Πώς και γιατί ανακατεύει ο Τραμπ την τράπουλα στη Μ. Ανατολή - Τα «χαρτιά» Ερντογάν
AP Photo/Evan Vucci
AP Photo/Evan Vucci
K. Λάβδας

Πώς και γιατί ανακατεύει ο Τραμπ την τράπουλα στη Μ. Ανατολή - Τα «χαρτιά» Ερντογάν

«Ταρακουνά» και πιέζει τους πάντες πλην Ισραήλ -του οποίου τις θέσεις αντίθετα υπερακτοντίζει- ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, με το σχέδιο διαχείρισης της μεταπολεμικής Λωρίδας της Γάζας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και εξόδου των Παλαιστινίων κατοίκων της. Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές, ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κώστας Λάβδας μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη για τη στόχευση Τραμπ έναντι αραβικών κρατών αλλά και τη θέση της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο σκηνικό της Μέσης Ανατολής που ταχέως αναδιατάσσεται.

Ένα ρευστό σύστημα πολλαπλών μεταβλητών αποτελεί αυτή τη στιγμή η Μέση Ανατολή και μένει να διαφανεί πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση, και πού θα καταλήξει, γύρω από το «κεφάλαιο» της αμερικανικής ανάληψης του ελέγχου της Λωρίδας της Γάζας που άνοιξε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε από κοινού με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, στην Ουάσινγκτον, κάνοντας ένα «μεγάλο δώρο» προς τον συνομιλητή του και ακολουθώντας ένα πάγιο μοτίβο ακραίας διαπραγμάτευσης. 

Ο Κώστας Λάβδας αποκωδικοποιεί την προκλητική πρόταση Τραμπ περί ανοικοδόμησης και διαχείρισης της μεταπολεμικής Γάζας, συνθέτοντας το παζλ γύρω από την επιχειρούμενη αυτή διαδικασία ειρήνευσης διά της ισχύος -κάτι που χαρακτηρίζει τον Τραμπ, αλλά χαρακτηρίζει και όψεις των διεθνών σχέσεων, όπως επισημαίνει. «Το Ισραήλ λέει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει τη Γάζα στη Χαμάς. Ο Τραμπ τώρα υπερακοντίζει και λέει ότι ενδέχεται να μην πρέπει να επιστρέψει καν τη Γάζα στους Παλαιστίνιους», επισημαίνει ο κ. Λάβδας και ενόσω αναμένουμε να δούμε την τροπή που θα λάβουν οι εξελίξεις, ο ίδιος υπενθυμίζει πως οφείλουμε να λαμβάνουμε τις δηλώσεις και τις διακηρύξεις Τραμπ «σοβαρά, αλλά όχι κατά γράμμα». 

Πρωτίστως ο Τραμπ επιχειρεί να σπάσει το «ταμπού» των αραβικών χωρών που «κουνώντας το δάχτυλο» δηλώνουν μεν αλληλέγγυες, αρνούνται δε οι ίδιες να φιλοξενήσουν Παλαιστινίους, αναφέρει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής για να εξηγήσει τα διλήμματα και τις προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος και Ιορδανία. Παράλληλα, μιλά για τον καθοριστικό παράγοντα του Ιράν και την απειλή του πυρηνικού του προγράμματος, που είτε θα καταλήξει σε μία διαπραγμάτευση με τη διακυβέρνηση Τραμπ είτε εν τέλει σε σοβαρή στρατιωτική δράση.

Με φόντο την πτώση Άσαντ στη Συρία και την ανάληψη των ηνίων από μία «κυβέρνηση μεταμφιεσμένων τρομοκρατών» υπό τον Αλ Τζολάνι -διότι περί αυτού πρόκειται σύμφωνα με τον κ. Λάβδα-, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός επισημαίνει πως ο Ταγίπ Ερντογάν διακατέχεται από μία ευρύτερη ηγεμονική αντίληψη για το νέο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή, σημειώνοντας πως συνολικά η Τουρκία ήταν και παραμένει «σοβαρό πρόβλημα ως αναθεωρητικός παράγων», το οποίο και οφείλουμε να το «αναδεικνύουμε αντί να το ωραιοποιούμε».

Ο χειρισμός του Κουρδικού θα έλθει να ορίσει εάν θα οδηγηθούν στα άκρα οι σχέσεις Ερντογάν με τη Δύση, επισημαίνει ο καθηγητής Λάβδας, ενώ οσον αφορά τη στάση της προεδρίας Τραμπ έναντι της Άγκυρας εκφράζει την πεποίθησή του ότι η πολιτική του τελεί ακόμη υπό διαμόρφωση και επί του παρόντος ουσιαστικά δοκιμάζει τον Ερντογάν. «Εάν η Τουρκία διαχειριστεί τον νέο ισχυρό ρόλο της στην περιοχή με απροσεξία, που δεν αποκλείεται καθόλου λόγω αλαζονείας του Ερντογάν, τότε μπορεί να έρθει σε σύγκρουση και με το Ισραήλ και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με τη Γαλλία» εκτιμά ο ίδιος.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:

Κύριε Λάβδα, ποια δεδομένα εγείρει στη Μέση Ανατολή και πέραν αυτής το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για την ανάληψη του ελέγχου της Λωρίδας της Γάζας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την απομάκρυνση των κατοίκων της;

Η 4η Φεβρουαρίου 2025 περιείχε ένα δίδυμο συναντήσεων που θεωρώ ότι θα σφραγίσουν τις διεθνείς σχέσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και πολύ ευρύτερα. Του προέδρου Τραμπ με τον πρωθυπουργό Νετανιάχου και του προέδρου Ερντογάν με τον τρομοκράτη Αλ Τζολάνι. Προφανώς, η πρώτη και η σημαντικότερη είναι ανάμεσα στον πρόεδρο Τραμπ και τον πρωθυπουργό Νετανιάχου. Επ’ αυτού δύο παρατηρήσεις: Πρώτον είναι γεγονός ότι έχει μονοπωλήσει το διεθνές ενδιαφέρον η προκλητική πρόταση του Ντόναλντ Τραμπ να αναλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την ανοικοδόμηση αλλά και τη διαχείριση της Λωρίδας της Γάζας παράλληλα με την έξοδο των κατοίκων της προς γειτονικά αραβικά κράτη, τα οποία θα είναι υποχρεωμένα να τους υποδεχθούν και να τους περιθάλψουν. Ο πρόεδρος Τραμπ χαρακτήρισε προκλητικά την περιοχή ως δυνητικά «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής» και αυτό, όπως αναμενόταν, μονοπώλησε τη συζήτηση. Θα ήθελα όμως να υπενθυμίσω τη δήλωση του Αμερικανού διεθνολόγου Ρόμπερτ Κάπλαν ότι για να «διαβάσουμε» τον Ντόναλντ Τραμπ -και ειδικά τον Τραμπ αυτής της δεύτερης περιόδου- οφείλουμε να τον παίρνουμε στα σοβαρά, αλλά όχι κατά γράμμα (seriously, but not literally).

Στις πτυχές που κρύβει η επίμαχη αυτή δήλωση Τραμπ, το πιο σημαντικό στοιχείο κατ' εμέ είναι ότι προσπαθεί να σπάσει το ταμπού, το οποίο άλλωστε πρέπει να σπάσει, των αραβικών κρατών που εκφράζουν αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους αλλά αποφεύγουν να φιλοξενήσουν αριθμητικά μεγάλες ομάδες Παλαιστινίων. Αυτό ισχύει βεβαίως για το βασίλειο της Ιορδανίας, ισχύει για την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καθώς και άλλα κράτη της περιοχής. Δεν θέλουν μεγάλους αριθμούς διότι φοβούνται τα δίκτυα των τζιχαντιστών ανάμεσά τους. Αν και με προκλητικό τρόπο, ο Τραμπ προσπαθεί να σπάσει το ταμπού -και αυτό καθαυτό είναι σημαντικό και η Δύση οφείλει να το δει καταρχήν με συγκρατημένο ενδιαφέρον διότι αυτό το ταμπού συνεχώς μετακυλίει την ευθύνη σε άλλους παρότι οι Άραβες «κουνάνε το δάκτυλο» αναφορικά με τις κανονιστικές διαστάσεις των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Βεβαίως, εξαίρεση αποτελεί η Τουρκία που επιθυμεί να φιλοξενήσει ακόμη και αποφυλακισμένους Παλαιστίνιους, «αδελφούς» κατά τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, αλλά η Τουρκία αποτελεί πολύ ειδική περίπτωση και εν πάση περιπτώσει δεν είναι αραβική χώρα.

Το πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται η νέα φάση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή είναι, επίσης, κρίσιμο και μας βοηθά να κατανοήσουμε αυτές τις αλληλεπιδράσεις και την ρευστότητά τους. Όπως έχω αναλύσει με διάφορες αφορμές, ο υβριδικός πολυπολικός και ταυτόχρονα πολυκεντρικός κόσμος που αναδύεται είναι περισσότερο ρευστός και λιγότερο προβλέψιμος σε σχέση με το μεταπολεμικό παρελθόν, με ή χωρίς τον Τραμπ. Αναδύονται σταδιακά τρείς ή τέσσερις πόλοι, παράλληλα, όμως και πολλά κέντρα, τα οποία μπορεί να είναι δέκα ή λίγο περισσότερα, ανάλογα και με τις τύχες συστημάτων όπως η ΕΕ, οι BRICS και η Σαγκάη και οι συλλογικές ή ατομικές πορείες των μελών τους, τα οποία βρίσκονται ή στο εσωτερικό των πόλων, ή προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ διαφορετικών πόλων. Ένα τέτοιο κέντρο, προσπαθεί να γίνει και η Τουρκία. Ίσως ο Τραμπ βοηθήσει κάποιους να βγούν από τον λήθαργο αναφορικά με τις αναδυόμενες τάσεις και τις δυνατότητες τιθάσευσης κάποιων από αυτές. 

Αντιπαρερχόμενος, λοιπόν, τα χιλιοειπωμένα, όπως π.χ. ότι ο Τραμπ δεν παύει να είναι δισεκατομμυριούχος που μεταξύ άλλων έχει ασχοληθεί με real estate -ναι, παίζει ρόλο και αυτό και το ότι η οπτική του γωνία είναι τέτοια-, θα ήθελα να επισημάνω ότι η ουσία είναι πρώτον πως θέλει να σπάσει το ταμπού των Αράβων που «κουνάνε το δάχτυλο» αλλά δεν υποδέχονται Παλαιστινίους και δεύτερον ότι κάνει ένα μεγάλο δώρο στον Νετανιάχου διότι τρόπον τινά υπερακοντίζει τη θέση του Ισραήλ αυτή τη στιγμή. Θυμίζω, ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ήδη δήλωσε ότι πρόκειται για μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση που πρέπει να συζητηθεί. Ενώ και άλλες φωνές στο Ισραήλ το αντιλαμβάνονται ως σημαντική στιγμή για περαιτέρω πίεση. Το Ισραήλ τι έλεγε; Έλεγε κάτι καταρχήν λογικό, ότι δεν μπορεί να επιστρέψει τη Γάζα στη Χαμάς, η οποία Χαμάς στο παρελθόν, μετά τις αμφισβητούμενες εκλογές του 2006 και την ήττα της Φατάχ, εξολόθρευσε τα στελέχη της τελευταίας για να κυβερνήσει τη Γάζα με σιδηρά πυγμή προς τα μέσα και ως τρομοκρατική οργάνωση προς τα έξω. Το Ισραήλ έλεγε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει τη Γάζα στη Χαμάς. Ο Τραμπ τώρα υπερακοντίζει και λέει ότι ενδέχεται να μην πρέπει να επιστρέψει τη Γάζα στους Παλαιστίνιους όχι απλά στη Χαμάς. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η συζήτηση, αλλά θυμίζω την εκτίμηση του Κάπλαν ότι οφείλουμε να λαμβάνουμε πολύ στα σοβαρά τον Τραμπ αλλά όχι κατά γράμμα. 

Περί μετεγκατάστασης Παλαιστινίων στην Ιορδανία και την Αίγυπτο είχε μιλήσει και προ ημερών ο Τραμπ, επικαλούμενος το μέγεθος της καταστροφής στη Γάζα. Θέτοντας όμως τώρα τις ίδιες τις ΗΠΑ στην εξίσωση και μιλώντας για πρώτη φορά και περί μόνιμης εξόδου των Παλαιστινίων, έστω και αν δεν εκληφθεί ο λόγος του κυριολεκτικά, δεν εγείρονται σοβαρά ζητήματα νομιμότητας;

Το ζήτημα της νομιμότητας είναι φυσικά ένα τεράστιο θέμα, αλλά θεωρώ ότι εδώ μιλάμε περισσότερο για επίπεδα ακραίας διαπραγμάτευσης. Ο Τραμπ πιέζει τους πάντες αυτή τη στιγμή εκτός ίσως από τους Ισραηλινούς. Όπως αναμέναμε, η δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ θα είναι ακόμα πιο κοντά στο Ισραήλ σε σχέση με την κυβέρνηση Μπάιντεν και σίγουρα συγκριτικά με την κυβέρνηση Ομπάμα, ακόμη και σε σχέση με την πρώτη θητεία του ίδιου του Τραμπ. Αυτό είναι δεδομένο. Όλους τους άλλους τους πιέζει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Πιέζει τις αραβικές χώρες λέγοντάς τους ότι αν δεν δεχθούν αριθμητικά σημαντικές ομάδες Παλαιστινίων θα χρειαστεί να επέμβουμε εμείς -και αυτό θα σημάνει μία αναταραχή πολλών ετών. Εάν το λάβουμε κατά γράμμα αυτό που λέει, άλλωστε δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτή θα είναι μία εύκολη επιχείρηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά κανέναν τρόπο, όμως πιέζει και πιέζει πάρα πολύ έντονα. Είναι το στυλ της ακραίας διαπραγμάτευσης Τραμπ -το είδαμε με τη Γροιλανδία, το είδαμε βεβαίως με το Μεξικό, με τον Καναδά και το βλέπουμε και με τον Παναμά, όπου ήδη πέτυχε την καταρχήν υπόσχεση του προέδρου Μουλίνο για αποδέσμευση από το Belt and Road. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή ειρήνευσης διά της πυγμής -κάτι που χαρακτηρίζει τον Τραμπ, αλλά χαρακτηρίζει και όψεις των διεθνών σχέσεων- παράλληλα με την προσπάθεια αποκινεζοποίησης της περιμέτρου της αμερικανικής επιρροής -όσο μακρύτερα η Κίνα, τόσο καλύτερα- αυτα είναι που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας για να ερμηνεύουμε διαφορετικές προσεγγίσεις.

Βεβαίως ο Τραμπ είναι ένας πρόεδρος που θα έχει σχετικά λιγότερες αναφορές σε θέματα νομιμότητας και Διεθνούς Δικαίου. Δεν είναι αυτό το στυλ προέδρου. Να σας θυμίσω το πολύ σημαντικό στοιχείο ότι στην πρώτη του επίσημη ομιλία, μετά την ορκωμοσία του, ο Τραμπ είχε κάνει ειδική αναφορά στον συγκριτικά όχι και τόσο γνωστό Ρεπουμπλικανό πρόεδρο Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ (κυβέρνησε από το 1887 έως τη δολοφονία του το 1901), ο οποίος και χαρακτηριζόταν από μία νεομερκαντιλιστική προσέγγιση στα οικονομικά, είχε επίσης αντιμετωπίσει επιτυχώς μία μεγάλη ύφεση στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά ήταν και ο πρόεδρος που έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ισπανικής παρουσίας στην αμερικανική ήπειρο. Διότι επί ΜακΚίνλεϊ έγινε ο τελευταίος αμερικανο-ισπανικός πόλεμος που εκεί πλέον η ισπανική επιρροή εξαφανίστηκε από τη Νότια Αμερική. Λέω, λοιπόν, ότι ο Τραμπ είναι ένας πρόεδρος, ο οποίος θα διαπραγματεύεται με σκληρότητα, με πυγμή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να εκλαμβάνουμε κατά γράμμα τις προτάσεις, τις διατυπώσεις και τα διαγγέλματά του ανά πάσα στιγμή.

Θα έλεγα επίσης πως εκτιμώ ότι δεν θα ωφελήσει τη δεδομένη στιγμή η υπενθύμιση του προφανούς. Είναι προφανές ότι πολλά από όσα έχουν αναφερθεί δεν «στέκουν» σε επίπεδο Διεθνούς Δικαίου και μάλιστα σε πολλά επίπεδα. Αλλά ο Τραμπ δεν εξελέγη για να εφαρμόσει Διεθνές Δίκαιο. Και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε, καλώς ή κακώς.

Από την άλλη το Διεθνές Δικαστήριο για παράδειγμα έχει υπάρξει επιλεκτικό στις ευαισθησίες του. Με έκπληξη είδαμε να επιθυμεί να παραπέμψει τη μισή ισραηλινή κυβέρνηση, όταν έχουν υπάρξει εγκλήματα σε άλλες περιοχές του πλανήτη, στα οποία έχουν συμβάλλει και κράτη όπως για παράδειγμα η Τουρκία, για την οποία η ευαισθησία είναι μειωμένη. Κατά συνέπεια πρέπει να θυμόμαστε ότι αφενός διαβρώνει την πολιτική κουλτούρα των διεθνών σχέσεων η απόλυτη σχετικοποίηση και απαξίωση του διεθνούς δικαίου και της κάθε διεθνούς νόρμας, αφετέρου όμως δεν βγαίνουμε από έναν κόσμο στον οποίο δήθεν υφίστατο μία τέλεια εφαρμοζόμενη διεθνής νομιμότητα και αισθανόμαστε ξαφνικά σοκ που κάποιος στη Δύση τη σχετικοποιεί. Πρέπει και τις δυο διαστάσεις να τις έχουμε υπόψη. Δεν θέλουμε να σχετικοποιήσουμε απόλυτα τις διεθνείς νόρμες, ενώ από την άλλη είναι αδιανόητο να υποκρινόμαστε ότι επί τόσες δεκαετίες οι διεθνείς σχέσεις κυβερνούνταν από νόρμες Διεθνούς Δικαίου και αίφνης μας σοκάρει η προσέγγιση Τραμπ. 

Αμφότεροι Τραμπ και Νετανιάχου εμφανίστηκαν αισιόδοξοι ότι μπορεί να προχωρήσει η διαδικασία εξομάλυνσης με τη Σαουδική Αραβία παρά τα νέα δεδομένα που τίθενται στο τραπέζι. Ποια η θέση του Ριάντ; Και θα μπορούσε επίσης να αποδώσει μία μορφή αμερικανικής καταναγκαστικής διπλωματίας έναντι Ιορδανίας και Αιγύπτου, οι οποίες και αρνούνται να δεχθούν στο έδαφός τους Παλαιστινίους φοβούμενες, εκτός των άλλων, εσωτερική αποσταθεροποίηση;

Το Ριάντ ήδη έχει δηλώσει ότι θα χρειαστεί η σταδιακή εφαρμογή της λύσης των δύο κρατών για να μπορέσει η Σαουδική Αραβία να εξομαλύνει πλήρως τις σχέσεις με το Ισραήλ. Αυτό πρέπει να το κρατήσουμε στο μυαλό μας, διότι ενώ είναι γεγονός ότι ο Τραμπ θέλει να επαναλάβει την επιτυχία των Συμφωνιών του Αβραάμ του 2020, είναι επίσης γεγονός ότι αυτή τη στιγμή ο τρόπος με τον οποίο υπερακοντίζει τις ισραηλινές θέσεις δημιουργεί προβλήματα. Πρώτον σε σχέση με τις εσωτερικές ισορροπίες αυτών των κρατών -και ειδικά στην Αίγυπτο, όπου καραδοκεί μία νέα εκδοχή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, και είναι πάρα πολύ επιφυλακτικοί έως αρνητικοί να δεχθούν μεγάλες μάζες Παλαιστινίων, πολλοί εκ των οποίων μπορεί να είναι ήδη ριζοσπαστικοποιημένοι. Δεύτερον υπάρχει και το ευρύτερο ζήτημα ότι αυτού του είδους η διαπραγμάτευση ενίοτε μπορεί να εκλαμβάνεται και κατά γράμμα και κατ' επέκταση να αναγκάζει την άλλη πλευρά να αρνηθεί. Δηλαδή, αυτή η υπερβολική διατύπωση μπορεί είτε να είναι επιτυχής γιατί ο απέναντι τρομάζει και συμμορφώνεται, είτε αντίθετα να τον ωθήσει σε μία άρνηση λόγω ακριβώς της υπερβολής της. Κατά συνέπεια, είναι πράγματι στην κόψη του ξυραφιού αυτή η επιλογή διαπραγματευτικής μεθόδου. 

Θεωρώ ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έχει πάντως κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος γιατί υπερκοντίζοντας τις απόψεις της παρούσας ισραηλινής κυβέρνησης, ο Τραμπ του δίνει μία ευχέρεια κινήσεων, θέτει ένα πλαίσιο πολύ ευρύ και το πράττει με έναν τρόπο εντυπωσιακά όσο και ριψοκίνδυνα προκλητικό. 

Θα πρέπει να περιμένουμε και κάποια τοποθέτηση εκ μέρους της προεδρίας Τραμπ όσον αφορά τη Δυτική Όχθη, όπως διεφάνη κατά τη συνέντευξη Τύπου στην Ουάσινγκτον; Θα μπορούσε να έλθει στο προσκήνιο και ζήτημα προσάρτησης;

Θεωρώ ότι το Ισραήλ, σε τελική ανάλυση, θέλει έναν έγκυρο και υπεύθυνο συνομιλητή στη Δυτική Όχθη. Και αυτό που υποθέτω είναι ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει να αναζητεί έναν έγκυρο και υπεύθυνο διάδοχο του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς. Προσάρτηση με την έννοια αυτή δυσκολεύομαι να τη δω. Παρόλα αυτά ο χρόνος είναι πολύ πυκνός πλέον και έχουμε επιτάχυνση εξελίξεων σε όλα τα μέτωπα, εξ ου και μιλάμε για ένα πλαίσιο στο οποίο οι μεταβλητές επηρεάζουν η μία την άλλη. 

Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Αν υποθέσουμε ότι η Τουρκία, αγνοώντας τις μέχρι τώρα δηλώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας ότι οι Κούρδοι πρέπει να είναι αντικείμενο ειδικής μεταχείρισης, κινηθεί περισσότερο εναντίον των Κούρδων σε συνάρτηση με την πολύ καλή σχέση που έχει με τους τρομοκράτες του Αλ Τζολάνι -ο οποίος τώρα θυμήθηκε το πραγματικό όνομά του Αχμέντ αλ Σάρα-, τότε αυτό θα επηρεάσει ισραηλινές και αμερικανικές κινήσεις. Είναι δηλαδή ένα σύστημα πολλαπλών μεταβλητών, που ανεξαρτήτως τι λέει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (ο οποίος βέβαια έχει στα χέρια του την στρατιωτική ισχύ της μακράν ισχυρότερης χώρας του κόσμου) δεν παύει να έχει άλλους παράγοντες, όπως είναι το Ισραήλ, όπως είναι η νέα κυβέρνηση τρομοκρατών στη Δαμασκό -γιατί περί μεταμφιεσμένων τρομοκρατών πρόκειται-, όπως είναι οι Κούρδοι, όπως είναι η Τουρκία, όπως είναι και άλλες πτυχές του πολιτικού Ισλάμ που θα παίξουν κάποιο ρόλο. 

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν χώρες όπως η Αίγυπτος, οι οποίες ανησυχούν έντονα για τη ριζοσπαστικοποίηση την οποία θα φέρει σε νέες γενιές όλη αυτή η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, ανεξαρτήτως του ότι ξεκίνησε εξαιτίας της κτηνώδους και άθλιας τρομοκρατικής επίθεσης σε αμάχους στο εσωτερικό του Ισραήλ και το Ισραήλ όφειλε με κάποιο τρόπο να απαντήσει. Θα υπάρξει ριζοσπαστικοποίηση και αρκετές αραβικές χώρες ανησυχούν για αυτό. Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίζουμε τον παράγοντα Ιράν. Γιατί βεβαίως το Ιράν έχει «ξεδοντιαστεί» από τις συνεχείς και επιτυχημένες ισραηλινές επιθέσεις, αλλά υπάρχουν δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι το Ιράν μάλλον προχωρά στο πρόγραμμα του εμπλουτισμού ουρανίου που θα το οδηγήσει πιο κοντά σε πυρηνικά όπλα. Εάν αυτό επαληθευτεί, τότε και πάλι θα έχουμε τροποποίηση των σχεδιασμών των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ. Μπορεί οι Ηνωμένες Πολιτείες, ή ενδεχομένως η Βρετανία ή κάποια άλλη χώρα, να ξεκινήσουν χτυπήματα πολύ πιο σοβαρά απέναντι στο Ιράν. Άρα, είναι ένα σύστημα πολλών μεταβλητών αυτή τη στιγμή η περιοχή, το οποίο θα δούμε πώς θα εξελιχθεί.

Όσον αφορά το Ιράν ποιο είναι το μήνυμα που εκπέμπει ο Ντόναλντ Τραμπ;

Αν το Ιράν διαχειριστεί αυτή την περίοδο με προσοχή, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ένας απρόβλεπτος πρόεδρος όπως ο Τραμπ, ενδέχεται στο μέλλον, μέσα στο 2025-26, να φτάσει και σε συμφωνία με το Ιράν, όπως έκανε κάποτε και ο Μπαράκ Ομπάμα. Αν όμως το Ιράν το χειριστεί με έναν τρόπο όπως φαίνεται ότι το χειρίζεται, να επιταχύνει δηλαδή τη διαδικασία απόκτησης πυρηνικού όπλου, τότε νομίζω ότι είναι απολύτως προβλέψιμο ότι το Ισραήλ με τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, είτε και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα χτυπήσουν το Ιράν και αυτή τη φορά τα χτυπήματα νομίζω ότι θα είναι καταιγιστικά. 

Στη Γάζα επικρατεί μία ούτως ή άλλως εύθραυστη εκεχειρία και η δήλωση Τραμπ ήλθε τη στιγμή που ανοίγει η διαπραγμάτευση για το δεύτερο και κρισιμότερο στάδιο. Θα επηρεαστούν οι εξελίξεις;

Ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως προαναφέραμε, δίνει στην ισραηλινή κυβέρνηση ένα ευρύ πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση για την άλλη πλευρά, η οποία μπορεί να αντιδράσει και στη συνέχεια να έχουμε εξελίξεις -όπως είναι πιθανό ούτως ή άλλως να είχαμε. Πρόκειται όντως για μία πολύ εύθραυστη εκεχειρία. 

Επίσης η άποψη ότι αν χρειαστεί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κυριεύσουν και θα έχουν υπό κατοχή -έστω μεσοπρόθεσμα, ίσως προσωρινά- τη Γάζα προβληματίζει και άλλους παίκτες στην περιοχή, όπως είναι η Τουρκία. Διότι είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις ότι μπορεί να χρειαστεί να φιλοξενήσεις μία σειρά Παλαιστίνιους, τους οποίους όπως είπε προχθές ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν θεωρεί αδελφούς, και άλλο πράγμα να υπάρχει αμερικανική παρουσία στην περιοχή, η οποία θα θέλει να μετατρέψει τον χαρακτήρα, τον ρόλο αυτής της πολύτιμης λωρίδας στα παράλια της Μεσογείου. Επίσης θα δημιουργήσει προβληματισμό στη Ρωσία, για την οποία η αλλαγή καθεστώτος στη Συρία αποτέλεσε μεγάλη ήττα και ακόμη περιμένει να δει πώς θα συνεργαστεί με τον Τραμπ ή να διασωθεί η ρωσική παρουσία στις δύο ρωσικές βάσεις στη Συρία, το μέλλον των οποίων δεν έχει ακόμη κριθεί οριστικά.

Άρα η διατύπωση Τραμπ απευθύνεται σε πολλούς, είναι προκλητική όπως το συνηθίζει, αλλά βεβαίως ανακατεύει την τράπουλα σε όλη την περιοχή.

Αλλά και για το εσωτερικό των ΗΠΑ, το γεγονός ότι αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο στρατιωτικής παρουσίας στη Γάζα ένας πρόεδρος που έλεγε «Πρώτα η Αμερική», έχει επίσης τη σημασία του

Σαφώς, αλλά στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών δεν έχουμε ακόμη τις ενδιάμεσες εκλογές. Οι ενδιάμεσες εκλογές έρχονται το Νοέμβριο 2026 και οι επόμενες προεδρικές το Νοέμβριο 2028. Άρα δεν πρόκειται να αποτυπωθεί στις κάλπες μία ενδεχόμενη δυσφορία. Είναι εντελώς στην αρχή της προεδρίας. Άρα στο εσωτερικό μπορεί να κάνει ένα παιχνίδι που μπορεί να δυσαρεστήσει κάποιους, γιατί υποτίθεται ότι το βασικό σύνθημα ήταν «Πρώτα η Αμερική». Κατά συνέπεια μια δυσφορία μπορεί να υπάρξει αλλά είναι πολύ πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές και αυτό δεν τον απασχολεί αυτή τη στιγμή.

Επίσης έχει πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις πρώτες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, αναφορικά με τα όσα ανέφερε ο πρόεδρος. Όταν ρωτήθηκε απάντησε με έναν τρόπο αρκετά προσεκτικό, αποφεύγοντας το ζήτημα της πιθανής αύξησης της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, λέγοντας όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να επέλθει η σταθερότητα και η ειρήνευση θα είναι «να απελευθερωθεί η Γάζα από τη Χαμάς» και η αιχμή του δόρατος των δηλώσεων του προέδρου Τραμπ είναι το πώς θα μπορέσουμε να οδηγήσουμε τη Γάζα, είπε ο Ρούμπιο, προς ένα καλύτερο μέλλον, ώστε να συμβάλλει αυτή η εξέλιξη γενικότερα και στην ειρήνη και τη σταθερότητα της περιοχής -η ειρήνη διά της ισχύος που είπα προηγουμένως. 

Αξίζει να διαβάσει κανείς προσεκτικά τη δήλωση του Ρούμπιο, που ακολούθησε κάποιες ώρες μετά τις δηλώσεις των Τραμπ και Νετανιάχου, και το εξειδικεύει από την οπτική γωνία του υπουργού Εξωτερικών. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Ρούμπιο είναι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση και νομίζω ότι θα διαδραματίσει πολύ σημαντικούς ρόλους. Όσο παραμένει υπουργός Εξωτερικών βεβαίως...

Αναφερθήκατε στον Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος έχει κάνει θετικές, υποστηρικτικές δηλώσεις για τους Κούρδους στη Συρία. Ένα σχόλιό σας σχέση με τη συνάντηση Ερντογάν - Αλ Σάρα στην Άγκυρα. Πώς «διαβάσατε» τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου σχετικά με το Κουρδικό;

Είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θεωρεί ότι ηγεμονεύει πλέον στη Συρία και σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό ισχύει για ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας. Μην ξεχνάτε εξάλλου ότι επί 13-14 χρόνια, όσο διαρκούσε σε διάφορες φάσεις ο εμφύλιος στη Συρία, η Τουρκία έπαιξε κρίσιμο ρόλο στις δυνάμεις που ήταν εναντίον του Άσαντ. Επίσης μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει τεράστια σύνορα με τη Συρία, πάνω από 900 χιλιόμετρα, και είναι φυσικό να την αφορά η συριακή κρίση. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο Ερντογάν αντιμετωπίζει αυτή την εξέλιξη στο πλαίσιο της ευρύτερης ηγεμονικής αντίληψής του για τον νέο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και για εμάς βεβαίως και για την Κύπρο και συνολικά για την περιοχή. Το πώς θα διαχειριστεί ο Ερντογάν αυτή τη νέα ισχύ που έχει αποκτήσει στη Συρία θα είναι κρίσιμο και για τις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τις σχέσεις του με το Ισραήλ, για τις σχέσεις του βεβαίως με τη Γαλλία, η οποία δήλωσε περίπου ό,τι είχε δηλώσει και ο Ρούμπιο προηγουμένως, ότι θα στηρίξει τους Κούρδους. Άρα το Κουρδικό θα είναι μία ένδειξη για το κατά πόσο η καλή σχέση που έχει αυτή τη στιγμή με τους τρομοκράτες της Δαμασκού ο Ερντογάν θα οδηγήσει στα άκρα τη σχέση του με τη Δύση.

Γενικά μιλώντας, μέχρι στιγμής ο Ερντογάν έχει πετύχει κάτι πολύ δύσκολο, να επενδύσει στις ακραίες μορφές του πολιτικού Ισλάμ και παράλληλα να μην διαρρήξει πλήρως τις σχέσεις του με τη Δύση. Γι' αυτό και κάποιοι λέμε ότι οποιαδήποτε βοήθεια του δίνουμε σε αυτή τη κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα δηλώσεις του τύπου «έρχεται εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων» κ.λπ. είναι αρνητική διότι δημιουργεί την ψευδαίσθηση σε σχετικά άπειρους πολιτικούς στην Ευρώπη ή σε πολιτικούς που αγνοούν οτιδήποτε δεν αναφέρεται στους πολέμους των διαδόχων κρατών της Σοβιετικής αυτοκρατορίας ότι η Τουρκία δεν είναι και τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο κάποιοι λένε. Όμως η Τουρκία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα ως αναθεωρητικός παράγων και αυτό οφείλουμε να το αναδεικνύουμε συνεχώς. 

Θα πρέπει να δούμε και την πολιτική της προεδρίας Τραμπ 2.0 έναντι της Τουρκίας στην πράξη…

Αυτό είναι κάτι υπό διαμόρφωση τώρα. Είμαι βέβαιος, όσο μπορεί να είναι κανείς βέβαιος, ότι ο Τραμπ δεν έχει μέχρι τώρα καταλήξει. Θα δοκιμάσει τον Ερντογάν. Ο Τραμπ έχει στο μυαλό του μόνον κάποιες συγκεκριμένες απόλυτες προτεραιότητες, όπως ότι πρέπει να λειτουργήσει, μεταξύ άλλων μέσω δασμών, ώστε να προστατεύσει την αμερικανική παραγωγή αλλά και να επαναπατρίσει τις αμερικανικές βιομηχανικές επενδύσεις. Αυτή είναι η βασική λογική. Είναι ο επαναπατρισμός των αμερικανικών βιομηχανικών επενδύσεων. Ο Τραμπ πιστεύει ότι θα το πετύχει έτσι. Οι οικονομολόγοι οι περισσότεροι αμφιβάλλουν, αλλά υπάρχει μία λογική πίσω από αυτό, παρότι πιθανότατα θα οδηγήσει -βραχυπρόθεσμα όπως ελπίζει ο Τραμπ- και σε αυξήσεις τιμών.

Μια άλλη προτεραιότητα του Τραμπ είναι η «αποκινεζοποίηση», η απώθηση της ισχυρής κινεζικής παρουσίας έξω και από την περίμετρο της αμερικανικής σφαίρας επιρροής. Σε αυτό το πλαίσιο θέλει κάπως να χαλαρώσει την πίεση στη Ρωσία, ώστε να επικεντρωθεί στην Κίνα, και να μην καταστήσει τη Ρωσία απόλυτο υπηρέτη της Κίνας. Αυτά είναι δεδομένα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πώς θα δει τον Ερντογάν είναι κάτι που διαμορφώνεται στην πορεία. Εάν η Τουρκία διαχειριστεί τον νέο ισχυρό ρόλο της στην περιοχή με απροσεξία, που δεν αποκλείεται καθόλου λόγω αλαζονείας του Ερντογάν, τότε μπορεί να έρθει σε σύγκρουση και με το Ισραήλ και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με τη Γαλλία.

Τέλος, μία Ευρωπαϊκή Ένωση με ουκ ολίγα ανοιχτά «μέτωπα» με τη διακυβέρνηση Τραμπ -από τις βλέψεις για τη Γροιλανδία, τις απειλές επιβολής δασμών έως τις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ-, σε ποια θέση έρχεται μετά τις δηλώσεις Τραμπ για τη Γάζα;

Η ΕΕ θα εξακολουθήσει βεβαίως να στηρίζει τη λύση των δύο κρατών. Το γενικότερο πρόβλημα όμως είναι ότι σε σχέση με την προσέγγιση του Τραμπ σε διάφορα ζητήματα, υπάρχουν διαφορετικές ευρωπαϊκές προσεγγίσεις. Εξαιτίας του πολέμου της Ουκρανίας έχει κυριαρχήσει η οπτική γωνία των βορείων και βορειοανατολικών χωρών της ΕΕ, όπως είναι οι χώρες της Βαλτικής, όπως είναι η Πολωνία, διαφορετική περίπτωση είναι βεβαίως η Ουγγαρία. Είναι κάτι που είδαμε και με την εκλογή της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλας, μια μάλλον προβληματική εξέλιξη. 

Εξαιτίας και των εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία, έχει αφεθεί σχεδόν στον αυτόματο πιλότο μία Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που προσπαθεί με την Φον ντερ Λάιεν αλλά είναι ανεπαρκής σε σχέση με τις τεράστιες προκλήσεις και την επιτάχυνση των εξελίξεων. Ενώ οι συνεχώς προβαλλόμενες απόψεις, όπως αυτές της κυρίας Κάλας, στην πραγματικότητα δεν εκπροσωπούν τη σύγκλιση όλων των οπτικών γωνιών στην ΕΕ. Παρεμπιπτόντως, δεν εκπροσωπούν πια ούτε τις επίσημες αμερικανικές θέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα αγκάθι είναι η επανερχόμενη συζήτηση περί συμμετοχής συγκεκριμένων εξωτερικών δρώντων, όπως η Τουρκία, στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Το μείζον πρόβλημα για την ΕΕ σήμερα δεν είναι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, ο οποίος είναι μία τραγωδία και θα πρέπει να πάμε σε μία εκεχειρία διαρκείας, όπως ορθώς επιμένει ο Τραμπ και θα δούμε εάν και πώς θα το επιτύχει· είναι άλλα τα κύρια προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες της ΕΕ. Εξαιτίας των εσωτερικών προβλημάτων Γαλλίας και Γερμανίας έχει αφεθεί η ευρωπαϊκή συζήτηση να κυριαρχείται από τις εύλογες και μη ανησυχίες και προτεραιότητες των κρατών που προέκυψαν από τη διάλυση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Αυτό έχει παρασύρει, συνολικά, τον ευρωπαϊκό πολιτικό και στρατηγικό λόγο σε μία περιοχή ενδιαφέροντος που είναι, προς το παρόν, εστιασμένη κυρίως στα βορειοανατολικά. 

* O Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, Αντιπρύτανης και Κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.