"Money makes the world go round" τραγουδούσε η Liza Minnelli στο "Cabaret" και ο κόσμος της τέχνης δεν αποτελεί εξαίρεση. Αλλά το από πού έρχονται τα χρήματα στο χώρο της τέχνης έχει αλλάξει τα τελευταία 20 χρόνια.
Σύμφωνα με μια έρευνα του Artsy, βασισμένη στις λίστες με τους Top 200 Συλλέκτες του ARTNews από το 1996 και το 2016, οι περισσότεροι από τους κορυφαίους συλλέκτες του κόσμου κατά βάση ασχολούνται με τα οικονομικά. Δικηγόροι, γιατροί, αρχιτέκτονες και άλλες επαγγελματικές ειδικότητες που κάποτε συνιστούσαν μια γερή συλλεκτική βάση πλέον έχουν εκτοπιστεί.
Προφανώς, όλοι οι μεγάλοι συλλέκτες έχτισαν την περιουσία τους ασχολούμενοι με ένα συνδυασμό πραγμάτων, αλλά η σημερινή αγορά έργων τέχνης διαμορφώνεται από πολύ συγκεκριμένες βιομηχανίες. Το 2016, τα οικονομικά, τα κτηματομεσιτικά, τα κατασκευαστικά έργα και τα καταστήματα λιανικής πώλησης αποτελούσαν σχεδόν τα δύο τρίτα των βιομηχανιών που βρίσκονται πίσω από αυτούς τους μέγα-συλλέκτες. Πριν από είκοσι χρόνια, τα οικονομικά, τα κτηματομεσιτικά και η τότε επόμενη μεγαλύτερη βιομηχανία, τα μέσα ενημέρωσης, αποτελούσαν μόλις κάτι παραπάνω από το μισό του πλούτου των συλλεκτών.
Τα οικονομικά, ήδη από το 1996, ήταν η βιομηχανία με το υψηλότερο ποσοστό στη λίστα με 21%. Έφτασαν, όμως, στο να εκπροσωπούν περίπου το ένα τρίτο του συνόλου μέχρι το 2016 και αυτό όχι μόνο επειδή το μερίδιο του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία των ΗΠΑ έχει αυξηθεί αναλογικά. Στην πραγματικότητα, ο τομέας είχε μια μετριοπαθή αύξηση στις ΗΠΑ τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αποτελώντας το 7,4% του συνολικού ΑΕΠ, από 6,8% που ήταν το 1997.
© Artsy
Αντίθετα, σύμφωνα με τον Doug Woodham, πρώην πρόεδρο για την Αμερική του οίκου Christie''s, η αύξηση του μεριδίου του χρηματοπιστωτικού τομέα ανάμεσα στους κορυφαίους συλλέκτες τέχνης σήμερα οφείλεται στο γεγονός ότι ο τομέας αυτός είναι ο πιο επικερδής για τους πιο δυνατούς παίκτες, στον οποίο ένας μικρός αριθμός ανθρώπων συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών, συχνά επειδή λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτά τα τεράστια κέρδη από μια χούφτα εταιρειών διοχετεύονται σε μια μικρή ομάδα διαχειριστών αμοιβαίων, επιχειρηματικών και ιδιωτικών κεφαλαίων, των οποίων τα κέρδη είναι τιτάνια συγκριτικά με εκείνα των απλών τραπεζιτών.
Ευτυχώς για το χώρο της τέχνης, είπε, τουλάχιστον σε μια χούφτα από αυτούς τους αφάνταστα πλούσιους άνδρες -γιατί ναι, είναι κυρίως άνδρες- αρέσει η τέχνη.
«Ο κόσμος της τέχνης έχει ωφεληθεί πάρα πολύ από τον τεράστιο πλούτο που δημιουργήθηκε» στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, είπε ο Woodham. Η αγορά έργων τέχνης είχε πωλήσεις παγκοσμίως ύψους περίπου 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 1996, σύμφωνα με έρευνα της Arts Economics, μιας συμβουλευτικής εταιρείας, την οποία ίδρυσε η οικονομολόγος Clare McAndrew. Είκοσι χρόνια μετά, έχει αυξηθεί επί τέσσερις φορές στα 56,6 δισεκατομμύρια δολάρια, εκτιμά η McAndrew σε μια αναφορά που ετοίμασε για την UBS και την Art Basel τον περασμένο Μάρτιο.
Η McAndrew σημείωσε ότι οι εν λόγω οικονομολόγοι έρχονται επίσης στην αγορά της τέχνης με πραγματιστικούς σκοπούς, βλέποντας την τέχνη όχι μόνο ως πιθανή επένδυση με υψηλή ανταμοιβή, αλλά ως σημαντική στρατηγική διαφοροποίησης ρίσκου, για να αντισταθμίσουν τις επενδύσεις τους σε άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Είναι πιθανό ότι αυτό τους επιτρέπει να ξοδεύουν ασύλληπτα ποσά για έργα τέχνης. Ο Steven Cohen, ο πρώην διαχειριστής αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύει τώρα στα δικά του χρήματα αφού διευθέτησε τις κατηγορίες για απάτη από την αμερικανική κυβέρνηση, έχει ξοδέψει πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια για ένα έργο σε πολλές περιπτώσεις.
Τα κτηματομεσιτικά και τα κατασκευαστικά έργα, η δεύτερη πιο κοινή κατηγορία ανάμεσα στους κορυφαίους 200 συλλέκτες, αυξήθηκε ελαφρώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σε 18% από 16%. Οι επόμενες δύο πιο υψηλά εκπροσωπούμενες κατηγορίες του 1996, όπως τα μέσα ενημέρωσης, διαφήμισης και ψυχαγωγίας, υποχώρησαν σημαντικά μέχρι το 2016.
Η Dorothy και ο Herbert Vogel σε μια γκαλερί του Μανχάτταν το 1992 © Fred R. Conrad/The New York Times
Η σταδιακή υποχώρηση των πλούσιων αλλά καθημερινά εργαζομένων υπέρ των απίστευτα πλούσιων αντικατοπτρίζει μεγαλύτερες τάσεις στην παγκόσμια οικονομία. Σκεφτείτε τους Dorothy και Herbert Vogel, μια βιβλιοθηκονόμο και έναν ταχυδρομικό υπάλληλο αντίστοιχα, οι οποίοι εμφανίστηκαν στη λίστα το 1996. Συγκέντρωσαν μια συλλογή γεμάτη με έργα των Chuck Close, Richard Tuttle, Sol LeWitt, και Christo and Jeanne-Claude, αγοράζοντας νωρίς και απευθείας από τους καλλιτέχνες. Ή τον Nelson Blitz, Jr., άλλη μια καταχώρηση του 1996, που περιγράφεται ως «τεχνικός κλιματιστικών» ο οποίος συνέλλεγε κυρίως τυπώματα από τους κορυφαίους καλλιτέχνες, όπως οι Edvard Munch, Pablo Picasso και Jasper Johns, επειδή οι πίνακές τους ξεπερνούσαν τα όρια του μισθολογίου του. Ενώ είναι πιθανό ότι μια οικογένεια μεσαίας τάξης θα μπορούσε να συλλέξει έργα από ανερχόμενους καλλιτέχνες σήμερα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα δημόσιο υπάλληλο σε μια λίστα ακόμη και των κορυφαίων 200.000 συλλεκτών.
Όχι μόνο άνθρωποι της οικονομικής τάξης του ζεύγους Vogel εξαφανίζονται από τις τάξεις των κορυφαίων συλλεκτών, αλλά η προσέγγισή τους στον τρόπο του συλλέγειν χάνει κι εκείνη την εξέχουσα θέση της. Το ζεύγος Vogel είχαν βυθιστεί στον κόσμο της τέχνης στην πόλη, έγιναν φίλοι με καλλιτέχνες και δεν ενδιαφέρονταν για τη φήμη ενός καλλιτέχνη. Αντ'' αυτού απλώς αγόραζαν αυτό που τους άρεσε, με δύο προαπαιτούμενα: «To έργο έπρεπε να είναι προσιτό οικονομικά, έπρεπε να χωράει στο διαμέρισμά τους και έπρεπε να μπορούσε να μεταφερθεί με ταξί ή μετρό», σύμφωνα με μια περιγραφή του ζευγαριού το 2013.
Οι σημερινοί συλλέκτες, ειδικά οι νεόπλουτοι, τείνουν να βασίζονται περισσότερο στη φήμη των καλλιτεχνών και είναι λιγότερο πιθανό να ακολουθήσουν το ένστικτό τους, είπε η McAndrew. Τυπικά εξετάζουν το πώς συλλέγουν οι άλλοι όταν κάνουν τις πρώτες τους προσπάθειες στην αγορά, ένα ένστικτο της αγέλης που έχει συγκεντρώσει την αξία γύρω από έναν μικρότερο αριθμό καλλιτεχνών, δημιουργώντας στην αγορά της τέχνης την ίδια λογική με τα οικονομικά, ότι δηλαδή οι πιο δυνατοί βγάζουν τα περισσότερα κέρδη. Το 2016, για παράδειγμα, οι έμποροι τέχνης με έσοδα άνω των 50 εκατομμυρίων δολαρίων είδαν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται κατά 19%, σύμφωνα με την αναφορά The Art Market | 2017 της UBS και της Art Basel, ενώ οι έμποροι με έσοδα κάτω των 250.000 δολαρίων ετησίως είχαν μια πτώση στις πωλήσεις τους της τάξεως του 11%.
Πρόκειται για μια αγοραστική νοοτροπία που σκοπό έχει να επιδείξει το πολιτιστικό τους επίπεδο. «Ένας τρόπος για να μειώσει κανείς αυτό το ρίσκο είναι αν γνωρίζει ότι αυτός ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης τα έχει πάει καλά στο παρελθόν στην αγορά ή έχει αγοραστεί από άλλους διάσημους συλλέκτες. Είναι εύκολο να ακολουθήσει κανείς το κοπάδι», σύμφωνα με την McAndrew.
Παρόλο που η «αγέλη» επεκτείνεται, με τη δημιουργία ενός νέου δισεκατομμυριούχου κάθε τρεις ημέρες στην Ασία, σύμφωνα με έρευνα της UBS και της PWC, εξακολουθεί να είναι μια αρκετά μικρή ομάδα στην κορυφή την οποία παρατηρούν οι επαγγελματίες του χώρου ψάχνοντας για πιθανούς συλλέκτες. Όπως παρατηρεί ο Woodham στο πρόσφατο βιβλίο του Art Collecting Today, το κατώτατο όριο περιουσίας για να εισέλθει κανείς στη λίστα του Forbes με τους πλουσιότερους ανθρώπους στις Η.Π.Α. είχε ανέλθει σε τουλάχιστον 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2015, σχεδόν διπλάσιο από αυτό που ήταν πριν από μια δεκαετία. Αυτό άφησε 145 δισεκατομμυριούχους εκτός λίστας εκείνο το έτος, σημείωσε.
«Υπάρχουν περίπου 140 άνθρωποι στον κόσμο που έχουν εισόδημα για να αγοράσουν έργα για 50 εκατομμύρια δολάρια», είπε ο Woodham και περίπου χίλιοι για 5 εκατομμύρια δολάρια και παραπάνω, εκτιμά. «Καθένας από αυτούς έχει μπει στο στόχαστρο των εμπόρων τέχνης, κάνοντας τον κόσμο της τέχνης να δουλεύει για αυτούς».
© Carlos Delgado, CC BY-SA 3.0
Ανεξάρτητα από το ποια είναι η βιομηχανία αυτών των συλλεκτών, το πιο πιθανό είναι ότι έχουν επωφεληθεί από την αυξανόμενη συγκέντρωση ισχύος στην αγορά σε ολόκληρη την οικονομία, όπως αναφέραμε προηγουμένως, σε βιομηχανίες που κυμαίνονται από τα φαρμακευτικά προϊόντα έως τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την αυτοκινητοβιομηχανία. Και αυτό γιατί οι σημερινοί συλλέκτες είναι πολύ πιθανότερο να είναι οι ιδιοκτήτες, οι ιδρυτές ή οι κληρονόμοι επιχειρήσεων και η συγκέντρωση της αγοράς τα τελευταία χρόνια έχει ωφελήσει τους επενδυτές και τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων πολύ περισσότερο από το μέσο εργαζόμενο.
Και καθώς ο δικός τους πλούτος μεγαλώνει, αυτή η χούφτα των συλλεκτών και ο κύκλος τους αποκτούν υπερβολική εξουσία, δήλωσε η McAndrew, διαστρεβλώνοντας την αξία για αυτήν την περιορισμένη ομάδα των επιζητούμενων καλλιτεχνών. Η λίστα των κορυφαίων καλλιτεχνών σε δημοπρασίες -σχεδόν εξ ολοκλήρου λευκοί και σχεδόν εξ ολοκλήρου άντρες- δεν έχει αλλάξει πολύ για χρόνια. Καλλιτέχνες που συνδέονται με μερικές παγκόσμιες μέγα-γκαλερί συγκεντρώνουν ένα δυσανάλογο ποσοστό εκθέσεων σε μουσεία και η αγορά δημοπρασιών έχει μετατοπιστεί προς τη σύγχρονη τέχνη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις των νεόπλουτων. Οι πιο ισχυροί συλλέκτες είναι επίσης πολύ πιθανό να υπαγορεύσουν όρους στα μουσεία που κονταροχτυπιούνται για τις δωρεές τους και οι οίκοι δημοπρασιών αγωνίζονται για το ποιος θα δημοπρατήσει έργα από τις συλλογές τους.
«Αυτοί οι συλλέκτες που έχουν το μονοπώλιο γύρω από αυτούς τους καλλιτέχνες, έχουν όλο και περισσότερη δύναμη», είπε. « Όσοι έχουν πρόσβαση σε αυτούς γίνονται επίσης πιο ισχυροί, οι έμποροι και οι σύμβουλοι τέχνης.»
Οι μεταβολές στη συγκέντρωση και τη σύνθεση της βιομηχανίας συνοδεύονται και από γεωγραφικές αλλαγές. Παρά το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των συλλεκτών εξακολουθεί να προέρχεται από τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη, η συγκλονιστική οικονομική ανάπυξη της Κίνας έχει συνοδευτεί από την αυξανόμενη επικράτηση των συλλεκτών της: ο αριθμός τους μεταξύ των κορυφαίων 200 αυξήθηκε σε 10 το 2016 από τρεις που ήταν δύο δεκαετίες πριν. Οι Ιάπωνες συλλέκτες ήταν λιγότερο δυναμικοί τελευταία απ'' ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια, πέφτοντας από επτά σε τρεις, αν και οι φανταχτερές αγορές του Yusaku Maezawa, υπερήφανου ιδιοκτήτη του πίνακα του Jean-Michel Basquiat αξίας 110,5 εκατομμυρίων δολαρίων που πωλήθηκε στο Sotheby''s το Μάιο, μπορεί να σηματοδοτεί μια αναζωπύρωση της σημασίας της χώρας του.
Ο Yusaku Maezawa © Forbes
Όμως, σε μια βιομηχανία που είναι δέσμια της παράδοσης και των διαπροσωπικών σχέσεων όπως αυτή της τέχνης, εξακολουθεί να υπάρχει υψηλός βαθμός συνέχειας τα τελευταία 20 χρόνια. Περίπου είκοσι ονόματα (ή περίπου το 10% του συνόλου), εμφανίζονται και στις δύο λίστες, αν και η μέση ηλικία αυτών των συλλεκτών έφτασε τα 80 το 2016.
Μερικοί από αυτούς έχουν βάλει στη σειρά τα παιδιά τους για να πάρουν τη θέση τους, συμπεριλαμβανομένων των μεγιστάνων λιανικής πώλησης όπως οι Doris και Donald Fisher, ιδρυτές της Gap. Ο γιος τους Robert Fisher εμφανίζεται στη λίστα το 2016 με τη γυναίκα του Randi. Ομοίως, οι Mitzi και Warren Eisenberg: ο Warren ίδρυσε την Bed & Bath και ο γιος τους Martin και η σύζυγός του Rebecca κληρονόμησαν το πάθος του συλλέγειν μαζί με τα μέσα για να το κάνουν. Η παρουσία των παιδιών στη λίστα του 2016 συνέβαλε στην αύξηση του μεριδίου της κατηγορίας καταστημάτων λιανικής πώλησης σε 14% των κορυφαίων 200, από 10% το 1996.
Και, φυσικά, ο κληρονομούμενος πλούτος ευρύτερα εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό πυρήνα των πόρων που πηγαίνουν προς την τέχνη: περίπου δώδεκα συλλέκτες σε κάθε λίστα έχουν κληρονομήσει σημαντικές περιουσίες ή επιχειρηματικά συμφέροντα, ορισμένα από τα οποία φτάνουν αρκετές γενιές πίσω.
Τι γίνεται με τη βιομηχανία του μεγαλύτερου προφίλ της εποχής μας, την τεχνολογία; Το μερίδιο αυτού του κλάδου στους κορυφαίους συλλέκτες τέχνης αυξήθηκε σε 5% από 2% τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά αυτό φαίνεται ακόμα χαμηλό για μια βιομηχανία με τόσους πολλούς νέους δισεκατομμυριούχους. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στο μέλλον, καθώς φτάνουν στα τριάντα, σαράντα και πενήντα, ηλικίες που οι άνθρωποι τείνουν να αρχίζουν να συλλέγουν, είπε η McAndrew. Ο Woodham επεσήμανε ότι η τέχνη δε φαίνεται να τους ελκύει αυτήν τη στιγμή, ενδεχομένως γιατί «η καλλιτεχνική καινοτομία δε φαίνεται αρκετά σημαντική συγκριτικά με το τι κοστίζουν πολλά έργα και σε σχέση με τις μορφές καινοτομίας που βλέπουν στους τομείς τους».
Αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει καθώς η αναπτυσσόμενη πολιτιστική σκηνή στην Καλιφόρνια τους δίνει περισσότερη έκθεση. Οι επιχειρηματίες είναι «έξυπνα, επινοητικά άτομα που... είναι ανοιχτά σε νέες ιδέες», δήλωσε ο Woodham. «Οι καλλιτέχνες αποτελούν πηγή δημιουργικότητας».
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η έρευνα για τους συλλέκτες στις λίστες του 1996 και του 2016 -εκείνους που δημιούργησαν τον πλούτο τους πρόσφατα ή τον έχουν μέσω των οικογενειών τους- φέρνει αποτελέσματα που σχετίζονται κυρίως με τις δραστηριότητες συλλογής τέχνης τους. Όπως και οι οικογένειες Vanderbilt, Carnegie, Rockefeller και Getty της Χρυσής Εποχής, τα ονόματα των οποίων κοσμούν κτίρια μουσείων και αίθουσες εκθέσεων, αυτή η σημερινή γενιά συλλεκτών τέχνης δημιουργεί μια νέα κληρονομιά ως πάτρονες των τεχνών, ενώ οι πληροφορίες για τις πηγές του πλούτου τους εξασθενίζουν σε μακρινές σελίδες αποτελεσμάτων αναζήτησης ή είναι θαμμένες σε εκδόσεις εμπορίου.
Πηγή: Artsy
Απόδοση: Νάσια Καλαμάκη