Κανείς από τους δύο δεν είναι άμεμπτος. Ούτε το Μουσείο Γκέτυ της Καλιφόρνιας, ούτε η Γκαλερί Φοίνιξ της Ελβετίας. Και οι δύο έχουν κατηγορηθεί κατά το παρελθόν πολλές φορές για αγορά και πώληση προϊόντων αρχαιοκαπηλίας αντιστοίχως και μάλιστα, οι ιδιοκτήτες της γκαλερί, αδελφοί Αμπουτάαμ, έχουν καταδικαστεί. Αλλά και το μουσείο έχει αναγκαστεί να επιστρέψει πολλά αντικείμενα στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Επομένως, είναι τουλάχιστον αστείο να μαλώνουν τώρα για αθέτηση υποσχέσεων μεταξύ τους. Αν, μάλιστα, δε διακυβευόταν ένα τόσο μεγάλο ποσό, της τάξεως των 77 εκατομμυρίων δολαρίων, ουδείς θα έδινε βάση στη μεταξύ τους διαμάχη.
Τι έχει συμβεί; Το Γκέτυ είχε βάλει στο μάτι μια μεγάλη συλλογή, αξίας δισεκατομμυρίων ίσως, που δημιουργήθηκε από την οικογένεια Τορλόνια κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Οι ευγενείς, που εργάζονταν στο Βατικανό, συγκρότησαν αυτήν την πολύτιμη συλλογή από 600 αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά αγάλματα, η οποία ήταν επισκέψιμη στο ιδιωτικό τους μουσείο μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Το μουσείο έκλεισε τη δεκαετία του 60, καθώς το παρελθόν της οικογένειας (είχαν νοικιάσει τη βίλα τους στο Μουσολίνι) την έριξε σε δυσμένεια κοινωνικά, όμως η συλλογή παρέμεινε στην κατοχή της. Κάποια στιγμή σκέφτονταν να την πουλήσουν και το αμερικανικό μουσείο εκδήλωσε ενδιαφέρον. Όμως, δεν είχε την έξωθεν καλή μαρτυρία…
Και πώς να την έχει, όταν έχει συλληφθεί κλέπτον οπώρας; Πολλά ήταν τα νομικά προβλήματα ανάμεσα στο ίδιο και το ιταλικό κράτος. Το 2007 το Γκέτυ είχε αναγκαστεί να επιστρέψει στην Ιταλία 40 αρχαιότητες, που η γειτονική μας χώρα απέδειξε ότι εκλάπησαν από τα εδάφη της. Επίσης, η πρώην επιμελήτρια του Γκέτυ, Μάριον Τρου, δικαζόταν για τη συμμετοχή της σε συμμορία αποδοχής κλοπιμαίων (το 2010 η υπόθεση έκλεισε). Η Ιταλία, λοιπόν, είχε σε «πολιτιστικό εμπάργκο» το μουσείο.
Αντιθέτως, τα είχε καλά με την γκαλερί Φοίνιξ, για ακατανόητους λόγους. Διότι και η γκαλερί είχε καταδίκες για παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων αρκετές φορές κατά το παρελθόν. Ο Χίτσαμ Αμπουτάαμ, ένας από τους ιδιοκτήτες της, έχει καταδικαστεί για παράνομη πώληση ασημένιου αγγείου πόσης από το Ιράν, αντί 950 χιλιάδων δολαρίων. Είναι απορίας άξιο πώς οι έμπειροι Ιταλοί έκαναν τα στραβά μάτια σε όλα αυτά. Ισως επειδή οι καταγγελίες δεν αφορούσαν δικά τους εκθέματα…
Καιφτάνουμεστοπροκείμενο. Καθώς η γκαλερί Φοίνιξ είχε σχέσεις με τους Τορλόνια αλλά και με το ιταλικό δημόσιο, το Γκέτυ έκανε μαζί της ένα σχεδιασμό μεταβίβασης, αγοράς και έκθεσης της συλλογής. Το ελβετικό πρακτορείο Ηλεκτρον (Εlectrum), που την είχε καταλογογραφήσει, προσέγγισε το Γκέτυ το 2013, προκειμένου να συμφωνηθεί η αγορά κάποιων αγαλμάτων. Όπως λένε σήμερα από την γκαλερί, συμφωνήθηκε να υπογραφεί μια εμπιστευτική συμφωνία ανάμεσα στους τρεις στην οποία προβλεπόταν ότι το μουσείο δε θα ερχόταν σε επαφή με τους Τορλόνια, παρά μόνο μέσω των άλλων δύο. Κανονίστηκε να δει τα αγάλματα ο Τίμοθι Ποτς, διευθυντής του μουσείου. Στη συνέχεια, θα γινόταν διαπραγμάτευση με τους Τορλόνια για τα γλυπτά που θα επέλεγε και την τιμή αγοράς τους, ενώ η γκαλερί Φοίνιξ δεσμευόταν πως θα έπειθε τις ιταλικές αρχές να μην ανακατευθούν στο όλο ζήτημα.
Πλην, δεν υπήρξε ειλικρίνεια μεταξύ κατεργαρέων. Έτσι, η γκαλερί Φοίνιξ κατηγορεί το μουσείο Γκέτυ ότι, πίσω από την πλάτη της, έγιναν επαφές απευθείας με τους Τορλόνια. Εκτός από το ότι ο Ποτς παρέβη ένα σημαντικό όρο στο συμβόλαιο, υπήρξαν διαπραγματεύσεις και έξοδα που έκανε η Φοίνιξ και για όλα αυτά, ζητά με αγωγή της 77 εκατομμύρια δολάρια.
Αυτά λέει η μία πλευρά. Πριν δούμε τι λέει η άλλη, ας παραθέσουμε το τελικό γεγονός, διότι σχετίζεται με τα επιχειρήματα του Γκέτυ:
Η συλλογή δεν πωλήθηκε εν όλω ή εν μέρει, διότι η Ιταλία αποφάσισε να την αποκτήσει η ίδια και να την φυλάξει σε κάποιο μουσείο. Μέχρι τη δημιουργία του, θα γίνονται περιοδικές εκθέσεις, όπως αυτή με 60 έργα στο Παλάτσο Καφαρέλι, μέσα στο 2017.
Αφού, επομένως, η συλλογή δεν πωλείται πλέον, ο εκπρόσωπος του Γκέτυ Ron Hartwig,λέει «δε σας πληρώνουμε, αφού καμία συμφωνία δεν υπήρξε. Δεν κατανοούμε πώς η μεταβίβαση της κυριότητας από μια ιταλική οικογένεια στην ιταλική κυβέρνηση μπορεί να αποτελέσει αιτία για μήνυση εναντίον μας.»
Η συνέχεια, καταφανέστατα, θα δοθεί στα δικαστήρια.
Αντιγόνη Καρατάσου