*Γράφει ο James Pethokoukis
Πώς σας φαίνεται λοιπόν εσάς το λυκόφως του καπιταλισμού; Τι, δεν καταλάβατε ότι ζείτε στον «ύστερο καπιταλισμό»; Πριν συνεχίσω, επιτρέψτε μου πρώτα να εξηγήσω αυτόν τον όρο. Η φράση χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα - ναι, προφανώς βρισκόμαστε στο ΥΚ για πολύ καιρό - όταν ο Γερμανός οικονομολόγος Werner Sombart τη χρησιμοποίησε για να περιγράψει το στάδιο του καπιταλισμού που ακολούθησε τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ο Σόμπαρντ έβλεπε τον ύστερο καπιταλισμό ως ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από την άνοδο των μεγάλων επιχειρήσεων, τη συγκέντρωση του πλούτου και την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Η θεώρηση αυτή του ΥΚ κέρδισε σε δημοτικότητα, τουλάχιστον μεταξύ των μαρξιστών θεωρητικών, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τους πιστούς να επισημαίνουν την αυξανόμενη ανισότητα, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την κοινωνική αναταραχή ως αποδείξεις της επικείμενης κατάρρευσης του καπιταλισμού. Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η άνοδος των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών ως κυρίαρχων παικτών στην αμερικανική οικονομία φαίνεται ότι έδωσαν μια νέα πνοή σ’ αυτή την έννοια την τελευταία δεκαετία, ειδικά στα χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας του COVID-19.
Ωστόσο, θα μπορούσα εύκολα να αναφέρω ορισμένα οικονομικά στατιστικά στοιχεία που υπονομεύουν την έννοια του ΥΚ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αμερικανική οικονομία. Να ένα σημαντικό: Σύμφωνα με υπολογισμούς του οικονομολόγου του AEI Michael Strain, οι πραγματικοί διάμεσοι μισθοί αυξήθηκαν κατά 34% από το 1990 έως το 2022, με τους πραγματικούς μισθούς στο 10ο, 20ο και 30ο εκατοστημόριο να αυξάνονται κατά 50%, 48% και 38% αντίστοιχα. Όπως γράφει ο Strain:
«Θα χαρακτήριζα την αύξηση των μισθών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ‘σταθερή, αλλά όχι θεαματική’. Φυσικά, η πολιτική δεν πρέπει να αρκείται σε αυτόν τον ρυθμό ανάπτυξης. Δεν είναι ‘αρκετά γρήγορος’. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν σε πολιτικές για την τόνωση της παραγωγικότητας, η οποία θα επιταχύνει τον ρυθμό αύξησης των μισθών, μαζί με μέτρα για την αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας».
Και αυτό το επόμενο στατιστικό, που σχετίζεται με την ανάλυση των μισθών του Strain, μπορεί να είναι ακόμη πιο σημαντικό στη συζήτηση δεδομένου του πόσο πολύ αυτή περιστρέφεται γύρω από το θέμα της εισοδηματικής ανισότητας: «Η ανισότητα των αποδοχών στις ΗΠΑ δεν έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία. Αυτό σηματοδοτεί την πρώτη διαρκή αντιστροφή της αυξανόμενης ανισότητας στα έσοδα από το 1980». Οι παρατηρήσεις προέρχονται από την ανάλυση Rapid wage growth at the bottom has offset rising US inequality (Η ραγδαία αύξηση των μισθών στα κατώτερα εισοδηματικά κλιμάκια αντιστάθμισε την αυξανόμενη ανισότητα στις ΗΠΑ) των Clem Aeppli (Harvard) και Nathan Wilmers (MIT) που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο Proceedings of the National Academy of Sciences, ένα περιοδικό με κριτές της Εθνική Ακαδημία Επιστημών. Όπως εξηγούν οι Aeppli και Wilmers σε αυτό το άρθρο:
«Η συνολική ανισότητα των εσόδων στις ΗΠΑ έχει σταθεροποιηθεί την τελευταία δεκαετία. Αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερα γρήγορη αύξηση των αποδοχών μεταξύ των χαμηλόμισθων εργαζομένων και όχι στη σύγκλιση των αμοιβών των εργαζομένων με μέσο μισθό με αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή. . . . Μετά την ανάκαμψη από τη Μεγάλη Ύφεση, οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι γνώρισαν μια ραγδαία αύξηση των αποδοχών τους. Η περαιτέρω σύσφιξη στην αγορά εργασίας μετά τον COVID-19 έχει δραματοποιήσει την αντίληψη των ενθαρρυμένων χαμηλομισθίων εργαζομένων. Αυτή η αύξηση των αποδοχών δεν καθορίζεται κυρίως από την αλλαγή της σύνθεσης των εργαζομένων, τις αλλαγές που σχετίζονται με τον χώρο εργασίας, ή την αύξηση των κατώτατων υποεθνικών μισθών. Αντίθετα, συνδέεται με γενικά αυξημένες απολαβές στα πιο χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα: επαγγέλματα που γνώρισαν ιδιαίτερα αργή αύξηση των μισθών από το 2002 έως το 2012. . . . Σε επίπεδο τοπικής αγοράς εργασίας, οι αυξήσεις των αμοιβών για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους συνδέθηκαν με τη σύσφιξη των αγορών εργασίας. Αυτή η δυναμική οδήγησε σε μια περίοδο κατά την οποία η αύξηση των κερδών ήταν υψηλότερη για τους εργαζόμενους στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια απ’ ό,τι στους μεσαίους ή στην κορυφή».
Θα προσέθετα επίσης ότι υπάρχουν και άλλες έρευνες που καταδεικνύουν ότι η ίδια η οικονομική αναταραχή της πανδημίας παίζει ρόλο εδώ, ωθώντας τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους να αναζητήσουν νέες, υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Όπως εξήγησε η Wall Street Journal τον περασμένο Μάρτιο, χρησιμοποιώντας δεδομένα από ένα διαφορετικό επιστημονικό άρθρο:
«Ένα μέρος της πιθανής αιτίας της αύξησης των εισοδημάτων είναι ότι η έναρξη της πανδημίας ξεκόλλησε πολλούς λιγότερο μορφωμένους εργαζόμενους από θέσεις εργασίας που πλήρωναν χειρότερα από ό,τι θα μπορούσαν να κερδίζουν αλλού. Οι απώλειες θέσεων εργασίας μεταξύ εργαζομένων ηλικίας 25 ετών και άνω αποφοίτων λυκείου ή χαμηλότερης εκπαίδευσης ήταν ακραίες, με τα επίπεδα απασχόλησης να μειώνονται περισσότερο από το ένα πέμπτο από τον Φεβρουάριο του 2020 έως τον Απρίλιο του 2020. Όταν όμως η αγορά εργασίας επανήλθε, πολλοί από αυτούς τους εργαζόμενους δεν επέστρεψαν απλώς στις παλιές τους δουλειές, αλλά σε άλλες με υψηλότερους μισθούς. Βοηθώντας αυτή τη διαδικασία, αρκετοί γύροι πληρωμών ανακούφισης από την κυβέρνηση μπορεί να τους έδωσαν τα μέσα για να αναζητήσουν μια καλύτερη δουλειά, αντί να δεχθούν την πρώτη προσφορά που έλαβαν. Και το να βλέπουν άλλους ανθρώπους να εξασφαλίζουν καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας μπορεί να οδήγησε και άλλους εργαζόμενους να βγουν στο κυνήγι».
Λοιπόν, τίποτα από αυτά δεν ταιριάζει στη δημοφιλή αφήγηση του ΥΚ. Αλλά, ιδίως με ορισμένες αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η μηχανική εκμάθηση και η τεχνητή νοημοσύνη, που προοιωνίζονται μεγάλη πρόοδο για την ενίσχυση της αύξησης της παραγωγικότητας, μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για πρώιμο καπιταλισμό; Μπορεί να μην είδαμε ακόμη τα καλύτερα!
*Ο James Pethokoukis κατέχει την έδρα Dewitt Wallace στο American Enterprise Institute, όπου είναι υπεύθυνος του μπλογκ AEIdeas και φιλοξενεί το εβδομαδιαίο podcast, “Political Economy with James Pethokoukis”.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Μαΐου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.