Στην αυγή του 2022, συνεχίζει να υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ του βρετανικού λαού και όσων εκλέγονται για να τους υπηρετούν.
Η αποκάλυψη για πάρτυ και κοινωνικές συναθροίσεις στην καρδιά της κυβέρνησης τον Μάιο του 2020 - την ώρα που η χώρα βρισκόταν υπό αυστηρούς περιορισμούς κυκλοφορίας - ενίσχυσαν απλώς την ιδέα ότι «ένας κανόνας ισχύει για μας, ένας άλλος ισχύει γι’ αυτούς».
Το βίντεο που διέρρευσε με την πρώην εκπρόσωπο τύπου του Boris Johnson, Allegra Stratton να αστειεύεται με συναδέλφους της σε συναθροίσεις χωρίς κοινωνικές αποστάσεις στην Downing Street τα Χριστούγεννα του 2020 πέτυχε το συχνά άπιαστο επικοινωνιακό αποτέλεσμα για το οποίο οι πολιτικοί αρέσκονται να μιλούν.
Η εικόνα ότι όσοι βρίσκονται στα ανώτατα κλιμάκια γελούν με τους καθημερινούς ανθρώπους που υφίστανται τρομερές θυσίες προκειμένου να σεβαστούν τους κανόνες της πανδημίας επιδείνωσε την ήδη εύθραυστη σχέση δυσπιστίας μεταξύ πολλών ψηφοφόρων και των πολιτικών τους αντιπροσώπων.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το πρόβλημα αυτό δεν αφορά αποκλειστικά το Συντηρητικό Κόμμα. Στην πατρίδα μου, το Λούτον, ο πρώην δήμαρχος με τους Εργατικούς Tahir Malik παραιτήθηκε από τη θέση του μετά την αποκάλυψη ότι παρέβη τις οδηγίες για την πανδημία σε μια μεγάλη κοινωνική συνάθροιση με αρκετά μέλη του δημοτικού συμβουλίου.
Μια από τις πιο διαβόητες παραβιάσεις των οδηγιών για την πανδημία από πολιτικό αφορά τη Margaret Ferrier, ανεξάρτητη βουλευτή στην περιφέρεια Rutherglen and Hamilton West. Η πρώην αυτή βουλευτής του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος ταξίδεψε στο Λονδίνο για να μετάσχει στη συζήτηση για την αντίδραση της κυβέρνησης έναντι του κορονοϊού αφού πρώτα είχε συμπτώματα της ασθένειας, για να βγει θετική σε συνέχεια σε τεστ και να επιστρέψει στη Σκωτία.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε παραβιάσεις από διάσημες προσωπικότητες που έχουν υποστηρίξει τα περιοριστικά μέτρα, όπως ο πρώην σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης, καθηγητής Neil Ferguson, και η πρώην επικεφαλής αξιωματούχος υγείας για τη Σκωτία, Dr. Catherine Calderwood, η οποία είχε την υποστήριξη της Πρωθυπουργού της Σκωτίας Nicola Sturgeon όταν δύο φορές παραβίασε τους περιορισμούς κυκλοφορίας για να επισκεφθεί το εξοχικό της, πριν παραιτηθεί.
Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η εμπιστοσύνη στην πολιτική μας τάξη βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα πολύ πριν την πανδημία. Η μελέτη μου για την «εθνική ανθεκτικότητα» των δημοκρατιών του κλαμπ των D-10 (η Ομάδα των 7 συν Αυστραλία, Νότια Κορέα και Ινδία) βρήκε ότι το αδύναμο σημείο του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης - σημειώνοντας επιδόσεις χειρότερες από αυτές εταίρων μας στην Κοινοπολιτεία όπως η Ινδία, ο Καναδάς και η Αυστραλία.
Η κατάσταση, για να χρησιμοποιήσω ήπια γλώσσα, δεν βελτιώθηκε κατά την πανδημία. Τα πορίσματα μιας νέας έκθεσης που δημοσιεύθηκε από το Institute for Public Policy Research (IPPR), το οποίο προειδοποιεί ότι η απίσχναση της πολιτικής εμπιστοσύνης υπονομεύει τη φιλελεύθερη δημοκρατία του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ένα ζοφερό ανάγνωσμα. Το 2014, το 48% των Βρετανών πίστευαν ότι οι πολιτικοί «κοιτούν την πάρτη τους» - σήμερα, αυτό το ποσοστό έχει αυξηθεί σε σχεδόν δύο στους τρεις ανθρώπους (63%).
Η έκθεση συμπεραίνει ότι η απουσία εμπιστοσύνης τροφοδοτείται τόσο από την εικόνα για τις επιδόσεις της κυβέρνησης, όσο και από την εμπειρία των πολιτών από τους δημοκρατικούς τους θεσμούς. Ο καθηγητής Will Jennings, ο κύριος ερευνητής στο πρόγραμμα TrustGov περιέγραψε εναργώς την κατάσταση ως εξής: «Η πολιτική πάντα θεωρούταν μια βρώμικη υπόθεση από τους ψηφοφόρους, αλλά λίγες αμφιβολίες υπάρχουν ότι η εμπιστοσύνη στην πολιτική τάξη της χώρας βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά τα τελευταία χρόνια».
Αυτή η εκτίμηση καταγράφεται και στην εκτεταμένη έρευνα γνώμης του καθηγητή Frank Luntz για το Centre for Policy Studies. O Luntz, ένας πρώην δημοσκόπος για τους Ρεπουμπλικανούς, βρήκε ότι μια σαφής πλειονότητα των Βρετανών ψηφοφόρων συμφωνεί με την πρόταση «όταν βλέπω τους πολιτικούς και το πώς μας συμπεριφέρονται σκέφονται ‘να πάνε όλοι τους στα τσακίδια’».
Για όλους όσοι, όπως κι εγώ, ήθελαν το Brexit να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια ανανέωση της δημοκρατίας, αυτά τα πορίσματα είναι απογοητευτικά, αλλά δεν προκαλούν ακριβώς έκπληξη. Η «ανάκτηση του ελέγχου» δεν αποκατέστησε την εμπιστοσύνη στην πολιτική τάξη της χώρας, ενώ η πανδημία εξέθεσε ξεκάθαρα τις αδυναμίες της υπεσυγκεντρωτικής μας κυβέρνησης.
Ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να ανταποκρίθηκε στις προτεραιότητες πολλών ψηφοφόρων φέρνοντας σε πέρας το Brexit - αλλά αυτό δεν τον απαλλάσσει από τη διάβρωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησής του και των πολιτών. Μια δημοσκόπηση μάλιστα του YouGov τον περασμένο μήνα κατέδειξε ότι έξι στους δέκα Βρετανούς πιστεύουν ότι ο Πρωθυπουργός είναι αναξιόπιστος - μεταξύ αυτών και η πλειονότητα όσων ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Αν αυτή η υπέρ του Brexit βρετανική κυβέρνηση όντως εννοεί ότι ενδιαφέρεται για την αναβάθμιση της χώρας, πρέπει να δει κατάματα αυτό που εγώ θεωρώ το σημαντικότερο πόρισμα από την έκθεση του ΙPPR - ότι η εμπιστοσύνη στους βουλευτές πέφτει όσο περισσότερο απομακρυνθεί κανείς γεωγραφικά από το Κοινοβούλιο. Το Burnley - μια περιφέρεια όπου η αποχώρηση από την ΕΕ ψηφίστηκε κατά 67% και την οποία οι Συντηρητικοί κέρδισαν από τους Εργατικούς στις εκλογές του 2019 - καταγράφει τα χαμηλότερα μέσα ποσοστά πολιτικής εμπιστοσύνης. Στην άλλη άκρη της κλίμακας, το Hampstead and Kilburn - μια περιφέρεια του Βορείου Λονδίνου που ψήφισε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ με 76% - κατέγραψε τα υψηλότερα μέσα ποσοστά εμπιστοσύνης στους βουλευτές.
Χρειάζεται η μεγαλύτερη εκτίμηση των αρχών και των αξιών του δημόσιου καθήκοντος, της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας που χαρακτηρίζουν έντονα τις παραδοσιακές πόλεις της επαρχίας και της μεταβιομηχανικές κοινότητες που ακόμη αισθάνονται τόσο γεωγραφικά, όσο και ψυχολογικά απομακρυσμένες από το Κοινοβούλιο. Κατά τη γνώμη μου, το πρόγραμμα της εθνικής αναβάθμισης δεν θα πρέπει να αφορά μεγάλα εθνικά προγράμματα ματαιοδοξίας, αλλά την αντιμετώπιση των καθημερινών τοπικών ζητημάτων που σχετίζονται με την εκπαίδευση, την απασχόληση, τη στέγαση, τις δημόσιες συγκοινωνίες και την εγκληματικότητα.
Η βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών, η ενίσχυση της απασχολησιμότητας μέσω προγραμμάτων κατάρτισης, και η αναγέννηση των περιοχών της χώρας που επλήγησαν βαρύτερα από την πανδημία θα πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά της εθνικής πολιτικής μας ατζέντας.
Το πάρτι τελείωσε - ήρθε η ώρα για μια σοβαρή πολιτική που θα αφορά τους Βρετανούς και θα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
* Ο Rakib Ehsan είναι ερευνητής αναλυτής και συγγραφέας με ειδίκευση σε ζητήματα κοινωνικής συνοχής, φυλετικών σχέσεων και δημόσιας ασφάλειας.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.