Την εκτίμησή του ότι η διαφαινόμενη επικράτηση Ερντογάν στις αυριανές εκλογές θα αυξήσει την τουρκική επιθετικότητα, εκφράζει ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Βαληνάκης, καθώς ένας νέος θρίαμβος θα τον καταστήσει εσωτερικά και εξωτερικά ασυγκράτητο.
Μιλά για τη σκληρή πραγματικότητα στα ελληνοτουρκικά και εγείρει μια σειρά από ερωτήματα για τις συνθήκες διαλόγου τον οποίο προωθεί ο διεθνής παράγοντας, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τον εγκλωβισμό της Ελλάδας, υπό πίεση και χωρίς χρονοτριβή, σε μια συζήτηση επί θεμάτων ακόμη και ελληνικής κυριαρχίας.
Εκφράζει την ανησυχία του για την αυξανόμενη ισχυροποίηση των φανατικών εθνικιστικών δυνάμεων στην γείτονα και μιλά για την σταδιακή μετατόπιση της Τουρκίας προς μια αυτόνομη πορεία, για τις αφελείς δυτικές αναλύσεις που προέβλεπαν νίκη του Κιλιτσντάρογλου, αλλά και για τα αγκάθια που θα έχει να αντιμετωπίσει ο νέος της Πρόεδρος, όπως το Κουρδικό.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Τι θα σήμαινε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μια νέα θητεία Ερντογάν;
Με τα ΜΜΕ και τους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς εξουσίας στην απόλυτη σχεδόν διάθεσή του, η επικράτηση του Ερντογάν πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Συνηγορούν προς τούτο και το χαμηλό πλέον ηθικό και οι μόλις αποκρυβόμενες εσωτερικές έριδες της εντελώς ετερόκλητης αντιπολίτευσης. Υπό τέτοιες συνθήκες η νίκη του Ερντογάν κινδυνεύει να λάβει τον χαρακτήρα θριάμβου που θα τον καθιστούσε εσωτερικά και εξωτερικά ασυγκράτητο.
Ένας τέτοιος θριαμβευτής των εκλογών «συνδιαλέγεται πλέον με την Ιστορία», βλέπει ανερυθρίαστα τον εαυτό του ως εντολοδόχο του Αλλάχ, διάδοχο του Μωάμεθ του Πορθητή, ενσαρκωτή του νεο-οθωμανικού μεγαλείου, και τελικά ως τον εμπνευστή και αφοσιωμένο αρχιτέκτονα του «αιώνα της Τουρκίας». Το ανησυχητικότερο είναι ότι την μεγαλομανή αυτή πολιτική φαίνεται να προτιμά η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας παρά τις τεράστιες δυσκολίες της καθημερινότητας.
Εγκρίνει δηλ.κατά τα φαινόμενα την συναλλακτική και εκβιαστική τακτική του θεωρώντας ότι συμφέρει τη χώρα τους αφού εξασφαλίζει την προσοχή και συνεργασία των περισσότερων Μεγάλων Δυνάμεων, όπως και τον θαυμασμό πολλών αντιδυτικών κρατών και λαών που τον «καμαρώνουν» όσο αψηφά αγέρωχα την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες. Σε ένα τέτοιο σκηνικό που προβάλλει και ως το πιθανότερο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα δεινοπαθησουν - είτε η επιθετικότητα του αναβαπτισμένου Ερντογάν εκδηλωθεί άμεσα, είτε λίγο αργότερα.
Εννοείτε ότι θα αναβιώσει ένας νέος γύρος προκλήσεων, τόσο σε ρητορικό επίπεδο, όσο και επί του πεδίου;
Εννοώ ότι η επιθετικότητά του με στόχο την αναθεώρηση συνόρων, λογικά θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, πιθανόν και πέρα από τις φραστικές απειλές. Θα έπρεπε γι αυτό να μας έχει προβληματίσει περισσότερο η αποτελεσματικότητα της αποτρεπτικής μας ισχύος όταν η τουρκική προκλητικότητα δεν πτοείται αλλά αυξάνεται περισσότερο.
Το ίδιο και αν τα θετικά βήματα που κάνουμε τα τελευταία χρόνια επαρκούν σε σχέση με τους στόχους και τις μεγαλύτερες προόδους της γείτονος. Ο Ελληνισμός θα καταλαμβάνει συνεπώς στο στόχαστρο του Ερντογάν ακόμη πιο περίοπτη θέση προκαλώντας νέα αμηχανία στους εγχώριους θιασώτες του «διαλόγου χωρίς όρους, κανόνες, θέσεις και συμμάχους» και ίσως ακόμη πιο αχνές «κόκκινες γραμμές». Ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ο Ερντογάν εννοεί εμμονικά να μας επιβάλει, «στο τραπέζι ή στο πεδίο» («Γαλάζια Πατρίδα» κλπ) απέχει έτη φωτός από τις δικές μας θέσεις.
«Αν δεν λύσουμε τα θέματα [όπως όμως η Τουρκία επιθυμεί] θα ξεσπάσει ξανά μεταξύ μας ένταση και καυγάς», είπε πρόσφατα (σε περίοδο… μορατόριουμ και «διπλωματίας των σεισμών») ο κ. Τσαβούσογλου. Ξεκαθαρίζει παράλληλα στους εν Ελλάδι λάτρεις της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί, αρκεί να «πάμε για όλα στη Χάγη»…
Μετά τις παράλληλες εκλογές θα αναπτυχθεί κατά τα φαινόμενα μια συντονισμένη προσπάθεια διεθνούς μεσολάβησης (από ΗΠΑ και Γερμανία) ώστε υπό πίεση και χωρίς χρονοτριβή να επιλυθούν όσο το δυνατό περισσότερα από τα «ανοιχτά ελληνοτουρκικά θέματα» με τη μορφή συμφωνίας-πακέτου. Η χώρα μας αποδέχεται μόνο ένα θέμα προς συζήτηση, αλλά η Τουρκία θέτει περισσότερα από δέκα και ο κατάλογός της συνεχώς διευρύνεται.
Με ποιό μαγικό τρόπο ελπίζουν κάποιοι ότι θα επιβάλλουμε την άποψή μας αυτή σε μια χώρα που δεν διστάζει να επισείει ατιμωρητί τους πυραύλους και το «θάρθω μια νύχτα ξαφνικά»; Πολύ περισσότερο που το ελπίζουμε υπολογίζοντας μόνο στο διεθνές δίκαιο και διατυμπανίζοντας ότι δεν είμαστε «ιδιοτελείς». Στοιχειώδης γνώση διεθνών διαδικασιών, σε συνδυασμό με την τρέχουσα διακομματική αφωνία, μόνο αισιοδοξία δεν δημιουργεί για το πώς θα επιχειρηθεί να γεφυρωθεί το μοναδικό ελληνικό θέμα της ατζέντας με τα δέκα τουρκικά.
Όποιος και αν κερδίσει τις τουρκικές εκλογές, η στρατηγική της Τουρκίας δεν θα αλλάξει ριζικά. Οσο για τον Κιλιτσντάρογλου, η προοπτική νίκης του δεν φαίνεται ορατή. Θεωρητικά μιλώντας όμως, μια στροφή (έστω και σχετική) της Άγκυρας προς τα θέματα καθημερινότητας και το δυτικό πολιτικό μοντέλο δικαιωμάτων και ελευθεριών θα ήταν προφανώς θετικότερη για εμάς και τη γειτονιά της σε σχέση με τον πολεμοχαρή ακτιβισμό του Ερντογάν.
Τι πιστεύετε πως οδήγησε τον τουρκικό λαό να δώσει στις πρώτες εκλογές την πρώτη θέση στον Ερντογάν;
Δυστυχώς, στο δίλημμα Ευρώπη ή Ευρασία/Ισλάμ, η πλειοψηφία των Τούρκων τάσσεται υπέρ της δεύτερης επιλογής. Παράλληλα φαίνεται με την ψήφο της να επιλέγει το εθνικό μεγαλείο αντί για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας, την προσφυγή στη βία εναντίον των γειτόνων κι όχι τη διπλωματία, την υποταγή στον δεσποτισμό κι όχι τις δημοκρατικές ελευθερίες, κλπ. Εξαιρετικά ανησυχητική είναι και η διαπίστωση μιας αυξανόμενης ισχυροποίησης των φανατικών εθνικιστικών δυνάμεων που ολοένα και περισσότερο δίνουν και τον τόνο στις σχέσεις της Αγκυρας με τον έξω κόσμο.
Ρόλο σημαντικό στην επικράτηση Ερντογάν διαδραμάτισαν φυσικά και οι ειδικές αντιδημοκρατικές συνθήκες διεξαγωγής του εκλογικού αγώνα όταν το κυβερνητικό σύστημα ελέγχει τα ΜΜΕ, χρησιμοποιεί κατά βούληση κάθε μέθοδο επηρεασμού της ψηφοφορίας (απειλές, φυλακίσεις, διώξεις κλπ) και διαθέτει παρακρατικούς στρατούς ακόμη και για ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος. Εδώ και καιρό έβρισκα ιδιαίτερα αφελείς τις δυτικές αναλύσεις που προέβλεπαν νίκη της αντιπολίτευσης με αποκλειστικό στοιχείο τις δημοσκοπήσεις.
Η σημερινή Τουρκία έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα. Ποιο αποτέλεσμα θα έδινε περισσότερο χώρο για στροφή στη Δύση και γιατί;
Η Τουρκία του Ερντογάν μετακινείται σταδιακά από μια παλαιότερη φιλοευρωπαική ατζέντα (με στόχο να υποτάξει εσωτερικά τους μέχρι τότε κεμαλικούς μηχανισμούς ως αντιδημοκρατικούς αξιοποιώντας την ευρωπαική στήριξη προς κάθε εκδημοκρατισμό) σε μια αυτόνομη πορεία. Ο στόχος του είναι πλέον να αντλεί με επιδέξιους ακροβατισμούς από κάθε Μεγάλη Δύναμη ό,τι καλύτερο έχει να του προσφέρει: Εκμεταλλεύεται με όχημα την όποια στρατηγική σημασία της Τουρκίας, την αντιπαλότητα ΝΑΤΟ-Ρωσίας και τον πόλεμο της Ουκρανίας για να εμφανιστεί ως διεθνής ειρηνοποιός.
Κινείται ανταγωνιστικά μεταξύ δυτικών και άλλων αμυντικών βιομηχανιών για να αποκτά πρόσβαση σε νέες και ευαίσθητες τεχνολογίες (πχ πυραυλικά συστήματα κλπ). Επιδιώκει από την ΕΕ τα οικονομικά οφέλη της Τελωνειακής Ένωσης αλλά και της εξαργύρωσης της «συγκράτησης» μεταναστών. Αποστρέφεται όμως τον «ζουρλομανδύα» των υποχρεώσεων μιας προενταξιακής πορείας. Δεν διστάζει να συμπλέει με αντιδυτικά σχήματα (BRICS), αλλά δεν σκέφτεται αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.
Με τον Κιλιτσντάρογλου Πρόεδρο, θα σημειώνονταν σίγουρα μια σαφέστερη στροφή σε φιλοδυτικότερη πολιτική. Όμως θα απαιτούνταν προς τούτο μικρά και προσεκτικά βήματα με δεδομένες τις στενές αλληλεξάρτήσεις συμφερόντων που δημιουργήθηκαν μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο νέος Πρόεδρος της Τουρκίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό;
Η Τουρκία είναι εδώ και χρόνια μια ανερχόμενη Δύναμη με πολύ φιλόδοξους στόχους και σχέδια. Συνεπώς, ιδίως με ένα θριαμβευτή Ερντογάν θα ανακατεύεται σε όλα τα μεγάλα διεθνή ζητήματα και πέραν της περιφέρειάς της. Θα ξεχώριζα ως αγκάθι στο λαιμό της το Κουρδικό που είναι σίγουρα το πιο απειλητικό πρόβλημα συνοχής του τουρκικού κράτους. Ο εφιάλτης αυτός της γείτονος έχει πλέον διπλό χαρακτήρα: Εσωτερικά λόγω της απόλυτης καταπίεσης πολλών εκατομμυρίων Κούρδων και στο εγγύς εξωτερικό λόγω της πιθανότητας ίδρυσης κουρδικού κράτους στη Β.Συρία.
Από εκεί και πέρα και παραμερίζοντας πολλά άλλα θέματα, η αντιπαράθεση με τον ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρο) είναι σε κάθε περίπτωση από τα πρώτα στην ατζέντα κάθε Τούρκου Προέδρου. Πολύ περισσότερο που ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη μνημονιακή δεκαετία στην Ελλάδα για να ενισχύσει θεαματικά υπέρ του το ισοζύγιο δυνάμεων. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν την τελευταία τετραετία, ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι η χώρα μας παραμένει ακόμη αρκετά αδύναμη μπροστά στα «μεγαλειώδη επιτεύγματα» των ενόπλων δυνάμεών της και της πολεμικής βιομηχανίας του.