Jean Michel-Basquiat, Untitled (1982) © Sotheby''s Νέα Υόρκη
Μόλις 25 καλλιτέχνες είναι υπεύθυνοι για σχεδόν το ήμισυ όλων των πωλήσεων σε δημοπρασίες μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης, σύμφωνα με μια ανάλυση από το artnet Analytics και το artnet News. Κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2017, έργα αυτής της μικρής ομάδας καλλιτεχνών πωλήθηκαν συνδυαστικά για 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια -δηλαδή για το 44,6% του συνολικού ποσού των 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων που απέφεραν όλες οι δημόσιες δημοπρασίες σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως.
Κοινώς, καθώς ολοένα και πιο πλούσιοι αγοραστές ανταγωνίζονται για μια συρρικνούμενη προσφορά έργων από πολύ γνωστά ονόματα, η αγορά της τέχνης έχει υψηλή συγκέντρωση σε αυτά τα πολύ ακριβά έργα τέχνης. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα -ότι δηλαδή το έργο μόλις 25 καλλιτεχνών απέφερε σχεδόν τα ίδια χρήματα σε δημοπρασίες με το έργο χιλιάδων άλλων καλλιτεχνών μαζί- μπορεί να είναι ακόμη πιο ακραία απ'' ό,τι νομίζουμε.
Ο νικητής τα παίρνει όλα
«Η αγορά της σύγχρονης τέχνης είναι ένα καλό παράδειγμα αγοράς της νοοτροπίας του ''ο νικητής τα παίρνει όλα'', όπου ένα πολύ μικρό ποσοστό καλλιτεχνών είναι υπεύθυνο για ένα πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς, και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό έχει πολύ μικρό μερίδιο αγοράς», λέει ο Olav Velthuis, καθηγητής κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Το ίδιο φαινόμενο είναι εμφανές μεταξύ των αθλητών, των ηθοποιών και των μουσικών, σημειώνει.
Ο κατάλογος των πιο κερδοφόρων 25 καλλιτεχνών περιλαμβάνει μεγάλα ονόματα Pop καλλιτεχνών και Αφηρημένων εξπρεσιονιστών, όπως οι Andy Warhol, Roy Lichtenstein και Cy Twombly, καθώς και ζωντανούς καλλιτέχνες όπως τους Gerhard Richter, Peter Doig, Christopher Wool και Mark Grotjahn. Οι μόνες γυναίκες στη λίστα ήταν η Agnes Martin και η Yayoi Kusama.
© artnet Analytics 2017
Το φαινόμενο είναι πιο έντονο φέτος απ'' ό,τι πέρσι. Την αντίστοιχη περίοδο του 2016, οι 25 κορυφαίοι καλλιτέχνες αντιπροσώπευαν το 37,4% όλων των πωλήσεων σε δημοπρασίες μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης, σύμφωνα και πάλι με τις βάσεις δεδομένων του artnet -7,2% λιγότερο μεν απ'' ό,τι είναι φέτος, αλλά και πάλι ένα υπερβολικά μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου.
© artnet Analytics
Μια νέα εποχή
Δεν ήταν πάντα έτσι. Υπήρξε μια εποχή που οι τα πιο μεγάλα ονόματα δεν ασκούσαν τόσο μεγάλη επιρροή στην αγορά της τέχνης. Στη δεκαετία του 1980, η αναδυόμενη τάξη των μεγάλων συλλεκτών επικεντρωνόταν περισσότερο στο να αγοράζει νέα τέχνη από την πρωτογενή αγορά -Jeff Koons, Cindy Sherman, Gerhard Richter-, παρά να κερδίζει τρόπαια από το πρόσφατο παρελθόν στις δημοπρασίες.
Andy Warhol, Big Campbell's Soup Can with Can Opener (Vegetable) (1962) © Christie's Images Ltd.
Ωστόσο, μετά τα κραχ της αγοράς το 2000 και το 2008, «παρατηρήθηκε μια πιο ουσιαστική στροφή προς υλικό που μπορούσε να μεταπωληθεί και στους διαχρονικούς, μεγάλους δασκάλους της τέχνης», λέει ο Allan Schwartzman, συνιδρυτής της Art Agency Partners και πρόεδρος παγκοσμίως του τομέα καλών τεχνών στο Sotheby''s.
Αυτή η μετατόπιση έγινε ακόμη πιο ακραία με την εμφάνιση εξαιρετικά πλούσιων νέων συλλεκτών στην Ασία, την Ανατολική Ευρώπη και τον Κόλπο, οι οποίοι έστειλαν φρέσκο χρήμα στην αγορά των δημοπρασιών. «Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους αγοραστές δεν εισέρχονταν στην αγορά αγοράζοντας έργα από τους καλλιτέχνες της γενιάς τους -εισέρχονταν με τα σημαντικότερα έργα των σημαντικότερων καλλιτεχνών», σημειώνει ο Schwartzman.
Αυτό είναι κάτι που δείχνουν και οι αριθμοί. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2007, όταν πολλοί από αυτούς τους νέους συλλέκτες άρχισαν να πλημμυρίζουν την αγορά και επικεντρώθηκε η προσοχή στα εμπορικά ονόματα, οι 25 κορυφαίοι καλλιτέχνες αντιπροσώπευαν το 48,8% των συνολικών πωλήσεων σε δημοπρασίες -ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο από αυτό που έχουν σήμερα.
Νικητές και χαμένοι
Τι κοινά έχουν οι νικητές αυτής της δυναμικής της αγοράς του 21ου αιώνα; Το ότι σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες στη λίστα του 2017 είναι λευκοί και άνδρες -κάτι που ίσως δεν αποτελεί έκπληξη. Δεκατρείς, ή κάτι παραπάνω από το μισό, των κορυφαίων 25 είναι Αμερικανοί.
© Phillips
Αυτές οι στατιστικές εξέπληξαν τον Scott Nussbaum, τον επικεφαλής τέχνης του 20ού αιώνα και σύγχρονης τέχνης στον οίκο δημοπρασιών Phillips. «Σκέπτομενος πόσο η αγορά έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, θα υπέθετα ότι έχει γίνει πιο προοδευτική με έγχρωμους καλλιτέχνες, γυναίκες καλλιτέχνες, καλλιτέχνες έξω από τον ιστορικό κανόνα με τον οποίο όλοι μεγαλώσαμε», λέει. «Οι αριθμοί αυτοί φαίνεται να αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο». Σημειώνει ότι στον ίδιο κατάλογο το 2007, το 2016 και το 2017, εμφανίζεται ο ίδιος αριθμός γυναικών (δύο) και ο ίδιος αριθμός αφροαμερικανών καλλιτεχνών (ένας, o Jean-Michel Basquiat).
Πέρα από τις δημογραφικές τους ομοιότητες, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των καλλιτεχνών έχει επίσης ένα αναγνωρίσιμο ζωγραφικό ύφος, κάνοντας τα έργα τους ελκυστικά τρόπαια. «Για πολλούς αγοραστές, είναι σημαντικό ο κύκλος τους να αναγνωρίζει τα έργα που κατέχουν -και αυτό είναι εφικτό μόνο εάν η ομάδα των καλλιτεχνών είναι σχετικά μικρή», σημειώνει ο Velthuis.
Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι από αυτούς -όπως ο Warhol, ο Rauschenberg και ο Richter- είναι επίσης πολύ παραγωγικοί. «Όταν ένας καλλιτέχνη πιάνει υψηλή μέση τιμή ανά έργο και έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο όγκο δουλειάς, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι βρίσκεται στην κορυφή της λίστας», λέει ο Nussbaum.
Επίλυση του παζλ προσφοράς και ζήτησης
Κι όμως, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει κατά την τελευταία δεκαετία. Νέες προσθήκες στη λίστα του 2016 και του 2017, όπως οι Keith Haring και Jean Dubuffet, απεικονίζουν το βαθμό στον οποίο η αγορά είναι πρόθυμη να επανεξετάσει ταλέντα που παλιά είχε προσπεράσει, καθώς η προσφορά των καθιερωμένων αγαπημένων καλλιτεχνών φθίνει. Ομοίως, το γεγονός ότι καλλιτέχνες όπως ο Lucian Freud και ο Jasper Johns έπεσαν από τη λίστα μεταξύ του 2007 και του 2017, δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι αγορές τους είναι αδύναμες, αλλά περισσότερο, ότι υπάρχουν λιγότερα κορυφαία έργα διαθέσιμα.
© artnet Analytics
Πράγματι, το ερώτημα του ποιος τα καταφέρνει να μπει στα ανώτερα κλιμάκια της σημερινής αγοράς δημοπρασιών έχει πολύ περισσότερο να κάνει με την προσφορά παρά με τη ζήτηση, λένε οι ειδικοί. Κοιτώντας τα στοιχεία του artnet, ο Benjamin Mandel, παγκόσμιος σχεδιαστής στρατηγικής για την JP Morgan Asset Management, σημειώνει ότι μεταξύ του πρώτου εξαμήνου του 2016 και του πρώτου εξαμήνου του 2017 ο αριθμός των έργων που πωλήθηκαν μειώθηκε κατά 17%, αλλά η μέση τιμή που προέκυψε από αυτά τα έργα αυξήθηκε κατά 25,6% -μια «αινιγματική δυναμική».
«Συνήθως, όταν υπάρχει μεγάλη ζήτηση, αυξάνεται η ποσότητα των έργων προς πώληση», επειδή η αγορά ανταποκρίνεται στις επιθυμίες των καταναλωτών, σημειώνει ο Mandel. Στην περίπτωση αυτή, «η ποσότητα των έργων που πωλήθηκαν μειώθηκε, αλλά η τιμή αυξήθηκε».
Αυτό που υποδηλώνει, λέει ο Mandel, είναι ότι η κορυφή της αγοράς μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης διαμορφώθηκε πιο πρόσφατα από την έλλειψη προσφοράς. Απλώς δεν υπάρχουν αρκετά έργα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση που υπάρχει. Ως αποτέλεσμα, όταν κορυφαία έργα κορυφαίων καλλιτεχνών βγαίνουν στην αγορά, οι τιμές τους ανεβαίνουν όλο και πιο πάνω.
Όχι όλη η ιστορία
Φυσικά, εξετάζοντας μόνο την κορυφή των πωλήσεων σε δημόσιες δημοπρασίες, σχηματίζεται μια πολύ ελλιπής εικόνα της αγοράς στο σύνολό της. Ένας κορυφαίος πίνακας που πωλείται για 20 εκατομμύρια δολάρια μπορεί να εκτινάξει έναν καλλιτέχνη στους κορυφαίους 25, ακόμη και αν το έργο του/της δεν πωλείται σταθερά σε αυτά τα αστρονομικά ποσά. Τα νούμερα προέρχονται επίσης από τους οίκους δημοπρασιών, ένας μικρός αριθμός των οποίων -ιδιαίτερα στην Κίνα- έχει κατηγορηθεί για καταγραφή προσφορών για έργα που ποτέ δεν αποπληρώθηκαν πλήρως στην τελική τιμή.
Αυτοί οι αριθμοί επίσης δεν αφορούν τα έργα που πωλούνται ιδιωτικά από οίκους δημοπρασιών ή γκαλερί -ένα σημαντικό μέρος της αγοράς της σύγχρονης τέχνης. Ο Schwartzman λέει ότι υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες των οποίων οι εκθέσεις στην πρωτογενή αγορά συνήθως ξεπουλούν, αλλά των οποίων το ρεκόρ δημοπρασίας είναι συγκριτικά χαμηλό επειδή μόνο μικρά έργα έχουν βγει σε δημοπρασία. (Ανέφερε τον Kai Althoff ως παράδειγμα.)
Ομοίως, μεγάλα έργα από μερικούς ιστορικά σημαντικούς και περιζήτητους καλλιτέχνες, όπως ο Jasper Johns, δεν έχουν εμφανιστεί σε δημοπρασία για αρκετά χρόνια, γεγονός που δε συγχρονίζει την αγορά δημοπρασιών με την ιδιωτική αγορά.
«Υπάρχουν νέοι παίκτες, οι οποίοι είναι σημαντικοί οδηγοί της αγοράς και δε γνωρίζουν τον Jasper Johns», σημειώνει ο Schwartzman. «Τι θα συμβεί, λοιπόν, όταν προσφερθεί σε δημοπρασία ο επόμενος μεγάλος Johns; Κατά πάσα πιθανότητα, θα έχει μάλλον μια σχετικά συντηρητική εκτίμηση, επειδή δεν υπάρχει αποδεδειγμένο ρεκόρ, παρά τις φήμες που ακούγονται.»
Μια άλλη σημαντική παράμετρος: Σε γενικές γραμμές, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δεν επωφελούνται άμεσα από αυτές τις εξωφρενικές πωλήσεις σε δημοπρασίες -μόνο οι συλλέκτες τους. «Οι καλλιτέχνες, αν είναι ακόμα ζωντανοί, λαμβάνουν στην καλύτερη περίπτωση μόνο ένα μικρό ποσοστό των δικαιωμάτων μεταπώλησης από αυτές τις πωλήσεις, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δε λαμβάνουν τίποτα», σημειώνει ο Velthuis.
Τι ακολουθεί;
Το αν ένας μικρός αριθμός περιζήτητων καλλιτεχνών θα συνεχίσει να συγκεντρώνει ένα μεγαλύτερο και ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων σε δημοπρασίες εξαρτάται από την απάντηση σε ένα πολύ μεγαλύτερο ερώτημα. «Εξαρτάται από το αν η τάση για ανισότητα θα συνεχιστεί... και είναι δύσκολο να πούμε αν οι ανισότητες στο εισόδημα και στον πλούτο θα αλλάξουν σύντομα», λέει ο Mandel.
Ορισμένοι παράγοντες της αγοράς ελπίζουν ότι αυτή η δυναμική στο κορυφαίο τμήμα της αγοράς τελικά θα υποχωρήσει για κάτι πιο ισορροπημένο. «Υπάρχουν πολλά άλλα σημαντικά ονόματα που είναι εξίσου σημαντικά και δεν είναι ανάμεσα στα 25 κορυφαία ονόματα», λέει ο Schwartzman. «Καθώς η προσφορά μειώνεται και ο αριθμός των ανθρώπων που αναζητούν τέχνη αυξάνεται, υπάρχει τόση εξαιρετική τέχνη που θα μπορούσε να προωθηθεί.»
Πηγή: artnet News
Απόδοση: Νάσια Καλαμάκη & Αννίτα Αποστολάκη