Δεν ενισχύεται η κοινωνική κινητικότητα χωρίς οικονομική ελευθερία

Δεν ενισχύεται η κοινωνική κινητικότητα χωρίς οικονομική ελευθερία

Στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφεται μια μακροχρόνια μείωση της κοινωνικής κινητικότητας, που ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 1970. Αυτή η τάση, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου τα τελευταία χρόνια αναζωπύρωσε τις ανησυχίες για την ανισότητα και τη δικαιοσύνη. Πώς μπορεί η κοινωνία μας να δικαιολογήσει τον ακραίο πλούτο, την ώρα που όσοι προέρχονται από λιγότερο εύπορα περιβάλλοντα στερούνται οικονομικές ευκαιρίες;

Μια άνιση κοινωνία διατρέχει τον κίνδυνο να παράγει επίμονες διαφορές ως προς τα αποτελέσματα μεταξύ των γενεών. Αυτό οφείλεται, όπως υποστηρίζεται, στις διαφορές που υπάρχουν ως προς στην πρόσβαση στις ευκαιρίες. Οι πλουσιότερες οικογένειες μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα καλύτερο σχολείο για τα παιδιά τους από τις φτωχότερες. Αυτά τα παιδιά έχουν επίσης περισσότερες και πιο σημαντικές κοινωνικές συνδέσεις, γεγονός που οδηγεί σε μια επίμονη ανισότητα ως προς την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Κατά συνέπεια, ακόμη και όταν η κοινωνία πλουτίζει, η σχετική θέση του καθενός μπορεί να παραμείνει η ίδια. Όσοι γεννήθηκαν στην κορυφή μένουν εκεί. Όσοι γεννήθηκαν στον πάτο συχνά βρίσκονται με τραγικό τρόπο εγκλωβισμένοι εκεί.

Η πιο συχνά αναφερόμενη θεραπεία για την ανισότητα είναι η αύξηση των φόρων και η μεγαλύτερη ανακατανομή μέσω προγραμμάτων πρόνοιας και δημόσιων υπηρεσιών. Αυτές οι καλοπροαίρετες πολιτικές έχουν σκοπό να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες για ανοδική κοινωνικοοικονομική κινητικότητα. Αν όμως θέλουμε να ενισχύσουμε αποτελεσματικά την κινητικότητα, όπως εξετάζω σε μια πρόσφατη μελέτη, τότε πρέπει να επανεξετάσουμε αυτή τη στρατηγική. Ενώ οι υψηλοί φόροι μπορεί να χρηματοδοτήσουν προγράμματα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν άτομα με χαμηλότερο εισόδημα να αποκτήσουν νέες ευκαιρίες, δεν δημιουργούν ισχυρά κίνητρα για δημιουργία πλούτου και οικονομική ανάπτυξη – απωθώντας έτσι ενεργά την κινητικότητα.

Οι εκκλήσεις για περισσότερη κρατική παρέμβαση δεν εξετάζουν επίσης το πώς οι υπάρχουσες ρυθμίσεις επιδεινώνουν την κοινωνική κινητικότητα. Πάρτε για παράδειγμα το πολεοδομικό μας σύστημα, το οποίο εμποδίζει την προσφορά νέων κατοικιών και με τη σειρά του αυξάνει τις τιμές των ήδη υπαρχουσών κατοικιών. Αυτή είναι και η κύρια αιτία της στεγαστικής κρίσης στη Βρετανία, η οποία έχει κάνει τις πόλεις απρόσιτες για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα.

Αυτό είναι προφανώς προβληματικό για πολλούς λόγους, αλλά ιδιαίτερα επειδή οι πόλεις λειτουργούν εδώ και πάρα πολύ καιρό ως μεγάλοι κόμβοι ευκαιριών. Η πυκνότητα, ο δυναμισμός και η ποικιλομορφία τους τις καθιστούν εξαιρετικά παραγωγικές, πράγμα που σημαίνει υψηλότερους μισθούς και εισοδήματα για τους εργαζόμενους. Οι υψηλές τιμές των κατοικιών καθιστούν τις θέσεις εργασίας στην πόλη πιο δυσπρόσιτες. Οι οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα καθώς αποκλείονται γεωγραφικά αποκλεισμένες από αυτές τις ευκαιρίες, μένουν εγκλωβισμένες στις εισοδηματικές τους κατηγορίες.

Πάρτε επίσης ως παράδειγμα την επαγγελματική αδειοδότηση. Συχνά πιστεύουμε ότι οι θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης, όπως οι γιατροί και οι δικηγόροι, υφίστανται το μεγαλύτερο βάρος αυτών των ρυθμίσεων. Αυτό είναι λάθος. Σε όλες τις δυτικές χώρες – και ιδίως στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες– οι επαγγελματικές άδειες έχουν αυξηθεί σε εύρος και κλίμακα επηρεάζοντας πολλά επαγγέλματα χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος.

Αυτά περιλαμβάνουν την εργασία στον κατασκευαστικό κλάδο, στον κλάδο της ασφάλειας και, σε ορισμένα μέρη, ακόμη και το να εργάζεται κανείς ως περιπατητής σκύλων. Σε ορισμένους τομείς όπου η αδειοδότηση έχει περισσότερο νόημα, όπως η δικηγορία και η ιατρική, τα ρυθμιστικά καθεστώτα είναι εξαιρετικά αυστηρά και ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να αποκτήσουν τα απαραίτητα προσόντα συχνά περιορίζεται. Το αποτέλεσμα είναι ότι ορισμένα επαγγέλματα που θα μπορούσαν να επιτρέψουν σε ανθρώπους να ανέβουν στην κοινωνική κλίμακα είναι απρόσιτα σε όλους εκτός από λίγους.

Κι αυτά είναι μόνο δύο – αν και σημαντικά - από τα πολλά τέτοια παραδείγματα. Και οι δύο είναι περιπτώσεις όπου μια προσέγγιση «κατ’ αρχάς μη βλάψεις» θα βελτίωνε τα πράγματα. Η απελευθέρωση του πολεοδομικού συστήματος και της επαγγελματικής αδειοδότησης θα προαγάγει την κοινωνική κινητικότητα διευρύνοντας το φάσμα των οικονομικών ευκαιριών που μπορούν να επιδιώξουν οι άνθρωποι.

Μπορούμε να επεκταθούμε ως προς τέτοια παραδείγματα εξετάζοντας διεθνή στοιχεία σχετικά με την εισοδηματική κινητικότητα μεταξύ των γενεών για άτομα που γεννήθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 σε περισσότερες από 100 χώρες. Όταν συνδυάσουμε αυτές τις παραμέτρους με δεδομένα που αφορούν τα επίπεδα οικονομικών ελευθεριών (την ελευθερία στο εμπόριο, τις περιορισμένες ρυθμίσεις, την ασφάλεια των δικαιωμάτων ιδιοοκτησίας, κ.λπ.), μπορούμε να δούμε ότι τα δύο αυτά συνδέονται στενά. Ακόμη και εντός της ομάδας των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ελευθερίας απολαμβάνουν μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα.

Παρόμοια σύνολα δεδομένων καταδεικνύουν το ίδιο πράγμα και στο τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάποιος που γεννήθηκε στο οικονομικά ελεύθερο τεταρτημόριο όλων των μητροπολιτικών περιοχών θα βιώσει 5 έως 12% περισσότερη εισοδηματική κινητικότητα (σε σχέση με τους γονείς του) από κάποιον που γεννήθηκε στο λιγότερο οικονομικά ελεύθερο τεταρτημόριο.

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι σε ολόκληρη τη βιβλιογραφία για την οικονομική ελευθερία και την κοινωνική κινητικότητα, διαπιστώνουμε ότι η οικονομική ελευθερία μετριάζει τις επιπτώσεις της ανισότητας. Πράγματι, στα οικονομικά πιο ελεύθερα μέρη, οι αρνητικές επιπτώσεις της εισοδηματικής ανισότητας επί της κοινωνικής κινητικότητας ακυρώνονται.

Αυτά τα αποτελέσματα μας προσφέρουν ζωτικής σημασίας γνώσεις ως προς τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους ενίσχυσης της κοινωνικής κινητικότητας. Μερικές φορές, το λιγότερο είναι περισσότερο. Στην περίπτωση αυτή, η περισσότερη οικονομική ελευθερία είναι καλύτερη από τη λιγότερη. Πριν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε νέα συμπληρώματα στο δυσλειτουργικό κράτος πρόνοιας της Βρετανίας, ίσως είναι καιρός να εξετάσουμε την προσέγγιση «κατ’ αρχάς, μη βλάψεις».


Ο Vincent Geloso είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο George Mason University. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Μαρτίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX.co και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.