Η ΕΕ ξεκίνησε έρευνα κατά της Meta, ιδιοκτήτριας του Facebook και του Instagram, εν μέσω ανησυχιών για στοχευμένη παραπληροφόρηση από το Κρεμλίνο, πριν από τις κάλπες του Ιουνίου.
«Αυτή η Κομισιόν έχει θέσει σε λειτουργία εργαλεία για την προστασία των ευρωπαίων πολιτών από την παραπληροφόρηση και της χειραγώγηση των πληροφοριών από τρίτες χώρες», δήλωσε η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Οταν υπάρχουν υποψίες για παραβίαση των κανόνων, αναλαμβάνουμε δράση. Αυτό συμβαίνει πάντα, αλλά ιδιαιτέρως σε περίοδο εκλογών».
Πρόκειται για την πέμπτη επίσημη έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του νέου κανονισμού για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA), ο οποίος ετέθη σε ισχύ τον περασμένο χρόνο γα την αντιμετώπιση του παράνομου online περιεχομένου και προϊόντων.
Η Κομισιόν έχει ήδη ξεκινήσει δύο έρευνες κατά του TikTok. Στο πλαίσιο της μίας από τις δύο έρευνες, η θυγατρική της κινεζικής ByteDance αναγκάσθηκε να διακόψει την περασμένη εβδομάδα την νέα εφαρμογή Lite που ανταμείψει τους χρήστες για τον χρόνο που περνούν μπροστά στην οθόνη, πράγμα που θεωρείται ότι δημιουργεί κινδύνους εθισμού στους νέους.
Στις αρχές Μαρτίου, κινήθηκε διαδικασία κατά της AliExpress, θυγατρικής της Alibaba, λόγω υποψιών ότι δεν λαμβάνει αρκετά μέτρα κατά της πώλησης επικίνδυνων προϊόντων όπως τα πλαστά φάρμακα.
Οι Financial Times ανέφεραν ότι οι αξιωματούχοι ανησυχούν ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο οι πλατφόρμες της Meta χειρίζονται τις προσπάθειες της Ρωσίας να υπονομεύσει τις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές.
Οι αναφορές δείχνουν ότι η Επιτροπή ανησυχεί ιδιαίτερα για το σχέδιο της Meta να διακόψει το CrowdTangle, ένα εργαλείο πληροφόρησης που επιτρέπει σε ερευνητές, δημοσιογράφους κ.α. να παρακολουθούν - σε πραγματικό χρόνο - τα fake news και τις προσπάθειες υπονόμευσης των εκλογών σε όλη την ΕΕ.
Σύμφωνα με τους νέους νόμους που υποχρεώνουν τις εταιρείες τεχνολογίας να ρυθμίζουν το περιεχόμενό τους για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της ΕΕ, το Facebook και άλλοι υποχρεούνται να διαθέτουν συστήματα προστασίας κατά του προβληματικού διαδικτυακού περιεχομένου.
Εκπρόσωπος της Meta δήλωσε: «Έχουμε μια καθιερωμένη διαδικασία για τον εντοπισμό και τον μετριασμό των κινδύνων στις πλατφόρμες μας. Ανυπομονούμε να συνεχίσουμε τη συνεργασία μας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να τους παράσχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για το έργο αυτό».
Η είδηση για τη Meta - η οποία δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί - θα έρθει λίγες ημέρες μετά τη διενέργεια stress test από την Κομισιόν σε όλες τις μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Τα τεστ αντοχής περιελάμβαναν μια σειρά από φανταστικά σενάρια που βασίστηκαν σε προσπάθειες επηρεασμού των εκλογών καθώς και σε χειραγώγηση της πληροφορίας μέσω του κυβερνοχώρου.
«Στόχος ήταν να ελεγχθεί η ετοιμότητα των πλατφορμών να αντιμετωπίσουν συμπεριφορές χειραγώγησης που θα μπορούσαν να αναδυθούν κατά την προεκλογική περίοδο, ιδίως τις διάφορες τακτικές, τεχνικές και διαδικασίες χειραγώγησης», δήλωσε η Επιτροπή.
Αυτό τους επέτρεψε να δοκιμάσουν την ανθεκτικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη χειραγώγηση, η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των πολιτικών, θα ενταθεί τις επόμενες έξι εβδομάδες.
Οι ευρωεκλογές θα διεξαχθούν στις 6-9 Ιουνίου σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης παραπληροφόρησης σε όλο το μπλοκ, αναφέρει το βρετανικό μέσο.
Τη Δευτέρα, το κοινοβούλιο δημοσίευσε συμβουλές προς τους ψηφοφόρους με μια λίστα συγκεκριμένων περιστατικών που είχαν προκύψει στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων ισχυρισμών ότι μόνο στυλό με μελάνι συγκεκριμένου χρώματος θα γίνονται δεκτά στα ψηφοδέλτια.
Το EU DisinfoLab έχει παρακολουθήσει 17.000 περιστατικά παραπληροφόρησης καθώς και προσπάθειες δυσφήμησης της άμυνας της Ουκρανίας στον εναντίον της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων ψευδών λόγων πίσω από την απόφαση του Πούτιν για εισβολή στην Ουκρανία.
Ο κανονισμός για τις ψηφιακές υπηρεσίες εφαρμόζεται από το τέλος του Αυγούστου στις μεγαλύτερες ψηφιακές πλατφόρμες όπως το X, TikTok, οι μεγάλες πλατφόρμες της Meta (Facebook, Instagram), στην Apple, την Google, την Microsoft και την Amazon.
Οι παραβάτες υποχρεούνται να πληρώσουν πρόστιμα που φθάνουν μέχρι και το 6% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους, αλλά προβλέπεται έως και η απαγόρευση λειτουργίας τους στην Ευρώπη σε περιπτώσεις σοβαρών και επανειλημμένων παραβιάσεων των ευρωπαϊκών κανόνων.