Οι αγωγές κατά εφημερίδων είναι «εργαλείο» στα χέρια της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας για να ασκούν πιέσεις στον Τύπο προς ίδιον όφελος. Όσοι δημοσιογράφοι έχουν υποστεί την βάσανο της δικαστικής διαμάχης γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να χάσει κάποιος μία δίκη δεν έχουν απόλυτη σχέση με το πόσο δίκιο ή άδικο έχει. Κάποιος μπορεί έτσι να βρεθεί σε μειονεκτική θέση στα καλά του καθουμένου. Από εκεί ξεκινάει η «μάστιγα των αγωγών» των ισχυρών έναντι των ανθρώπων του Τύπου.
Και η συκοφαντική δυσφήμιση; Ασφαλώς και είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα. Μόνο που ο ορισμός της και με βάση την κείμενη νομοθεσία θυμίζει ένα αμφιλεγόμενο έργο τέχνης. Για κάποιους το έργο είναι θεσπέσιο και για κάποιους άλλους ανοσιούργημα. Κατά τον ίδιο τρόπο ένα κείμενο για κάποιους είναι ένα εμπνευσμένο κείμενο που ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα και για κάποιον άλλον ένας απαράδεκτος λίβελος.
Θα μπορούσαν να είναι ευδιάκριτα τα όρια της κριτικής και της συκοφαντίας; Ναι! Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελε η ίδια η εξουσία, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα κυβερνά. Η εξουσία είναι πάντοτε η ίδια και έχει ανάλογες πρακτικές, ανεξάρτητα αν η ταμπέλα στην πρόσοψη του καταστήματος γράφει «δεξιά» ή «αριστερά». Η εξουσία δεν αγαπάει την κριτική και τον έλεγχο…
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν συμπολίτες μας που έχουν γίνει στόχος συκοφαντίας με σκοπό την πολιτική και προσωπική τους απαξίωση. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της άμυνας και η προσφυγή στην Δικαιοσύνη είναι απόλυτο δικαίωμά τους. Και πάλι ερχόμαστε στο θέμα των ορίων.
Και πάλι υπάρχει θέμα με την Δικαιοσύνη! Κατά πόσο είναι τυφλή ή «τυφλώνεται» από την ισχύ και την δύναμη πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Κανονικά δεν θα έπρεπε. Αλλά άνθρωποι είναι και οι δικαστές. Για παράδειγμα, πώς αντιδρά ένας δικαστής όταν ένας βουλευτής της κυβερνητικής παράταξης με το όνομα Λαγός (για παράδειγμα) ζητάει την καταδίκη των «συκοφαντών» του, επειδή σε τίτλο άρθρου χρησιμοποίησαν το επώνυμό του για λογοπαίγνιο; Ας πούμε «Λαγός ο Λαγός»! Κι επειδή το περιστατικό είναι αληθινό (αν και με άλλα ονόματα του ζωικού βασιλείου) θα σας πω πως αντέδρασε ο δικαστής: «Μα καλά! Είναι δυνατόν να ασκήσατε κριτική αυτού του είδους στον κύριο βουλευτή»; Αν είναι υπουργός ή σύμβουλος του πρωθυπουργού; Ακόμη χειρότερα…
Τον τελευταίο καιρό ο βομβαρδισμός των Μέσων είναι ο κανόνας. Προσωπικά διαφωνώ με αυτό. Κι ας έχουν γίνει οι αγωγές σε βάρος Μέσων που δεν επέδειξαν την ίδια ευαισθησία προς εμένα προσωπικά όταν δεχόμουν αντίστοιχες κακοποιητικές συμπεριφορές από υπουργούς, βουλευτές της αντιπολίτευσης ή δικηγόρους κατ΄επάγγελμα μηνυτές. Ή με μέσα που δημοσιογράφοι τους συμπεριφέρθηκαν με χυδαίο τρόπο απέναντι στο … «ταξικό εχθρό Θανάση Μαυρίδη». Δεν είναι δικό μου πρόβλημα όλο αυτό.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, καταλαβαίνω και την θέση του Γρηγόρη Δημητριάδη, του πρώην διευθυντή του πρωθυπουργού. Το θέμα εδώ δεν είναι μία δημοσιογραφική έρευνα, αλλά η «καταδίκη» ενός ανθρώπου την ώρα που η Δικαιοσύνη ερευνά τις σε βάρος του κατηγορίες. Όταν ο Τύπος επιχειρεί να βγάλει ετυμηγορία, υπάρχει πρόβλημα. Αλλά και πάλι, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με τις αγωγές του Γρηγόρη Δημητριάδη. Όχι γιατί έχει απαραίτητα άδικο, αλλά γιατί η πρακτική που ακολουθεί δεν ταιριάζει στην πολιτική θέση που κατείχε.
Κατά τα λοιπά, αν η κυβέρνηση θέλει Δικαιοσύνη, ας αποσαφηνίσει τους όρους του παιγνιδιού. Όχι με τυποκτόνους Νόμους, αλλά με πίστη στην Ελευθεροτυπία και στο δικαίωμα της άλλης άποψης. Ίσως τότε έχουμε ένα καλύτερο τοπίο στον Τύπο, αλλά και στην πολιτική μας ζωή.
Θανάσης Μαυρίδης