Τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν ήδη τους συνταγματολόγους και αφορούν στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος αναλύει ο Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Σπύρος Βλαχόπουλος, σε συνέντευξή του στο Liberal.
Ο διαπρεπής ακαδημαϊκός επισημαίνει την ανάγκη για ένα γενναίο «lifting» στο Σύνταγμα, με δεδομένη την παρουσία της Τεχνητής Νοημοσύνης στην καθημερινότητα των πολιτών, υπογραμμίζει τη σημασία της αναβάθμισης του ρόλου σε ό,τι αφορά το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ δίνει ξεκάθαρη απάντηση για το ζήτημα του ελάχιστου ποσοστού εισόδου των κομμάτων στη Βουλή.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Κύριε Βλαχόπουλε, σε πρόσφατο άρθρο σας αναλύσατε την ανάγκη, ώστε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εξοπλιστεί με ορισμένες σημαντικές αρμοδιότητες, οι οποίες, όμως δεν θα τον περιορίζουν σε έναν καθαρά συμβολικό και χωρίς πολιτειακή ουσία ρόλο. Θα ήθελα να μας εξηγήσετε, πρακτικά, αυτό τι σημαίνει και πώς μπορεί να επιτευχθεί.
Πρώτα απ όλα να πω το εξής: ότι τις τελευταίες δεκαετίες, και όχι μόνο στην Ελλάδα, το κοινοβουλευτικό σύστημα έχει γίνει αυτό το οποίο ονομάζουμε στο Συνταγματικό Δίκαιο πρωθυπουργοκεντρικό. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στον εκάστοτε πρωθυπουργό, ο οποίος ως μόνο θεσμικό αντίβαρο έχει απέναντί του τη Δικαιοσύνη και τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Το κλασικό κοινοβουλευτικό σύστημα στηριζόταν στη διάκριση μεταξύ Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, δηλαδή Κυβέρνησης και Βουλής, ας το πούμε με ρυθμιστικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Πλέον, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ταυτίζεται με την κυβέρνηση και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες. Δηλαδή έχει περιορισθεί πάρα πολύ ο ρόλος τους, ασκώντας, εν πολλοίς, τυπικές αρμοδιότητες. Ποιο είναι το σημαντικό στην υπόθεση; Πρώτα απ’ όλα να πούμε ότι ειδικά μετά τη Συνταγματική αναθεώρηση του 1986 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Ελλάδα έχει αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο. Δηλαδή αν είχε μέχρι το 1986 κάποιες αρμοδιότητες ουσιαστικές, ασκώντας τον ρυθμιστικό του ρόλο, αυτές έχουν καταργηθεί μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986.
Ποια είναι η σκέψη: να ενισχυθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να αποκτήσει κάποιες ουσιαστικές αρμοδιότητες. Αρμοδιότητες, όμως, οι οποίες δεν θα τον εμπλέκουν στην τρέχουσα πολιτική ζωή. Παραδείγματος χάριν, για να το δούμε λίγο πρακτικά, γιατί να μη δοθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα ή η αρμοδιότητα να επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης, ύστερα από ακρόαση ενός συμβουλευτικού σώματος, το οποίο θα αποτελείται από δικαστικούς, προέδρους ανεξαρτήτων αρχών, από δικηγόρους και ούτω καθεξής.
Γιατί να μη δοθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα να εκλέγει τα μέλη των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών; Εδώ, να θυμίσω, ότι με το σημερινό σύστημα τα μέλη των ανεξαρτήτων αρχών επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων και όλοι γνωρίζουμε σε ποιες δύσκολες καταστάσεις έχει οδηγήσει αυτή η ρύθμιση.
Γιατί να μη δώσουμε τη δυνατότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραπέμπει ζητήματα συνταγματικότητας, π.χ., στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ώστε να έχουμε και προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας νόμου πριν από την ισχύ του νόμου και να επιτυγχάνουμε έτσι και ασφάλεια του Δικαίου. Νομίζω ότι θα πρέπει να εμπιστευθούμε περισσότερο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να του δώσουμε τη δυνατότητα να ασκεί και κάποιες αρμοδιότητες, έτσι ώστε και να επιτελεί τον ρυθμιστικό του ρόλο αλλά και να αναπτύξουμε περισσότερο τη λογική των θεσμικών αντιβάρων.
Το σύστημα της επιλογής ηγεσιών στα ανώτατα δικαστήρια έχει υπάρξει επανειλημμένα αντικείμενο έντονου προβληματισμού και για τους συνταγματολόγους αλλά και ευρύτερα. Πιστεύετε ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει στο πλαίσιο της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης;
Σαφώς. Δεν αμφισβητώ ούτε την ακεραιότητα ούτε την ανεξαρτησία αλλά ούτε και την εγκράτεια όσων έχουν επιλέγει στις ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Θα πρέπει να υπάρχει και η προς τα έξω εικόνα, η έξωθεν καλή μαρτυρία. Γιατί ξέρετε, όταν μιλάει κανείς με πολίτες, το πρώτο πράγμα το οποίο σου λέει είναι «για ποια ανεξάρτητη Δικαιοσύνη μιλάμε, από τη στιγμή που η κυβέρνηση επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης;». Αυτό θα πρέπει κάποια στιγμή να αλλάξει. Και να δούμε το σύστημα αυτό έτσι, ώστε να έχουμε μια διαδικασία, η οποία να δίνει και προς τα έξω την εικόνα της ανεξαρτησίας.
Πηγή φωτ.: Shutterstock
Πρόσφατα ψηφίστηκε μια θετική, για εμένα, διάταξη, ότι πριν την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο θα υπάρχει γνωμοδότηση της Ολομέλειας των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Άλλοι προβλέπουν και ο κοινός νομοθέτης αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα. Γιατί να μην το τολμήσουμε με μια συνταγματική αναθεώρηση; Αυτό το πράγμα είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την κατάσταση αυτή.
Να περάσουμε σε ένα άλλο ζήτημα, το οποίο είναι αρκετά επίκαιρο και έχει να κάνει με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Έχω διαβάσει κατά καιρούς άρθρα σας που λένε ότι το Σύνταγμά μας χρειάζεται ένα γενναίο «λίφτινγκ». Με δεδομένα, πλέον, την παρουσία της Τεχνητής Νοημοσύνης στην καθημερινότητά μας πώς θα μπορούσε να προσαρμοστεί το Σύνταγμα στα δεδομένα και τις επιταγές των τεχνολογιών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ιδρυθεί μια ειδική ανεξάρτητη αρχή στο πεδίο του Διαδικτύου και των μέσω κοινωνικής δικτύωσης;
Η απάντηση είναι ναι. Το Σύνταγμά μας χρειάζεται αναθεώρηση στο σημείο αυτό. Πρώτα απ' όλα να πω το εξής. Νομίζω ότι θα πρέπει να φύγουν διατάξεις, οι οποίες, πλέον, είναι ανεπίκαιρες, για να χρησιμοποιήσω έναν επιεική όρο. Αν πάτε στο άρθρο 14 του Συντάγματος μιλάει για κατάσχεση εντύπων. Μπορεί κάποιος σήμερα, το 2024, να μιλάει σοβαρά, για κατάσχεση εντύπων; Στην εποχή του Διαδικτύου; Όλα αυτά θυμίζουν παλαιές εποχές και μάλιστα προβληματικές εποχές, όπου ένας αστυνόμος κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας μάζευε περιοδικά και εφημερίδες από τα περίπτερα.
Αυτό, πλέον, δεν τίθεται, και λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας. Αν πάτε στο άρθρο 15 του Συντάγματος, μιλάει για φωνόγραφο. Είναι δυνατόν να μιλάει στη σημερινή ημέρα για φωνόγραφο; Και, γενικώς, το Σύνταγμά μας, το άρθρο 14 και 15 αποπνέει, αν θέλετε, μια παρωχημένη τεχνολογία, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση.
Συνεπώς, αυτό το οποίο νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε είναι να δούμε, να συζητήσουμε με νηφαλιότητα την εισαγωγή μίας διάταξης, η οποία θα θέτει το πλαίσιο για την αντιμετώπιση των κύριων ζητημάτων που προκύπτουν από την εξέλιξη της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Παραδείγματος χάριν: Δεν πρέπει να υπάρχει μια ανεξάρτητη αρχή, να οριστεί στο Σύνταγμά μας, η οποία να είναι αρμόδια και για τα θέματα του Διαδικτύου αλλά και για τα θέματα τα οποία ανακύπτουν σε σχέση με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Δεν θα έπρεπε να μπουν στο Σύνταγμά μας οι βασικές αρχές, δεν λέω λεπτομέρειες, γιατί οι λεπτομέρειες θα ξεπεραστούν εκ των πραγμάτων, αν τις βάλεις στο Σύνταγμα.
Οι βασικές αρχές για την αντιμετώπιση των θεμάτων που τίθενται από τη Δικαιοσύνη. Να σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τεχνητή Νοημοσύνη και Δικαιοσύνη. Μπορεί να βοηθήσει η Τεχνητή Νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη; Σαφώς ναι, σε 1.002 επίπεδα. Από την ταξινόμηση των υποθέσεων των δικαστικών, από την ενοποίηση των δικαστικών αποφάσεων, από την υπενθύμιση των προθεσμιών. Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά. Θα πρέπει, όμως, ως βασική αρχή, να μπει στο Σύνταγμά μας ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο στην απονομή της Δικαιοσύνης. Δηλαδή, ότι η Δικαιοσύνη θα εξακολουθήσει να απονέμεται από ανθρώπους. Αυτό, ούτως ή άλλως νομίζω προκύπτει και από τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις. Νομίζω, όμως ότι καλό είναι και για λόγους συμβολισμού και παιδαγωγικούς να αποτυπωθεί και στο ισχύον συνταγματικό κείμενο.
Θέλω να σας περάσω σε ένα θέμα που δεν αφορά τόσο το Σύνταγμα αλλά το κοινοβουλευτικό σύστημα. Από τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023 και μετά, έχει ανοίξει μια συζήτηση ως προς την αύξηση του ορίου για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή. Από το 3% των ψήφων, πανελλαδικά, στο 5%. Εσείς συμφωνείτε με το επιχείρημα αυτό;
Δεν συμφωνώ με την αύξηση του ορίου εισόδου από 3 σε 5%. Ξέρετε, αυτό, αν εισαχθεί, σε συνδυασμό με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που υπάρχει σήμερα θα αφήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έξω από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Αυτό μπορεί να φαίνεται ότι θα ενισχύσει την κυβερνητική σταθερότητα και διευκολύνει τον σχηματισμό κυβερνήσεων που θα έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής, νομίζω όμως ότι μεσομακροπρόθεσμα θα οδηγήσει σε μια απαξίωση της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας. Αν ο πολίτης αισθάνεται ότι δεν έχει λόγο, αν ο πολίτης αισθάνεται ότι ψηφίζει χωρίς να έχει αποτέλεσμα η ψήφος του και ότι το κόμμα το οποίο επιλέγει δεν μπαίνει στη Βουλή, αυτό θα απαξιώσει ακόμα περισσότερο τη δημοκρατία και νομίζω ότι μπορούμε να οδηγηθούμε σε ακόμα σε μεγαλύτερα ποσοστά αποχών από τις βουλευτικές εκλογές. Και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν τιμά τη δημοκρατία μας.
Πηγή φωτ.: Eurokinissi/ Γιώργος Κονταρίνης
Το θέμα είναι πώς θα πείσουμε τον πολίτη να συμμετάσχει ενεργά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Και πώς θα τον πείσουμε να επιστρέψει στις κάλπες, στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό είναι το οποίο θα πρέπει να πούμε. Όσο εμείς λέμε ότι θα αυξήσουμε το όριο εισόδου από 3 σε 5%, όσο εμείς περνάμε την εικόνα, την εντύπωση προς τα έξω ότι όλα αυτά γίνονται για τον σχηματισμό κυβερνήσεων, τόσο πιο πολύ θα απομακρύνεται ο πολίτης και αυτό, ξέρετε, είναι πολύ επικίνδυνο σε εποχές που αυξάνονται οι εθνικιστικές φωνές.
* Ο Σπύρος Βλαχόπουλος είναι Συνταγματολόγος και Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ