει τις διαχειριστικές της ικανότητες.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία στην 70χρονη ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την ικανότητα να δράσει αυτόνομα και συμβαίνει σε μία στιγμή πολλών αδυναμιών στο να έχει ενιαία φωνή και ισχυρή διεθνή παρουσία. Πώς μπορεί να διαμορφωθεί η νέα διατλαντική ατζέντα υπό το μότο Τραμπ «Πρώτα η Αμερική»; Μπορεί η ΕΕ να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ χωρίς να βγει λαβωμένη;
Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση προχώρησε μέχρι σήμερα μέσα από τη διαχείριση κρίσεων και τη δημιουργία κοινών συμφερόντων. Το πρόβλημα με την Ευρώπη είναι πως ενώ βλέπει το πρόβλημα να έρχεται, δεν προετοιμάζεται εγκαίρως. Περιμένει πρώτα να της χτυπήσει την πόρτα για να αντιδράσει. Άραγε, έτσι έκανε και στην περίπτωση Τραμπ; Απλώς τον έβλεπε να έρχεται… Κινήθηκε εγκαίρως προς όλες τις κατευθύνσεις των συμφερόντων της; Ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα, δημιουργώντας ένα δίχτυ ασφαλείας για τον προστατευτισμό που είχε προαναγγείλει ο Τραμπ; Έκανε περισσότερα για επενδύσεις στην άμυνα, ώστε η ασφάλεια να μπορεί να υλοποιείται σε ευρωπαϊκή κλίμακα; Η ανάληψη περισσότερης ευθύνης για τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ, είναι μια από τις νέες προτεραιότητες. Τι έκανε προς αυτή την κατεύθυνση; Ειδικά στο θέμα της άμυνας, υπάρχει η διαπίστωση του επείγοντος.
Η ευρωπαϊκή αντίδραση και ενότητα στον πόλεμο της Ουκρανίας, υπήρξε γιατί κατανοήσαμε πως το επόμενο μέτωπο για τον Πούτιν θα μπορούσε να είναι η ΕΕ.
Ακόμα κι αν ο Τραμπ δεν είχε εκλεγεί, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να κάνει περισσότερα για τον εαυτό της.
* Ο Σωτήρης Ντάλης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Διεθνούς Πολιτικής και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Πρόεδρος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών: Αρχαιολογία, Γλωσσολογία, Διεθνείς Σχέσεις και Δ/ντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών: «Διακυβέρνηση, Ανάπτυξη και Ασφάλεια στη Μεσόγειο». Πανεπιστήμιο Αιγαίου.