Το Χρηματιστήριο πάει καλά, οι εταιρείες καταγράφουν αξιόλογα κέρδη, τα ξένα έντυπα γράφουν διθυράμβους για την πορεία της ελληνικής Οικονομίας. Κι όμως! Κάτι δεν «κάθεται σωστά». Είναι σαν να βλέπεις ένα όμορφο εξωτερικά σπίτι που όμως δε σε πείθει ότι είναι το ίδιο όμορφο και στο εσωτερικό του. Κι ενώ οι αριθμοί πράγματι ευημερούν, υπάρχουν λόγοι ανησυχίας. Έχουμε κάνει έναν καλό πρώτο γύρο, έχουμε στεφθεί πρωταθλητές χειμώνα, αλλά είναι πιθανό στο δεύτερο γύρο η ομάδα να μείνει από δυνάμεις.
Η Ελλάδα έχασε μία καλή δεκαετία. Την εποχή που άλλες χώρες έτρεχαν, εμείς προσπαθούσαμε να ανακαλύψομε τον τροχό με βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα του τύπου «η χρεοκοπία έφερε τα μνημόνια ή τα μνημόνια τη χρεοκοπία». Κι ύστερα ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ! Η μεγάλη ζημιά που έγινε στην Οικονομία είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης που προκλήθηκε από τους επενδυτές και λόγω του πολιτικού κινδύνου που επέφεραν οι άφρονες πολιτικές της λαϊκής δεξιάς και στη συνέχεια της αριστεράς. Όποιος πιστεύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ συναντήθηκαν τυχαία, αυταπατάται. Οι πολιτικές τους συναντήθηκαν πολύ πριν βρεθούν να συγκυβερνούν.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν ένα ατύχημα της ιστορίας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Οι πολιτικές του λαϊκισμού είναι το σύνηθες στην ιστορία της χώρας. Η εξαίρεση είναι κυβερνήσεις όπως αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη ή του Κώστα Σημίτη. Και το θέμα είναι αν η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να κάνει το μεγάλο βήμα προς το μέλλον ή στην πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψει σε παλιές και «δοκιμασμένες πρακτικές». Αν η Ελλάδα, δηλαδή, θα προχωρήσει στον δρόμο της ανάπτυξης ή αν θα χρεοκοπήσει και πάλι. Κι όχι κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον, αλλά σε ορατό χρόνο…
Υπάρχουν δύο προβλήματα. Το ένα είναι η δυσκολία της κοινωνίας να ανακαλύψει την επανάσταση του αυτονόητου και να εγκαταλείψει τις αυταπάτες που της δημιούργησε η ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς στις προηγούμενες δεκαετίες. Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ακόμη συζητάμε αν η Ελλάδα θα είναι η μοναδική χώρα στον πλανήτη που θα απαγορεύεται η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων! Ή ακόμη το γεγονός ότι ο δήμαρχος της πρωτεύουσας στηρίζει ανοικτά τους μπαχαλάκηδες στα πανεπιστήμια. Γιατί όχι και μία κατάληψη αύριο σε ένα εργοστάσιο; Σαν κι εκείνες που έδιωξαν μεγάλους ξένους επενδυτές από τη χώρα στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι η οικονομική ελίτ της χώρας δεν είναι διατεθειμένη να επενδύσει στην πατρίδα της. Ή καλύτερα, η Ελλάδα είναι για τα περισσότερα μέλη αυτής της ελίτ τόπος διακοπών. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από τις πλέον αναπτυσσόμενες εταιρείες της χώρας είναι η ΔΕΗ, η οποία, όμως, δεν ανήκει σε αυτή την περίφημη ελίτ. Και ο κίνδυνος προέρχεται ακριβώς από το ότι λίγες εταιρείες αντλούν τη μερίδα του λέοντος από το προσφερόμενο μερίδιο του τραπεζικού δανεισμού. Όχι γιατί οι τράπεζες μεροληπτούν υπέρ τους, αλλά διότι δεν υπάρχουν άλλα ανάλογα projects για να χρηματοδοτήσουν. Αλλά οι λίγοι πελάτες σημαίνει αυτόματα και αύξηση του κινδύνου, αφού αυτός δεν έχει επιμεριστεί σε περισσότερους.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κάνει αρκετά για να δοθεί ώθηση στην Οικονομία, αλλά από εδώ και πέρα χρειάζεται κάτι περισσότερο: Η κινητοποίηση της ίδιας της κοινωνίας και της οικονομικής ελίτ. Αυτό χρειάζεται. Το αν θα συμβεί ή όχι είναι μια άλλη ιστορία. Με τις πιθανότητες να γέρνουν προς το «όχι», αλλά και με την ελπίδα να πεθαίνει, όπως πάντα, τελευταία…
Θανάσης Μαυρίδης