Αντικείμενα του Αλέξανδρου Ιόλα στο σφυρί από τον οίκο Sotheby's

Αντικείμενα του Αλέξανδρου Ιόλα στο σφυρί από τον οίκο Sotheby's

“Η τέχνη δεν έχει λέξεις. Αυτό είναι το υπέροχο με αυτήν, η μαγεία της. Είναι λάθος να είσαι υπερβολικά ευφυής... πόσο βαρετό!” - Αλέξανδρος Ιόλας

Ο οίκος Sotheby's στο Λονδίνο θα δημοπρατήσει αύριο μια επιλογή από πίνακες, γλυπτά, έπιπλα, τυπώματα και κοσμήματα που ανήκαν μέχρι πρότινος στη συλλογή του Αλέξανδρου Ιόλα, του εμπόρου τέχνης του 20ού αιώνα που έμεινε γνωστός ως ο άνθρωπος που καθόρισε τις καριέρες των κορυφαίων καλλιτεχνών που εκπροσωπούσε. Από την πρώτη και την τελευταία έκθεση έργων του Άντι Γουόρχολ και το να εισάγει το αμερικανικό κοινό στο Σουρεαλισμό, έως το να διαμορφώσει την καριέρα και τα κινήματα των καλλιτεχνών που εκπροσωπούσε, με τους οποίους είχε προσωπικές φιλίες που διήρκεσαν μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Ιόλας έπαιξε ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στον κόσμο της μεταπολεμικής τέχνης. Πάνω από 150 αντικείμενα έχουν βγει προς πώληση, με τιμές που κυμαίνονται από 100 έως 150.000 λίρες Αγγλίας.

Η Georgina Gold, Ανώτατη Διευθύντρια του τμήματος Ιμπρεσιονιστικής & Μοντέρνας Τέχνης του Sotheby's στο Λονδίνο, δήλωσε: “Υπό πολλές έννοιες, ο Αλέξανδρος Ιόλας έζησε μια σουρεαλιστική ζωή και, με το να κοιτάζει συνεχώς τόσο στο μέλλον όσο και στο παρελθόν, ήταν ένας άλλος Ιανός, το αποτύπωμα του οποίου στην ιστορία της τέχνης δε θα έπρεπε να υποτιμηθεί.”

“Κάθε έκθεση είναι σαν την πρεμιέρα μιας παράστασης μπαλέτου”

Ο Ιόλας δημιούργησε συνδέσεις μεταξύ καλλιτεχνών, εμπόρων τέχνης και συλλεκτών μέσα από το διεθνές δίκτυο γκαλερί που είχε σε Νέα Υόρκη, Μιλάνο, Παρίσι, Γενεύη και Μαδρίτη, και των συνεργασιών που είχε σε Ρώμη και Αθήνα. Ήταν γνωστός για την τελειομανία του και την προσοχή που έδινε στη λεπτομέρεια όταν έστηνε εκθέσεις. Κάθε έκθεση ήταν για εκείνον μία παράσταση, μια ταιριαστή αναλογία εάν σκεφτεί κανείς τα πρώτα του χρόνια ως χορευτής μπαλέτου, ο οποίος είχε περιοδεύσει διεθνώς με την Theodora Roosevelt και το Grand Ballet du Marquis de Cuevas.

“Κάθε έκθεση είναι σαν την πρεμιέρα μιας παράστασης μπαλέτου”, είχε πει στον ιστορικό τέχνης Maurice Rheims το 1965. “Περιμένω το κοινό, παίζω. Δε θεωρώ την γκαλερί ως μία εμπορική απασχόληση. Είναι μία καθαρά καλλιτεχνική απασχόληση. Μία έκθεση πρέπει να είναι σαν ένα μπαλέτο, το οποίο έχει διακοσμήσει ο Υβ Κλάιν, ο Μαξ Ερνστ κτλ. Είναι μία παράσταση στην οποία τα μέλη του κοινού είναι οι χορευτές και το σκηνικό δημιουργείται από το ζωγράφο.”

Ο Ιόλας γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1907, από μία οικογένεια εύπορων Ελλήνων εμπόρων βαμβακιού. Παρόλο που οι γονείς του ήθελαν να μπει στην οικογενειακή επιχείρηση, ο Ιόλας αψήφησε της οικογενειακές προσδοκίες, ανακαλώντας αργότερα ότι “δεν μπορούσαν να με κρατήσουν μακριά από τις τέχνες. Δεν ήθελα να γίνω έμπορος βαμβακιού, ούτε καν ένας πλούσιος έμπορος βαμβακιού.”

Ανέπτυξε το καλλιτεχνικό του αισθητήριο ενώσο έκανε καριέρα ως διάσημος χορευτής μπαλέτου. Μια συνάντηση στο Παρίσι με έναν πίνακα του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο οποίος κρεμόταν στην πρόσοψη μίας γκαλερί, ήταν μεταμορφωτική, σφραγίζοντας την πορεία του ως εμπόρου τέχνης. “Με τραβούσε η εικόνα σα να ήταν κάτι μαγικό”, ανακαλούσε.

Αφού αποσύρθηκε από χορευτής το 1944, ο Ιόλας ήταν ενεργός ως έμπορος τέχνης για 35 χρόνια, από το 1945 έως το 1980. Ήταν διευθυντής της Hugo Gallery στη Νέα Υόρκη για μία δεκαετία προτού ανοίξει γκαλερί με την επωνυμία του σε όλο τον κόσμο. Αδίκως παραγνωρισμένος ανάμεσα στους εμπόρους τέχνης του εικοστού αιώνα που άσκησαν επιρροή στον κόσμο της τέχνης, όπως η Ileana Sonnabend και ο Leo Castelli, τα τελευταία χρόνια ο Ιόλας έχει χαιρετιστεί ως ένας πρώιμος Gagosian στην εποχή του, η οποία αποτέλεσε την αυγή της εποχής των μεγάλων γκαλερί και των καλλιτεχνών-διασημοτήτων.

Οι καλλιτέχνες που εκπροσωπούσε ήταν η οικογένειά του

Ο Ιόλας είχε μεγάλο ταλέντο στο να κάνει φιλίες, διατηρώντας στενές σχέσεις με μερικές από τις επιφανέστερες φιγούρες του πολιτισμού εκείνης της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Γουόρχολ, Μαξ Ερνστ και Ρούντολφ Νουρέγιεφ (με τον οποίο είχε χορέψει σε ένα δρόμο του Μιλάνου). Η αφοσίωσή του στους καλλιτέχνες ήταν απαράμιλλη, και τους θεωρούσε την οικογένειά του. Ο Ιόλας δεν έτεινε μόνο χείρα φιλίας και οικονομικής στήριξης, αλλά έπαιζε και σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της καλλιτεχνικής παραγωγής τους, δίνοντάς τους ιδέες και έμπνευση για θεματικές. Στον Ντε Κίρικο είχε αναθέσει κουστούμια και σκηνικά για μια παραγωγή μπαλέτου στην Αθήνα, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε προτείνει στον Γουόρχολ να δημιουργήσει μια σειρά έργων βασισμένη στο Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο ντα Βίντσι για μια έκθεση στο Μιλάνο, ένα πρότζεκτ που ο Γουόρχολ είχε απολαύσει. Ήταν μάλιστα ένας από τους λίγους εκείνη την εποχή που αγκάλιασε τους ύστερους πίνακες του Πικάσο, όταν εκείνα τα έργα του καλλιτέχνη ήταν υποτιμημένα και έχαιραν εκτίμησης μόνο από λίγους.

Ο Ιόλας έκανε κορυφαίες εκθέσεις με νέα έργα του Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ, αλλά και των Victor Brauner, Dorothea Tanning και Leonor Fini. Καλλιέργησε ταλέντα όπως ο Λούτσιο Φοντάνα και ο Claude Lalanne και συνδέθηκε, επίσης, με την Ποπ ευαισθησία του Ed Ruscha και τον ερωτισμό του Takis, κάνοντας εκθέσεις και για τους δύο. Το αισθητικό κριτήριό του ακολουθούσε τη διαίσθησή του, είχε πει, και όχι εμπορικούς συλλογισμούς.

Γουόρχολ και Ιόλας: ένας δεσμός διαρκείας

Ο δεσμός μεταξύ Γουόρχολ και Ιόλα αποδείχθηκε αδιάσπαστος. Γνωρίστηκαν στη Νέα Υόρκη το 1945, όταν ο νεαρός εικονογράφος ήταν μόλις 17 ετών. Μέχρι το 1952, ο Ιόλας είχε κάνει στο Γουόρχολ την πρώτη του έκθεση σε γκαλερί, ο τίτλος της οποίας ήταν “Δεκαπέντε σχέδια βασισμένα στα γραπτά του Τρούμαν Καπότε”. Οι δύο συνέχισαν να δουλεύουν στενά μαζί μέχρι το θάνατό τους -πέθαναν το 1987 με μόλις λίγους μήνες διαφορά. Όπως ο Ιόλας έκανε την πρώτη έκθεση του Γουόρχολ, κάπως έτσι έκανε και την τελευταία του, αναθέτοντάς του μια σειρά από έργα, συμπτωματικά -αλλά και κάπως ποιητικά- βασισμένα στο Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι. Με τα λόγια του Adrian Dannatt: “Ο Άντι δούλευε με πολλούς άλλους εμπόρους τέχνης, αλλά ο Ιόλας είχε μια ξεχωριστή θέση.”

Ο Γουόρχολ δημιούργησε αρκετά πορτραίτα του Ιόλα, που αποδεικνύουν τη δυνατή φιλία τους. Ο γκαλερίστας φαίνεται σε ένα δίπτυχο πορτραίτο του 1972, όπου ξεθωριάζει και επανεμφανίζεται μέσα από μουντζούρες ασημί ακρυλικής μπογιάς. Και πάλι, το 1974, ο Γουόρχολ απαθανάτισε τον Ιόλα σε ένα πορτραίτο με έντονο μπλε φόντο, στο οποίο ο Ιόλας κοιτάζει ευθεία το θεατή.

Μια εντυπωσιακή προσωπικότητα

Οι Adrian Dannatt και Vincent Freemont, -οι οποίοι είχαν συνεργαστεί το 2014 για την έκθεση “Alexander the Great: The Iolas Gallery 1955-1987” στην Paul Kasmin Gallery στη Νέα Υόρκη, με περίπου 40 έργα καλλιτεχνών με τους οποίους είχε δουλέψει ο Ιόλας κατά τη διάρκεια της ζωής του-, περιέγραψαν στο περιοδικό “Interview” το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς πώς ο Ιόλας έκανε εντύπωση στον κόσμο της τέχνης με τη φανταχτερή προσωπικότητά του: “εξισορροπούσε τη μικρή κορμοστασιά του φορώντας παπούτσια με κουβανέζικα τακούνια, εξωπραγματικές γούνες... Εάν τον έβλεπες, θα σταματούσες λέγοντας 'Ουάου, ποιος είναι αυτός;'”

Τα επαγγελματικά του επιτεύγματα συνδέονταν συχνά με απίθανες ιστορίες -πιθανότατα απόκρυφες-, σχηματίζοντας ένα θρύλο, ο οποίος ήταν εν μέρει δικό του δημιούργημα. Λεγόταν ότι είχε παντρευτεί τη Theodora Roosevelt για να αποκτήσει Πράσινη Κάρτα και ότι μπούκλες από τα μαλλιά του είχαν γίνει ψεύτικες βλεφαρίδες για την Μαρλέν Ντίτριχ.

Ο Michel Strauss, πρώην Επικεφαλής του τμήματος Ιμπρεσιονιστικής & Μοντέρνας Τέχνης του Sotheby's Λονδίνου, ανακαλεί μια επίσκεψη στον Ιόλα το 1979: “Άνοιξε ένα συρτάρι, το οποίο ήτα γεμάτο με ρολόγια Καρτιέ, έβγαλε ένα έξω και μου το έδωσε. Είχε ένα μεγάλο συρτάρι γεμάτο από τέτοια ρολόγια, τα οποία έδινε στους φίλους του σα ζαχαρωτά.”

Προς το τέλος της ζωής του, έχοντας κλείσει όλες της γκαλερί του εκτός από εκείνη στη Νέα Υόρκη, ο Ιόλας επικέντρωσε την ενέργειά του στο σπίτι του, ένα μαρμάρινο παλάτι, το οποίο έχτισε στο τότε εργατικό προάστιο της Αγίας Παρασκευής. Ήταν, κατά μία έννοια, η τελευταία του γκαλερί, ένας οικιακός χώρος γεμάτος από την τέχνη που αγάπησε καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του και έπιπλα που συμπλήρωναν τη φανταχτερή συμπεριφορά του.

Ο Ιόλας επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, το σκηνικό πολλών από τους μεγαλύτερους θριάμβους του, και πέθανε στο Μανχάταν το καλοκαίρι του 1987. Οι New York Times σημείωσαν ότι θα μείνει ως ο έμπορος τέχνης που μπορούσε να πείσει έναν πελάτη με τον “ιεροφαντικό τρόπο του, το συχνά εντυπωσιακό τρόπο ενδυμασίας του και τη σκανταλιάρικη και κάποιες φορές ακαταμάχητη γοητεία του.”

Επιλογές αντικειμένων από τη δημοπρασία

Μέγας Αλέξανδρος (1982) του Άντι Γουόρχολ
Κατόπιν αναθέσεως για την έκθεση “Searching for Alexander” στο Μητροπολιτικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, ο Γουόρχολ δημιούργησε μια μεταξοτυπία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μεταξοτυπία απεικονίζει το νικηφόρο ηγέτη σε προφίλ να ατενίζει μακριά επάνω σε ένα έντονο κόκκινο φόντο. Η ανάθεση έγινε από τον Αλέξανδρο Ιόλα, το παρατσούκλι του οποίου ήταν Μέγας Αλέξανδρος, και η εικόνα έχει καταπληκτική ομοιότητα με ένα πορτραίτο του Ιόλα που είχε κάνει ο Ντε Κίρικο, όταν ο Ιόλας ήταν ακόμη νεαρός χορευτής. Τα δύο πορτραίτα απεικονίζουν ευγενή και κομψά ελληνικά πρόσωπα, με τα ίδια έντονα φρύδια και τη λιονταρίσια κόμη, να ατενίζουν κάποια άγνωστη πρόκληση. Ήταν ταιριαστό το ότι ο Ιόλας είχε κάνει την ανάθεση για τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος υπό μία έννοια αποτελεί μια από τις καλύτερες εξερευνήσεις από τον Γουόρχολ της δύναμης του πορτραίτου, και της επίδρασης της αυτο-εικόνας: κάτι που γνώριζαν ιδιαίτερα καλά τόσο ο καλλιτέχνης όσο κι ο Ιόλας.

Αστερισμός (1952) του Μαξ Ερνστ
Ζωγραφισμένος το 1952, ο Αστερισμός είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της δημιουργικής ιδιοφυΐας του Μαξ Ερνστ, και της δεξιοτεχνίας του στις τεχνικές του φροτάζ και του γκρατάζ, τις οποίες ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε το 1925. Ο Ερνστ έψαχνε πάντοτε νέους τρόπους για να απλώσει τη χρωστική ουσία σπάζοντας τους παραδοσιακούς τρόπους της αναπαράστασης, και η ανακάλυψη που έκανε με την τεχνική του φροτάζ θα αποδεικνυόταν καθοριστική στιγμή για εκείνον. Ο Ερνστ εκλέπτυνε γρήγορα αυτήν την πλούσια, νέα πηγή εικονογραφίας, αρχικά σε μια σειρά έργων σε χαρτί και έπειτα, αναπτύσσοντας περισσότερο τη σχετική τεχνική του γκρατάζ, στην οποία κάλυπτε τους καμβάδες με ένα στρώμα χρώματος, πριν τους τοποθετήσει πάνω από ένα αντικείμενο και ξύσει τη χρωστική ουσία για να αποκαλύψει το σχέδιο στην επιφάνεια από κάτω. Στους αστερισμούς του, -οι οποίοι ήταν μερικοί από τους πιο εντυπωσιακές εφαρμογές αυτής της τεχνικής-, ο Ερνστ συνδύασε αφηρημένες επιφάνειες καθαρού χρώματος με τις σχεδόν ζωντανές δομές λουλουδιών ή κοχυλιών, τις οποίες δημιουργούσε με γκρατάζ. Στον Αστερισμό, αυτή η τεχνική έχει δημιουργήσει ένα έργο μαγευτικής ομορφιάς, όπου αντιτίθενται τα ντελικάτα, οργανικά σχήματα των κίτρινων λουλουδιών με το σκοτεινό σύμπαν στο βάθος.

Πόλωση (1949) του Victor Brauner
Η Πόλωση είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα της πλούσιας εικαστικής γλώσσας του Brauner. Οι δύο τοτεμικές φιγούρες, η μία με στυλιζαρισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και η άλλη ένα άγνωστης ταυτότητας μυθικό πλάσμα, δημιουργούν μία δυνατή εραλδική συμμετρία που προέρχεται από τα ιερογλυφικά των αρχαίων ναών, ειδικά εκείνων των πολιτισμών της Νότιας Αμερικής, των οποίων η τέχνη ενέπνεε τον Brauner καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Brauner έφυγε από το Παρίσι και αναζήτησε καταφύγιο στις Άλπεις. Η ιδιωτικότητα της απομακρυσμένης τοποθεσίας του τον οδήγησαν στο να αναπτύξει ιδιαίτερα εφευρετικές τεχνικές, για να δημιουργήσει πίνακες στους οποίους η χρωστική ουσία είναι αναμεμειγμένη με λιωμένο κερί. Στη σκληρή επιφάνεια που δημιουργείτο, ο καλλιτέχνης μετέπειτα χάραζε απαλά γραμμές με πένα και μελάνι. Το αποτέλεσμα αυτών των πειραματισμών είναι ορατό στην πλούσια υφή της επιφάνειας και στα έντονα χρώμα της Πόλωσης, όπου το συνολικό αποτέλεσμα μοιάζει με τοιχογραφία σπηλαίου, στην οποία το συμβατικό βάθος και η μορφοποίηση έχουν εγκαταλειφθεί χάριν τολμηρών σχημάτων και αλχημικών εφέ.

Τα μπράτσα του Νταλί (ένα ζεύγος από φανούς, 1965) του Σαλβαδόρ Νταλί
Το 1965 ο Fausto Bonvicini ταξίδεψε στο Παρίσι από το χυτήριό του στη Βερόνα μετά από παράκληση του Νταλί, για να δημιουργήσει ένα γύψινο εκμαγείο των μπράτσων και των χεριών του Νταλί, το ένα με ένα δάχτυλο προκλητικά τοποθετημένο πάνω από ένα στοιχείο που αναπαριστά το γυναικείο φύλο. Τα εκμαγεία κατόπιν χυτεύθηκαν σε μπρούντζο και συναρμολογήθηκαν με την ασύγκριτη φαντασία του Νταλί, έτσι ώστε να δημιουργήσουν αυτό το σετ από φανούς.

Σήμα του Takis
Ο Takis ξεκίνησε να δουλεύει τα Σήματά του για πρώτη φορά το 1955 όταν, περιμένοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό του Καλαί μετά την έκθεσή του στην Hanover Gallery του Λονδίνου, εντυπωσιάστηκε από τις μεταλλικές κατασκευές του σιδηροδρόμου. Αρχικά αποτελούμενα από λεπτές ατσάλινες ράβδους, τα Σήματά του εξελίχθηκαν σε κινητικά γλυπτά τα επόμενα χρόνια.

Άλλα αντικείμενα στη δημοπρασία: Concetto Spaziale (1967) του Λούτσιο Φοντάνα, Η Αγάπη μας Ήταν ένα Όμορφο Λουλούδι και Ο Ποιητής και η Μούσα του (1973) της Niki de Saint-Phalle, Ζεύγος από Ασημικά (1967) του Claude Lalanne, Μπλε πουλί του Francois-Xavier Lalanne, Γέλασαν Όταν Έκατσα να Παίξω του William Copley, Η Φυλή των Σειρήνων Πιθανότατα Είναι Καταδικασμένη να Εξαφανιστεί (1968) του Μαξ Ερνστ, Ο Μινώταυρος Χαϊδεύει Μία Κοιμωμένη (1933) του Πικάσο, ένα τραπέζι σε μπρούντζο και γυαλί (1971) του Novello Finotti και δύο σχέδια για την όπερα Ορφέας του Gluck (1971) του Τζόρτζιο ντε Κίρικο.