Για τη μείωση των κόκκινων δανείων, τις προοπτικές και τις προκλήσεις του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μιλάει στο Liberal η καθηγήτρια στο ESCP Business School, Αναστασία Γιακουμέλου. Παράλληλα συγκρίνει τις ευρωπαϊκές τράπεζες με τις ελληνικές και αναλύει τον τρόπο λειτουργίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Ποιες οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Οι προοπτικές είναι πάρα πολύ δυνατές. Πρώτον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, επειδή δεν έχουμε εξελιγμένη, προηγμένη capital αγορά αλλά είμαστε ακόμα ένα πολύ παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, στηρίζεται στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά.
Πρόκειται για δύο παράγοντες που πάντα στηρίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η μεγάλη εικόνα θα παραμείνει η ίδια και θα είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές. Και αυτό γιατί δεν έχουμε capital markets να κάνουν σοβαρό ανταγωνισμό στις τράπεζες και δεύτερον γιατί διαθέτουμε έναν οικονομικό ιστό που δεν στηρίζεται σε πολυεθνικές εταιρείες. Διαθέτουμε ως χώρα, κυρίως, μικρομεσαίες εταιρείες και το βάρος πέφτει στις μικρές επιχειρήσεις. Ο παραπάνω συνδυασμός μαζί με τα πολλά κεφάλαια που θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία, έως 17 δισ. ευρώ, μας τοποθετεί μαζί με την Ιταλία στους περισσότερο ευεργετημένους της ευρωζώνης.
Το ποσό που αναφέρετε αφορά και τις ελληνικές τράπεζες;
Σίγουρα τις αφορά και μάλιστα άμεσα. Γιατί λειτουργώντας στο πλαίσιο που σας ανέφερα παραπάνω οι τράπεζες είναι πρωταγωνιστές στο πώς θα αξιολογηθούν τα projects και οι επενδύσεις, στις οποίες θα γίνει η «ένεση» των κεφαλαίων που θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε αυτό περιλαμβάνεται στο ευρωπαϊκό «recovery plan» των Ευρωπαίων και της Κομισιόν για τη χώρα μας.
Η πορεία των κόκκινων δανείων και των χρηματοδοτήσεων;
Τα κόκκινα δάνεια πιστεύω πως έχουν μια πολύ καλή πορεία Σίγουρα πολύ καλύτερη από τις δικές μου προβλέψεις το 2015 που είχαν φθάσει στην κορύφωσή τους. Είμαστε σε πολύ βελτιωμένο σημείο, αν και απέχουμε από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Όμως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Υπάρχουν διάφορες ακόμα παράμετροι που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη «Βασιλεία» θα έπρεπε να τηρούμε ορισμένες προβλέψεις. Επομένως, μία χειροτέρευση της ποιότητας στα «βιβλία» των τραπεζών θα πρέπει να την περιμένουμε. Δεν ευθύνονται οι τράπεζες για τη διαχείριση αυτών όμως. Υπάρχει νομοθετικό κενό συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης.
Για παράδειγμα, δεν έχουμε νομοθεσία που να ζητάει από τις τράπεζες να κάνουν αναδιάρθρωση, να ξεφορτωθούν ή να πουλήσουν αυτά τα κόκκινα δάνεια ή να μπουν σε σοβαρές διαπραγματεύσεις με αυτόν το σκοπό. Σήμερα γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια από το υπουργείο Οικονομικών. Αλλά δεν έχουμε δευτερογενή αγορά ιδιαίτερα ανεπτυγμένη για τα κόκκινα δάνεια. Δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ολλανδίας όπου υπάρχουν περιορισμοί στις εναλλακτικές των τραπεζών και στην αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τα κόκκινα δάνεια και όχι μόνο.
Επομένως, χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις προς αυτήν την κατεύθυνση…
Βεβαίως, νομοθετικά δεν έχουμε την ευελιξία που θα έπρεπε να έχουμε. Υστερούμε χρηματοοικονομικά και αυτό δεν είναι ζήτημα των τραπεζών, των επιχειρήσεων ή των διαθέσιμων κεφαλαίων. Είναι καθαρά νομοθετικό κενό. Έχουμε ανάγκη πολύ μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Το πρόβλημα αυτό το έχει και η Ιταλία. Το αναφέρει άλλωστε και η Κομισιόν και ζητά να υπάρχει σαφές νομοθετικό πλαίσιο.
Βλέπετε κίνδυνο αύξησης των επισφαλειών των τραπεζών λόγω των φυσικών καταστροφών;
Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι ρίσκο και δεν θα υπάρξει πρόβλημα.
Ο λόγος; Έχουν κάνει τις προβλέψεις τους οι τράπεζες;
Σε ό,τι αφορά στις προβλέψεις από το 2006 φτάσαμε στο peak τους. Είδαμε αυτές οι προβλέψεις που οδήγησαν τη χώρα. Βέβαια, σήμερα είμαστε σε πολύ πιο υγιή κατάσταση και αυτό φαίνεται από τις σοβαρές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας και το investment grade. Η κυβερνητική πολιτική έχει συμβάλλει πολύ στην αλλαγή πορείας της ελληνικής οικονομίας και σίγουρα οι τράπεζες έχουν μειώσει κατακόρυφα την έκθεσή τους σε κόκκινα δάνεια.
Έχουν πολύ πιο υγιείς ισολογισμούς. Κατέγραψαν μια ιδιαιτέρως καλή κερδοφορία το 2022 και οι αυξήσεις των επιτοκίων τις βοήθησαν ως ένα βαθμό. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος να χειροτερέψει η ποιότητα των περιουσιακών τους στοιχείων σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ήδη το βλέπουμε αυτό σε πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες.
Τέλος, ποια η πορεία των ευρωπαϊκών τραπεζών σε περιβάλλον αυξημένου πληθωρισμού και επιτοκίων;
Είμαι συγκρατημένα αισιόδοξη για το μέλλον γιατί οι περισσότεροι την υπεραπλουστεύουν τη σχέση με τα επιτόκια. Το 2022 και μέχρι στιγμής είδαμε μια θετική επίδραση στις τράπεζες. Ήταν λογικό γιατί είχαν καλύτερα margins, λειτούργησαν σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον. Σε μακροπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα όμως δεν είναι σίγουρη η πορεία τους.
Αυτή εξαρτάται από τους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών. Δηλαδή από πού και πώς είναι μοιρασμένα τα κεφάλαια που παρουσιάζουν. Εξαρτάται δηλαδή από τη στόχευση που έχει το ρίσκο, από τους χρονικούς ορίζοντες και τις υποχρεώσεις τους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ καλές επιδόσεις σε αυτούς τους τομείς στο 95-97% των assets τους, οπότε επειδή έχουμε συγκεντρωμένη αγορά, υπερτερούμε σε αυτό το σημείο συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Τέλος, η ελληνική οικονομία, άρα και οι τράπεζες, είναι σίγουρα από τις πιο ευεργετημένες μετά την πανδημία.
*Η Αναστασία Γιακουμέλου είναι Adjunct Professor στο ESCP Business School, Adjunct Professor στο Universite Paris 1 Pantheon - Sorbonne, Tenured Professor στο Universita Ca Foscari και Lecturer στο Universit Bocconi